Έτος:
2010 Για να διαβάσετε το έγγραφο σε πλήρη προβολή στην οθόνη σας, πατήστε παρακάτω το κουμπί “Fullscreen”
Embedded Scribd iPaper - Requires Javascript and Flash Player
∆ΙΚΗΓΟΡΙΚOΣ ΣYΛΛΟΓΟΣ ΑΘΗΝΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ∆ΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ
«∆ικαστική Αστυνοµία»
Εκδήλωση µε θέµα:
Τετάρτη, 27 Ιανουαρίου 2010 και ώρα 18.30
Αίθουσα Τελετών του ∆ικηγορικού Συλλόγου Αθηνών
2
Λεωνίδας Κοτσαλής Καθηγητής Πανεπιστηµίου Αθηνών, ∆ιευθυντής του Τοµέα Ποινικών Επιστηµών Ιωάννης Τέντες Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Οµιλίες:
Βασίλης ∆ηµακόπουλος ∆ικηγόρος, Μέλος του ∆.Σ. της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων Χαιρετισµοί:
Ιωάννης Χαµηλοθώρης Πρόεδρος Εφετών, Πρόεδρος της Εταιρείας ∆ικαστικών Μελετών
Θεόδωρος Φορτσάκης Πρόεδρος του Τµήµατος Νοµικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστηµίου Αθηνών Συντονισµός:
∆ηµήτριος Χ. Παξινός Πρόεδρος του ∆ικηγορικού Συλλόγου Αθηνών
Σίλα Αλεξίου ∆ηµοσιογράφος
3
4
Καλησπέρα σας. Κύριε Πρόεδρε του Αρείου Πάγου, κύριοι Αντιπρόεδροι του Αρείου Πάγου, του ΣτΕ, κύριοι ∆ικαστές, κύριοι Εισαγγελείς, φίλοι ∆ικηγόροι. Σας καλησπερίζουµε σε αυτήν την εκδήλωση µε θέµα την ∆ικαστική Αστυνοµία. Ένα θέµα που συζητείται επί σειρά ετών, που µέχρι σήµερα δεν φαίνεται να υλοποιείται. Ξεκίνησε µια διάταξη το 93 όπου θεσµοθετήθηκε για πρώτη φορά αλλά δεν προχώρησε, δεν υλοποιήθηκε. Από το ρεπορτάζ που έχω κάνει, µαθαίνω ότι ο Υπουργός ∆ικαιοσύνης σκοπεύει να ενεργοποιήσει αυτή τη διάταξη τώρα, να κάνουν ένα πιλοτικό πρόγραµµα στην Εισαγγελία Πρωτοδικών της Αθήνας µε απόσπαση 15 αστυνοµικών καταρχήν και στη συνέχεια να προχωρήσουν στα υπόλοιπα. ∆εν ξέρω αν αυτό θα γίνει τελικά. Αποτελεί µια προεκλογική και όχι µόνο δέσµευση του Υπουργού ∆ικαιοσύνης κ. Χαράλαµπου Καστανίδη και στη συνέχεια, στις προγραµµατικές του δηλώσεις. Θα µιλήσουν για το θέµα πολλοί πιο ειδικοί από µένα ασφαλώς. Προηγουµένως να δώσουµε τον λόγο στον κ. Παξινό, τον Πρόεδρο του ∆.Σ.Α. για έναν χαιρετισµό.
5
Σίλα Αλεξίου, ∆ηµοσιογράφος και συντονίστρια της εκδήλωσης
Το πρώτο ερώτηµα που τίθεται είναι αν χρειάζεται η ∆ικαστική Αστυνοµία. Από τον σκοπό και µόνο της ∆ικαστικής Αστυνοµίας που είναι η υποβοήθηση του Εισαγγελέα στην εκτέλεση των καθηκόντων του, η απάντηση, αυτονόητη, είναι ναι, δεδοµένου ότι µεταξύ των αρµοδιοτήτων της είναι, η διενέργεια συµπληρωµατικής προανάκρισης ή προκαταρκτικής εξέτασης (που σήµερα µε τις 100.000 µηνύσεις ετησίως υπάρχει πλήρες αδιέξοδο), η εκτέλεση ποινικών αποφάσεων, ενταλµάτων σύλληψης, προσωρινής κράτησης, που σήµερα πάσχει βαρύτατα, µε αποτέλεσµα την αδυναµία περαίωσης του έργου απονοµής της ∆ικαιοσύνης. Τότε γιατί εξακολουθεί η πολιτεία να αρνείται την ίδρυση της ∆ικαστικής Αστυνοµίας, που θα περιορίσει παθογένειες και θα αναβαθµίσει, θα ενισχύσει τον ρόλο του Εισαγγελέα; Το πρόβληµα έγκειται σε ποιον θα υπάγεται η ∆ικαστική Αστυνοµία. Στις δικαστικές ή στις διοικητικές αρχές, δεδοµένου ότι η αστυνοµία µε την ουσιαστική της έννοια διακρίνεται σε διοικητική και σε δικαστική αστυνοµία µε κύρια αποστολή της τελευταίας την υποβοήθηση του ανακριτικού έργου. Το τελευταίο νοµοσχέδιο, το τελικό, ολοκληρώθηκε το Φθινόπωρο του 2005, ενώ, όπως µας ανέφερε ο εξαίρετος αντιεισαγγελέας Α.Π. και φίλος Ανδρέας Φάκος, η άσκηση της δικαστικής αστυνοµίας ή αστυνοµίας καταδίωξης από ιδιαίτερη υπηρεσία προβλεπόταν από το Β.∆. της 31 ∆εκεµβρίου 1836 περί δηµοτικής αστυνοµίας, που όµως δεν προχώρησε. Με το θέµα ασχολήθηκε και η Ένωση Εισαγγελέων και η Εταιρεία ∆ικαστικών Μελετών, προς την ίδια κατεύθυνση, πρωτοβουλία που χαιρετήθηκε από την Ολοµέλεια των Προέδρων στις 25-5-1992. Αποτέλεσµα: Εξακολουθεί και µεγεθύνεται η δυσλειτουργία της ποινικής δικαιοσύνης, µε την πολιτεία να επιλέγει ενδιάµεσο σύστηµα, για να µην µένει ουδείς παραπονούµενος.
6
Xαιρετισµός κ. ∆ηµήτρη Παξινού, Προέδρου του ∆.Σ.Α.
Σίλα Αλεξίου: Ευχαριστούµε τον κ. Πρόεδρο. Έναν χαιρετισµό θα απευθύνει και ο κ. Φορτσάκης, Πρόεδρος της Νοµικής Σχολής του Πανεπιστηµίου Αθηνών. Χαιρετισµός κ. Θεοδώρου Φορτσάκη, Προέδρου του Τµήµατος Νοµικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστηµίου Αθηνών
Κύριε Πρόεδρε του Αρείου Πάγου, κύριε Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, κύριοι Αντιπρόεδροι των Ανωτάτων ∆ικαστηρίων, κύριοι ∆ικαστικοί, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι στο Πανεπιστήµιο και στη ∆ικηγορία: Θέλω και εγώ εκ µέρους της Νοµικής Σχολής να πω πόσο θεωρούµε ότι είναι χρήσιµη η σηµερινή συζήτηση που γίνεται πάνω σε ένα θέµα που συζητείται από πολύ καιρό και απασχολεί τους αρµόδιους κύκλους. Εγώ, σαν γαλλοτραφής, γνώρισα την ∆ικαστική Αστυνοµία, όχι στο Πανεπιστήµιο, αλλά διαβάζοντας τον περίφηµο Commissaire Maigret, ο οποίος ήταν για µένα αυτός που µε εισήγαγε στην έννοια της δικαστικής αστυνοµίας και αργότερα βεβαίως στα νοµικά. Είδα την µεγάλη χρησιµότητα που είχε το γαλλικό µοντέλο για την Γαλλία. Εκεί είχε ιδρυθεί η δικαστική αστυνοµία ήδη από το 1907 µε πρωτοβουλία την οποία είχε πάρει ο Polis Clemencau (Κλεµανσώ), ο περίφηµος «Τίγρης», ο οποίος ήταν την εποχή εκείνη και Πρωθυπουργός της Γαλλίας και Υπουργός Εσωτερικών και ο οποίος είχε δηµιουργήσει την ∆ικαστική Αστυνοµία, ως µια αστυνοµία, η οποία θα συνόδευε στο έργο της την δικαστική εξουσία για να καταπολεµήσει το µεγάλο έγκληµα το οποίο εκείνη την εποχή στη Γαλλία είχε πάρει µια διάσταση πρωτόγνωρη και η οποία υπερέβαινε κατά πολύ τα όσα συνέβαιναν στις διάφορες περιοχές της Γαλλίας. Έκτοτε, η ∆ικαστική Αστυνοµία στη Γαλλία ολοένα και δυνάµωνε, δηµιούργησε στις διάφορες πόλεις της Γαλλίας αντένες, και µάλιστα µε πολύ περηφάνια αναφέρει στην ιστορία του το ίδιο το
7
σώµα ότι απέκτησε αυτοκίνητα ήδη από το 1910, πράγµα που θεωρήθηκε πρωτοποριακό. Κατά την εποχή που προηγήθηκε του Β’ Παγκοσµίου Πολέµου όχι µόνο έπαιξε ρόλο για την καταπολέµηση του µεγάλου εγκλήµατος, αλλά έπαιξε πολύ µεγάλο ρόλο και για την αντικατασκοπεία. Και στη συνέχεια θεωρήθηκε ότι η ύπαρξη δικαστικής αστυνοµίας στη Γαλλία συνετέλεσε τα µέγιστα ώστε να καταπολεµηθούν δραστικά ορισµένες µορφές εγκλήµατος, µερικές από τις οποίες στη Γαλλία έχουν λιγότερη πέραση από ότι αλλού όπως πχ. η απαγωγή προσώπων η οποία µπόρεσε να αποτελέσει αντικείµενο πάλης ιδιαίτερα έντονης και έτσι το φαινόµενο αυτό λιγότερο από τα άλλα εκδηλώθηκε στην Γαλλία. Σήµερα έχει γίνει µια µεγάλη αναβάθµιση της Αστυνοµίας εκεί, της ∆ικαστικής Αστυνοµίας, η οποία έχει δηµιουργήσει διάφορα πολύ σύγχρονα κέντρα καταπολέµησης του εγκλήµατος, και µάλιστα τελευταία ο Πρόεδρος Σαρκοζί προχώρησε σε µια αναδιάταξη των υπηρεσιών και των δοµών της ∆ικαστικής Αστυνοµίας µε αποτέλεσµα να έχει ακόµα µεγαλύτερη σηµασία η λειτουργία της για το γαλλικό σύστηµα. Νοµίζω ότι το γαλλικό σύστηµα έχει λειτουργήσει µε επιτυχία και εάν µπορέσουµε να προσαρµόσουµε στις δικές µας ιδιαιτερότητες τα θετικά του στοιχεία, θα ήταν θετικό να υιοθετήσουµε για την δική µας κατάσταση ένα τέτοιο σχήµα. Έχω πολλές φορές συζητήσει, από χρόνια, µε τον Καθηγητή τον κ. Κοτσαλή και έχω παρακολουθήσει τις προσπάθειες που γίνονται για την υιοθέτηση αυτού του συστήµατος και στην Ελλάδα και εύχοµαι να µπορέσει να επιτύχει και να αποδώσει και η σηµερινή συζήτηση, ασφαλώς θα συντελέσει προς την κατεύθυνση αυτή. Σας ευχαριστώ.
