Δήλωση Προέδρου ΔΣΑ με αφορμή τις σχεδιαζόμενες περικοπές στο μισθολόγιο των Δικαστικών λειτουργών>
ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΑΘΗΝΩΝ
Αθήνα, 3-9-2012
Σε μια εποχή ακραίων οικονομικών συνθηκών, οι οποίες απαιτούν σύνεση και περίσκεψη έτσι ώστε η αντιμετώπισή τους να μην ισοδυναμεί με κατάλυση της κοινωνικής δικαιοσύνης και του κράτους δικαίου, δυστυχώς διαπιστώνουμε ότι η πολιτική ηγεσία του τόπου εμμένει σε περικοπές που συρρικνώνουν πρωτόγνωρα την εισοδηματική κατάσταση του μέσου πολίτη, εξέλιξη που αποτελεί την «εύκολη» λύση και φυσικά επιτείνει και ουδόλως επιλύει τα δημοσιονομικά αδιέξοδα.
Στο στόχαστρο τίθενται πλέον και οι αποδοχές των Δικαστικών λειτουργών, κατά τρόπο που αποδεικνύει όχι συγκεκριμένη στόχευση στις υιοθετούμενες πολιτικές αλλά εξωτερίκευση μίας πρωτοφανούς απαξίωσης του ίδιου του θεσμού της Δικαιοσύνης. Στο πλαίσιο, ωστόσο, αυτό επιβάλλεται να τονιστεί ότι η ειδική και προσεκτική μισθολογική μεταχείριση των Δικαστικών λειτουργών - για προφανείς λόγους και με τρόπο αντάξιο του λειτουργήματος που επιτελούν - ουδόλως τίθεται υπό αμφισβήτηση, αλλά αντίθετα προκύπτει ως αναγκαιότητα, πολλώ δε μάλλον από τη στιγμή κατά την οποία αναγνωρίζεται και κατοχυρώνεται ρητά διά του άρθρου 88 του Συντάγματος. Κατά συνέπεια, η αναγνώριση του μισθολογικού τους καθεστώτος ως ειδικού και προστατευόμενου από το ελληνικό Σύνταγμα, οδηγεί αναπόφευκτα και στο χαρακτηρισμό του ως μη δεκτικού οποιασδήποτε διαπραγμάτευσης και συνδιαλλαγής με κάθε παράγοντα, θεσμικό ή εξωθεσμικό.
Σύμφωνα μάλιστα με την υπ’ αριθμ. 13/2006 απόφαση του Μισθοδικείου «εγγύηση για την εξασφάλιση της ανεξαρτησίας αυτής θεωρεί ο συνταγματικός νομοθέτης και την ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση των δικαστών, την οποία καθιερώνει ευθέως, επιτάσσοντας τη χορήγηση σε αυτούς αποδοχών ανάλογων προς το λειτούργημά τους, ήτοι προς την άσκηση της δικαστικής λειτουργίας, και, συνεπώς, λόγω της ισοτιμίας της λειτουργίας αυτής προς τις λοιπές δύο, αποδοχών όχι κατώτερων από τις αποδοχές των αντίστοιχων οργάνων των άλλων λειτουργιών
Είναι απαράδεκτο να αντιμετωπίζεται η Δικαιοσύνη με κριτήρια αμιγώς οικονομικά, που αποσκοπούν στην αποκόμιση βραχυπρόθεσμων και μόνο οφελών, εκθέτοντας, ωστόσο, τον ίδιο το θεσμό σε ενδεχόμενους κινδύνους μεροληψίας και επηρεασμού, παραβλέποντας τη λειτουργία της ειδικής μισθολογικής μεταχείρισης των Δικαστικών λειτουργών ως εχέγγυου σύμφωνης με τους νόμους εκτέλεσης των καθηκόντων τους.
Η εκτελεστική εξουσία οφείλει να αντιμετωπίσει τα υπαρκτά προβλήματα της Δικαιοσύνης με ρεαλισμό και ειλικρινή βούληση επίλυσής τους και να συνδράμει στην προσπάθεια που οι συλλειτουργοί της καταβάλλουν για μια ουσιαστική αναμόρφωση του θεσμού, απέχοντας από ευκαιριακές λογικές και αδιέξοδες πολιτικές αποσπασματικού χαρακτήρα. Καίριο ζήτημα εξακολουθεί να αποτελεί η αντιμετώπιση του συστημικού προβλήματος της καθυστέρησης στην απονομή της Δικαιοσύνης, η οποία προϋποθέτει αφενός μεν δυναμική και αποτελεσματική ενεργοποίηση όλων των φορέων του συστήματος αυτής, αφετέρου δε – και πρωτίστως – την ουσιαστική συνδρομή της Πολιτείας στον εκσυγχρονισμό και την εν γένει βελτίωση των υλικοτεχνικών υποδομών των Δικαστηρίων.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ
ΓΙΑΝΝΗΣ Δ. ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΣ