Θέσεις του ΔΣΑ επί του νομοσχεδίου του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη «Δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις και άλλες διατάξεις», που συζητείται στη Βουλή>
1. Ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών θεωρεί θεμελιώδους σημασίας την προστασία που παρέχει το άρθρο 11 του Συντάγματος για την άσκηση του δικαιώματος του συνέρχεσθαι και τη διενέργεια δημοσίων συναθροίσεων στα πλαίσια της προάσπισης των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων των πολιτών.
Το άνω δικαίωμα δεν είναι απόλυτο. Χωρούν θεμιτοί περιορισμοί σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 11 του Συντάγματος. Συγκεκριμένα, οι υπαίθριες συναθροίσεις μπορούν να απαγορευτούν με αιτιολογημένη απόφαση της αστυνομικής αρχής, μόνο, αν εξαιτίας τους επίκειται σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια, και σε ορισμένη περιοχή, αν απειλείται σοβαρή διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής.
Με δεδομένο ότι κατά το Σύνταγμα, μπορεί και μόνη η αστυνομική αρχή να λαμβάνει απαγορευτικά μέτρα εφόσον συντρέχουν οι ως άνω περιοριστικά απαριθμούμενοι, η παρεμβολή δικαστικής κρίσης προκειμένου να εξεταστεί η συνδρομή λόγων που δικαιολογούν τον περιορισμό του δικαιώματος συνάθροισης είναι θεμιτή, αρκεί να διατυπώνεται ρητά και να μην συνάγεται σιωπηρώς (όπως αδόκιμα επιχειρείται στο νομοσχέδιο, με την προταθείσα νομοτεχνική βελτίωση).
2. Η υποχρέωση προηγούμενης γνωστοποίησης δεν μπορεί να ανατρέπει τον συνταγματικό κανόνα της κατ’ αρχήν νομιμότητας των δημοσίων συναθροίσεων. Συνεπώς, μόνη η παράλειψη γνωστοποίησης δεν μπορεί, κατά το Σύνταγμα, να παρέχει επαρκές νόμιμο έρεισμα για τη διάλυση της συνάθροισης. Για το λόγο αυτό, με το άρθρο 9 παρ. 1 δ’ του νομοσχεδίου, σε συνδυασμό με την καθολική απαγόρευση του άρθρου 7 και τους περιορισμούς του άρθρου 8, και την αντικειμενική ευθύνη του διοργανωτή (άρθρο 13), πλήττεται ο πυρήνας του συνταγματικού δικαιώματος, αποστεώνοντας την ουσιαστική λειτουργία του. Ως εκ τούτου, οι άνω διατάξεις των άρθρων 3, 7, 9 παρ. 1 δ’ και 13 πρέπει να επανεξεταστούν.
3. Ο ΔΣΑ επίσης διαφωνεί με την καθιέρωση αντικειμενικής ευθύνης, αστικής και ποινικής, του διοργανωτή (άρθρο 13 του ν/σ), καθώς αντίκειται προδήλως στην αρχή της ενοχής και της υπαιτιότητας.
4. Σε κάθε περίπτωση, η σύγκρουση συνταγματικών δικαιωμάτων, αφενός του δικαιώματος του συνέρχεσθαι και αφετέρου του δικαιώματος συμμετοχής στην κοινωνική και οικονομική ζωή, πρέπει να αντιμετωπίζεται με in concreto στάθμιση σύμφωνα με τις αρχές της πρακτικής εναρμόνισης και της αναλογικότητας, ώστε αφ’ ενός να εξασφαλίζονται εν τοις πράγμασιν οι όροι άσκησης του δικαιώματος του συνέρχεσθαι από τους πολίτες, αλλά αφ’ ετέρου να μην διαταράσσεται δυσανάλογα η οικονομική ζωή και να μην καθίσταται προδήλως καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος.
**** Υπέρ της παραπάνω πρότασης που εισηγήθηκε ο Πρόεδρος ψήφισαν:
Ο Πρόεδρος, Δημήτρης Βερβεσός,
οι Αντιπρόεδροι Θέμης Σοφός και Στάθης Αναλυτής και
οι Σύμβουλοι:
Ιωάννης Δεληγεώργης, Ανδρέας Κουτσόλαμπρος, Χρυσούλα Μαρινάκη, Βασίλης Παπαστεργίου και Κωνσταντίνος Ρίζος.
Κατά της πρότασης ψήφισαν:
ο Γεν. Γραμματέας Μιχάλης Καλαντζόπουλος διότι θεωρεί ότι έπρεπε να γίνει δεκτή η απόφαση της Επιτροπής περί αντισυνταγματικότητας του νομοσχεδίου και περί απόσυρσής του από την Κυβέρνηση και
οι Σύμβουλοι:
α) Πάνος Κορδώνης, «διότι θεωρεί ότι σύμφωνα με την έκθεση της επιστημονικής υπηρεσίας της Βουλής και την εισήγηση της επιτροπής του ΔΣΑ, βασικές διατάξεις του νομοσχεδίου είναι αντισυνταγματικές και ως εκ τούτου έπρεπε να συμπεριληφθεί στην πρόταση αίτημα απόσυρσης του νομοσχεδίου» και
β) Βενιαμίν Μπατής διότι το νομοσχέδιο κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση διαμορφώνοντας ένα σύγχρονο νομικό πλαίσιο σύμφωνα με τα νέα δεδομένα και θεωρεί ότι δεν κινείται σε αντισυνταγματικά πλαίσια, αποσκοπώντας μάλιστα στη προστασία του συνταγματικού δικαιώματος της δημόσιας συνάθροισης.
«Παρών» ψήφισαν οι Σύμβουλοι:
α) Αντώνης Αντανασιώτης, διότι το νομοσχέδιο είναι άκρως αντιδραστικό και επικίνδυνο για τα συνταγματικά καθιερωμένα δικαιώματα και ελευθερίες των εργαζομένων και συνολικά του λαού, το οποίο δεν επιδέχεται καμία βελτίωση και πρέπει να αποσυρθεί. Με αυτή την έννοια τοποθετείται «παρών» στο σχέδιο της ανακοίνωσης, διότι παρότι διατυπώνει κάποιες θετικές και βάσιμες νομικά αντιρρήσεις στο σχέδιο νόμου, είναι ανεπαρκές στη συνολική τοποθέτησή του, αφού δεν εκφράζει, όπως θα έπρεπε, τη σαφή και κατηγορηματική αντίθεσή του,
β) Σωτήρης Διαμαντόπουλος,
γ) Θανάσης Καμπαγιάννης, ο οποίος τοποθετήθηκε επί του ζητήματος της αντισυνταγματικότητας του νομοσχεδίου ζητώντας να περιληφθεί και στο ψήφισμα το αίτημα της συνολικής απόσυρσής του,
δ) Φώτης Κωτσής, καθώς ο ίδιος θεωρεί ότι από τη διατύπωση του νόμου δεν προκύπτει ότι η υποχρέωση προηγούμενης γνωστοποίησης ανατρέπει τον συνταγματικό κανόνα της κατ’ αρχήν νομιμότητας των δημοσίων συναθροίσεων ούτε παρέχει μόνη η παράλειψη αυτής έρεισμα για τη διάλυση της συνάθροισης και
ε) Ελευθέριος Ράντος, καθότι δεν συμμερίζεται τις απόψεις περί αντισυνταγματικότητας του νομοσχεδίου.