8
Σίλα Αλεξίου: Ευχαριστούµε τον κ. Φορτσάκη. Να ξεκινήσουµε τώρα µε το θέµα µας, µε την ανάπτυξη του νοµοσχεδίου που έχει ήδη ετοιµαστεί από το 2005 και θα µας το αναλύσει ο Καθηγητής της Νοµικής κ. Λεωνίδας Κοτσαλής. Λεωνίδας Κοτσαλής, Καθηγητής Πανεπιστηµίου Αθηνών, ∆ιευθυντής του Τοµέα Ποινικών Επιστηµών
Εισήγηση: Σχέδιο Νόµου για την ίδρυση ∆ικαστικής Αστυνοµίας
Προσπάθειες συγκρότησης Υπηρεσίας ∆ικαστικής Αστυνοµίας έγιναν στην Ελλάδα ήδη από το 1836. Αναφορά του όρου ∆ικαστική Αστυνοµία γίνεται για πρώτη φορά στο άρθρ. 81 υπ’ αρ. 85/31.12.1836 διατάγµατος, κατά το οποίο η ∆ικαστική Αστυνοµία ενεργείται από τους «∆ηµάρχους, Προέδρους, ή Αστυνόµους» και είναι επιφορτισµένη να εξετάζει τα εγκλήµατα και τα πληµµελήµατα, να συλλέγει τις αποδείξεις και ενδείξεις, να εξακριβώνει τις περιστάσεις και να καταστρώνει τακτικά πρωτόκολλα για τους αυτουργούς. Στη δεκαετία του 90 του περασµένου αιώνα και συγκεκριµένα στις 22.5.1992 κατατέθηκε στη Βουλή πρόταση νόµου του τότε βουλευτή της Ν.∆. Αθ. Κανελλόπουλου για την «ίδρυση ∆ικαστικής Αστυνοµίας», όπου σε τέσσερα άρθρα µεταξύ άλλων σκιαγραφόνται σε γενικές γραµµές η αρµοδιότητα της ∆ικαστικής Αστυνοµίας, η σύνθεση προσωπικού της (αστυνοµικού και πολιτικού), η διεύθυνση της υπηρεσίας από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών και η αρµοδιότητα του Εισαγγελέα Πρωτοδικών σε θέµατα ∆ικαστικής Αστυνοµίας. Στη συνέχεια, µε το άρ. 36 του ν. 2145/28.05.1993 προβλέφθηκε ότι µε «Π.∆. που εκδίδεται ύστερα από πρόταση των υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης, Οικονοµικών, ∆ικαιοσύνης και ∆ηµόσιας Τάξης µπορεί να ιδρυθεί υπη9
Ι
ρεσία ∆ικαστικής Αστυνοµίας στις εισαγγελίες πρωτοδικών της χώρας µε τον τίτλο «∆ικαστική Αστυνοµία» που τελεί υπό την άµεση διεύθυνση του οικείου Εισαγγελέα Πρωτοδικών». Το ίδιο άρθρο αναφέρεται στη συνέχεια στο σκοπό, στην αρµοδιότητα, στη σύνθεση του προσωπικού και σε άλλα θέµατα της ∆ικαστικής Αστυνοµίας. Στην ανάγκη ίδρυσης ∆ικαστικής Αστυνοµίας έχουν αναφερθεί και την έχουν τονίσει φορείς όπως η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος µε το υπ’ αρ. 74/12.06.1987 υπόµνηµά της, ο Προϊστάµενος της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών µε τη υπ’ αρ. 20234/12.05.1987 αναφορά του προς το Υπουργείο ∆ικαιοσύνης και η Εταιρεία ∆ικαστικών Μελετών σε πόρισµά της αλλά και η Ολοµέλεια της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου µε την υπ’ αρ. 3/2003 απόφασή της. Επίσης, η διεθνής οργάνωση Group of States against Corruption (GRECO), της οποίας µέλος αποτελεί η Ελλάδα, απηύθυνε στη χώρα µας σύσταση για την ίδρυση ∆ικαστικής Αστυνοµίας. Όλοι αυτοί οι φορείς επεσήµαναν τη σηµασία της ίδρυσης ∆ικαστικής Αστυνοµίας για την αποτελεσµατικότερη αντιµετώπιση των σύγχρονων µορφών εγκληµατικότητας από τους Εισαγγελείς. Εξάλλου στην αναγκαιότητα ίδρυσης ∆ικαστικής Αστυνοµίας αναφέρεται εκτενώς και η θεωρία. Πανεπιστηµιακοί συγγραφείς (Ανδρουλάκης, Αλεξιάδης, Ζ. Παπαϊωάννου, Καρράς, παλαιότερα εκτενώς Κ. Γαρδίκας στην «Αστυνοµική») επισηµαίνουν αυτή την αναγκαιότητα. Τέλος σε αυτό το θέµα έχουν αναφερθεί και τα δύο µεγάλα κόµµατα: τόσο ο υπουργός ∆ικαιοσύνης κ. Καστανίδης σε σχετικά πρόσφατη δηµόσια τοποθέτησή του αναφέρθηκε στην ίδρυση ∆ικαστικής Αστυνοµίας, όσο και παλαιότερα ο πρώην Πρωθυπουργός κ. Καραµανλής σε προγραµµατικές δηλώσεις της κυβέρνησής του και ειδικότερα στο κεφάλαιο «πραγµατικά κοινωνικό κράτος» αναφερόµενος στην ενίσχυση του αισθήµατος δηµόσιας ασφάλειας και ασφάλειας των πολιτών είχε εξαγγείλει την ίδρυση σώµατος ∆ικαστικής Αστυνοµίας.
