ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑΣ (11-1-2012)>
ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΩΝ ΣΥΛΛΟΓΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ
Τούτο διότι επιχειρεί δήθεν να λύσει ένα υπαρκτό μεν πρόβλημα, αυτό της βραδύτητας στη διαδικασία απονομής της Δικαιοσύνης, παραγνωρίζοντας ωστόσο ότι αυτό αποτελεί πρωτίστως πρόβλημα έλλειψης προσωπικού και υλικοτεχνικών υποδομών. Κινούμενο στη βάση της γνωστής μνημονιακής λογικής, καταλήγει να αντιμετωπίζει το ζήτημα της καθυστέρησης στη διαδικασία απονομής της Δικαιοσύνης με τρόπο «λογιστικό», περικόπτοντας - καταργώντας δίκες, παραγράφοντας αδικήματα και υποθέσεις και αυξάνοντας τα όρια άσκησης ένδικων μέσων, κατά τρόπο που ουσιαστικά τα καταργεί. Θεσπίζει επίσης πρωτοφανείς οικονομικές επιβαρύνσεις (όπως είναι η καθιέρωση τόκων επιδικίας) - προβληματικές και ασύμβατες με το δικαιικό μας σύστημα και το μέχρι σήμερα υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο - εισάγει νέα αυξημένα παράβολα υπέρ του Δημοσίου σε όλες τις εκφάνσεις της διαδικασίας (πολιτικής, ποινικής και διοικητικής), αποτρέποντας στην πραγματικότητα τον πολίτη από την άσκηση του δικαιώματος πρόσβασης στη Δικαιοσύνη, που αποτελεί τον πυρήνα της δίκαιης δίκης, όπως αυτό ειδικότερα θεμελιώνεται στο Σύνταγμα, στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, στο Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε, στο Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά δικαιώματα και στη νομολογία του Ευρωπαικού Δικαστηρίου για τα δικαιώματα του Ανθρώπου.
Παράλληλα, η μετάθεση αρμοδιοτήτων από τα Πρωτοδικεία στα Ειρηνοδικεία, αναμένεται όχι να επιλύσει αποτελεσματικά το πρόβλημα αλλά απλώς και μόνο να οδηγήσει σε χωροταξική ανακατανομή του. Από την άλλη πλευρά, δεν πρέπει να μας διαφεύγει πως οι πολυμελείς συνθέσεις των Δικαστηρίων σε επίπεδο Εφετείου, που φαίνεται πλέον σχεδόν να απαξιώνονται, αποτελούν εγγύηση δίκαιης δίκης, τεκμηριωμένης δικανικής κρίσης, προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των Δικαστικών λειτουργών και, κατά συνέπεια, κάθε παραμερισμός τους αυξάνει τους κινδύνους αθέμιτων πιέσεων σε βάρος και των πολιτών και της ποιότητας της απονεμόμενης Δικαιοσύνης. Επιπρόσθετα, η «πταισματοποίηση» συγκεκριμένων πλημμελημάτων καταλήγει να αποτελεί υποβάθμιση του επιπέδου της παρεχόμενης προστασίας στον πολίτη, αυξάνοντας τα ενδεχόμενα ραγδαίας διάπραξης τέτοιων αδικημάτων.
Τα μόνα επείγοντα που μπορούν να χαρακτηρίζουν την εν λόγω νομοθετική πρωτοβουλία είναι η προσπάθεια υπέρβασης των εύλογων και νομικά τεκμηριωμένων αντιδράσεων της Δικηγορικής κοινότητας και η ύπαρξη εξωθεσμικών πιέσεων εκ μέρους των δανειστών μας, οι οποίοι έχουν πλέον - de facto και υπό την ανοχή δυστυχώς της πολιτικής ηγεσίας του τόπου - υποκαταστήσει σχεδόν πλήρως και κατά τρόπο συνταγματικά ανεπίτρεπτο τη νομοθετική και εκτελεστική εξουσία, έχοντας πια αποφασιστικό ρόλο σε κάθε κρατική πρωτοβουλία την οποία υπαγορεύουν όλως ανερυθρίαστα και δίχως προσχήματα. Επί της ουσίας της προωθούμενης - και πάλι εν κρυπτώ και παραβύστω - ρύθμισης, ο Δικηγορικός κλάδος εκφράζει και πάλι την από καιρό κατατεθείσα διαφωνία του, διατυπώνοντας εκ νέου τη νομικά τεκμηριωμένη άποψή του περί απόλυτης συμβατότητας του σχετικού με τις Δικηγορικές εταιρίες μέχρι σήμερα υφιστάμενου νομοθετικού πλαισίου προς τη Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία έχει ήδη γίνει μάλιστα αποδεκτή και από το καθ'ύλην και θεσμικά αρμόδιο Υπουργείο Δικαιοσύνης. Παράλληλα, εκφράζουμε τον έντονο προβληματισμό μας για την πρακτική χρησιμότητα και τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα της εν λόγω νομοθετικής μεταρρύθμισης, η οποία - κατά πλήρη βεβαιότητα - αναμένεται να συντελέσει όχι στην πολυδιαφημισμένη προσπάθεια «απελευθέρωσης» του Δικηγορικού επαγγέλματος (νοούμενης, πάντως και όπως έχουμε επανειλημμένα τονίσει, κατά τρόπο στρεβλό και πλήρως αναντίστοιχο με την ελληνική πραγματικότητα), αλλά στην ενθάρρυνση της διαμόρφωσης ανισοτήτων αποκλειστικά και μόνο υπέρ των ολίγων και οικονομικά ισχυρών Δικηγορικών γραφείων, σε βάρος συναδέλφων - κυρίως νεοεισερχόμενων στο χώρο - κατά τρόπο που θα ισοδυναμεί με πλήρη και απαράδεκτη υπαλληλοποίησή τους, ενεργώντας εντέλει προς την κατεύθυνση της αποτροπής της απελευθέρωσης και του περιορισμού του ελεύθερου ανταγωνισμού, προς όφελος συμφερόντων πολυεθνικών εταιριών. Σε κάθε περίπτωση, επισημαίνουμε για ακόμη μία φορά προς κάθε αρμόδιο θεσμικό παράγοντα πως πρωτοβουλίες, όπως είναι η προαναφερθείσα, τυγχάνουν πλήρως ασύμβατες με τη φύση του Δικηγορικού λειτουργήματος και ισοδυναμούν με μία απαράδεκτη και συνταγματικά ανεπίτρεπτη εξίσωσή του με τη συνήθη εμπορική δραστηριότητα, κατά τρόπο που παραγνωρίζει την ιδιότητα του Δικηγόρου όχι ως ενός απλού ελεύθερου επαγγελματία, αλλά ως συλλειτουργού στην απονομή της Δικαιοσύνης.
Κατόπιν αυτών, καλούμε το αρμόδιο Υπουργείο να μελετήσει προσεκτικά την επιχειρηματολογία μας επί των ανωτέρω ζητημάτων και να αποσύρει - έστω και την ύστατη στιγμή - τις εν λόγω ρυθμίσεις, ως ελάχιστη έμπρακτη ένδειξη σεβασμού όχι μόνο προς το Δικηγορικό κλάδο, αλλά κυρίως προς τους θεσμούς και τη συνταγματική νομιμότητα,
ΓΙΑΝΝΗΣ Δ. ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΣ