ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΔΙΚΗΣ (Δελτίο Τύπου 15-11-2010)>
Αθήνα, 15/11/2010
"ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ" ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΔΙΚΗΣ
Το νομοσχέδιο των Υπουργείων Δικαιοσύνης και Οικονομικών, το οποίο κατατέθηκε την 9/11/2010, παραπλανητικά επιγράφεται ως νομοσχέδιο «για την επιτάχυνση της διοικητικής δίκης», ενώ κατ ουσία συνιστά νομοσχέδιο για την επιτάχυνση της είσπραξης των φόρων. Διότι:
επιδιώκει να απαλλάξει τη φορολογική διοίκηση από την υποχρέωσή της να δρα νόμιμα και τις φορολογικές υπηρεσίες από το άγχος της τήρησης της τυπικής προδικασίας κατά τη διεξαγωγή των ελέγχων και την έκδοση των καταλογιστικών πράξεων, την ίδια στιγμή που η νομοθεσία προβλέπει σωρεία προστίμων για τυπικές παραλείψεις των φορολογουμένων,
επιδιώκει τον περιορισμό της προσωρινής δικαστικής προστασίας, χωρίς να εξορθολογίζει το σύστημα των εξοντωτικών κυρώσεων σε βάρος του πολίτη,
στοχεύει στον περιορισμό του εύρους της δικαστικής προστασίας, καταργώντας τον έναν από τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας στις αυξημένου οικονομικού ενδιαφέροντος διαφορές, χωρίς να θεραπεύει την ανεπάρκεια των αρμοδίων υπηρεσιών να διεξάγουν έγκαιρα και νόμιμα τους φορολογικούς ελέγχους,
περιορίζει την δυνατότητα αναιρετικού ελέγχου, ενώ προηγουμένως έχει ήδη συστείλει το εύρος της διάγνωσης των φορολογικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια,
εν τέλει, αποσκοπεί στην παρεμπόδιση της πρόσβασης του πολίτη στη δικαιοσύνη, χωρίς να θεραπεύει τα αίτια της δραματικής αύξησης του αριθμού των εκκρεμών φορολογικών υποθέσεων.
Ως προς τις επιμέρους ρυθμίσεις του νομοσχεδίου επισημαίνουμε ενδεικτικά το πρωτοφανές ότι για τις μικρές υποθέσεις προβλέπονται δύο βαθμοί δικαιοδοσίας, ενώ οι σημαντικές υποθέσεις, αντικειμένου άνω των 150.000 ευρώ δικάζονται σε μία μόνο φορά σε πρώτο και τελευταίο βαθμό από τα εφετεία.
Επίσης, μοναδικής πρωτοτυπίας είναι η πρόβλεψη ότι, επί ποινή απαραδέκτου, στην αίτηση αναίρεσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας πρέπει να προβάλλεται από το διάδικο ότι δεν υπάρχει για το κρινόμενο ζήτημα νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αντίθετη προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου. Εξ αντιδιαστολής, δεν θα είναι παραδεκτή, σύμφωνα με το γράμμα της ρύθμισης, η αίτηση αναίρεσης που προβάλλει ότι η μέχρι σήμερα νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας για ορισμένο ζήτημα είναι εσφαλμένη και πρέπει να επανεξετασθεί, όταν είναι γνωστό ότι η νομολογία εξελίσσεται και μεταβάλλεται στο χρόνο, αντικατοπτρίζοντας την εξέλιξη της κοινωνίας μας. Μάλιστα, απαιτείται από τους διαδίκους η επίκληση της νομολογίας των ανωτάτων δικαστηρίων, τη στιγμή που η νομολογία αυτή, μολονότι έχει ήδη ψηφιοποιηθεί, δεν είναι δημοσίως προσβάσιμη για λόγους προστασίας προσωπικών δεδομένων!
Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι με τις διατάξεις του νομοσχεδίου προβλέπεται πως, εάν μετά την πάροδο ενενήντα ημερών από τη χορήγηση της προσωρινής διαταγής, η αίτηση αναστολής δεν έχει εισαχθεί για συζήτηση, ο δικαστής που χορήγησε την προσωρινή διαταγή θα πρέπει επανεξετάσει τη σκοπιμότητά της, όταν είναι γνωστό σε όλους ότι σήμερα οι αποφάσεις των δικαστηρίων επί αιτήσεων αναστολής εκδίδονται κατά μέσο όρο τουλάχιστον τέσσερις μήνες μετά την υποβολή της αίτησης. Με τη σχεδιαζόμενη ρύθμιση, ο αρμόδιος δικαστής επιφορτίζεται με το παράλογο και άσκοπο καθήκον να επανεξετάσει αυτεπαγγέλτως τη σκοπιμότητα της προσωρινής διαταγής που χορήγησε, μόνο και μόνο διότι, λόγω του φόρτου εργασίας του δικαστηρίου, η αίτηση αναστολής δεν εισήχθη για συζήτηση εντός ενενήντα ημερών από τη χορήγηση της προσωρινής διαταγής.
Την 23-9-2010 επισημάναμε ότι οι ανακοινωθείσες από το Υπουργείο «μείζονες θεσμικές αλλαγές» στη διαδικασία εκδίκασης των φορολογικών και τελωνειακών διαφορών αποτελούν στην πραγματικότητα θεσμικές εκτροπές. Με αυτές επιδιώκεται η ελαχιστοποίηση της δικαστικής προστασίας των πολιτών και τελικά η παρεμπόδιση του έργου της δικαιοσύνης.
Την 29-9-2010 ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών, σε συνεργασία με την Ελληνική Εταιρεία Φορολογικού Δικαίου και Δημοσιονομικών Μελετών, οργάνωσε επιστημονική ημερίδα, κατά την οποία αναδείχθηκαν τα εμπόδια που αναμένεται να επιφέρουν οι σχεδιαζόμενες ρυθμίσεις στο συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα του πολίτη να προσφεύγει στη δικαιοσύνη και, κατά συνέπεια, το δημοκρατικό έλλειμμα των προτεινόμενων με το νομοσχέδιο αλλαγών.
Μας προκαλεί θλίψη ότι η διαβούλευση με το νομικό κόσμο της Χώρας για ένα τόσο σημαντικό ζήτημα κρίθηκε περιττή από τα αρμόδια υπουργεία.
Ελπίζουμε ότι ακόμα και τώρα τα αρμόδια Υπουργεία θα επανεξετάσουν τις ρυθμίσεις του νομοσχεδίου αυτού και θα επιχειρήσουν, με τη συνδρομή και του νομικού κόσμου της Χώρας, να αντιμετωπίσουν τα πραγματικά αίτια της διόγκωσης των φορολογικών υποθέσεων στα δικαστήρια, αντί να προσπαθούν να λύσουν το πρόβλημα με μέθοδο του «πονάει χέρι, κόβει χέρι».
Επαναλαμβάνουμε ότι η οικονομική κρίση δεν μπορεί να είναι το άλλοθι η Ελλάδα να πάψει να είναι Κράτος Δικαίου.
Από το Γραφείο Τύπου