10
Πριν από έξι περίπου χρόνια το Υπουργείο ∆ικαιοσύνης συγκρότησε ειδική νοµοπαρασκευαστική επιτροπή για την προετοιµασία σχετικού σχεδίου νόµου. Το σχέδιο νόµου αυτό εκπονήθηκε περίπου 12 µήνες µετά, συζητήθηκε µε το Υπουργείο ∆ικαιοσύνης, το Υπουργείο ∆ηµοσίας Τάξης και την Ελληνική Αστυνοµία. Η επεξεργασία των σχετικών παρατηρήσεων και η ολοκλήρωση του αντίστοιχου διαλόγου ανετέθη σε ολιγοµελή νοµοπαρασκευαστική επιτροπή που 6 µήνες αργότερα (φθινόπωρο 2005) παρουσίασε το τελικό σχέδιο νόµου για τη σύσταση της ∆ικαστικής Αστυνοµίας. Ειδικότερα στη διαβούλευση και επεξεργασία του τελικού σχεδίου νόµου ελήφθησαν υπόψη: 1. οι σχετικές προγενέστερες νοµοθετικές πρωτοβουλίες· 2. η αναφορά (ενηµέρωση) της τότε αντιπροσώπου µας στη Eurojust σύµφωνα µε την οποία «...µόνο η Ιταλία και η Πορτογαλία διαθέτουν αυτόνοµη ∆ικαστική Αστυνοµία, η οποία υπάγεται ευθέως τόσο επιχειρησιακά όσο και υπηρεσιακά στις αρµόδιες δικαστικές αρχές. Η Γαλλία, η Γερµανία και η Ισπανία έχουν προβλέψει για ∆ικαστική Αστυνοµία, µε την έννοια της ανάθεσης προανακριτικών καθηκόντων σε αστυνοµικές αρχές, παρόµοιες µε αυτές της ισχύουσας ελληνικής νοµοθεσίας. Στο Ηνωµένο Βασίλειο δεν υπάρχει σχετική νοµοθεσία»· 3. οι διατάξεις του Κ.Ποιν.∆ικ. της Γαλλίας που αναφέρονται σε ∆ικαστική Αστυνοµία· 4. οι διατάξεις που αφορούν τη Γενική ∆ιεύθυνση ∆ικαστικής Αστυνοµίας στην Ισπανία· 5. ο οργανικός νόµος ∆ικαστικής Αστυνοµίας της Πορτογαλίας· 6. ο κανονισµός της σωφρονιστικής αστυνοµίας της Ιταλίας· 7. η σχετική ελληνική νοµοθεσία και 8. οι απόψεις και οι θέσεις του Υπουργείου ∆ηµοσίας Τάξεως όπως έχουν επισήµως διατυπωθεί.
11
II
Το τελικό σχέδιο, όπως υπεβλήθη στο Υπουργείο ∆ικαιοσύνης, περιλαµβάνει 17 άρθρα. Αποτελείται από 3 ενότητες: Η πρώτη αναφέρεται στη σύσταση, στην έδρα και στις αρµοδιότητες της νέας υπηρεσίας. Η δεύτερη ενότητα αναφέρεται στο προσωπικό και στην υπηρεσιακή του κατάσταση (στελέχωση - προσόντα - κωλύµατα - όργανα διοίκησης - πειθαρχικό δίκαιο). Η τρίτη ενότητα περιλαµβάνει µεταβατικές διατάξεις (έστω και αν οι τελευταίες δεν κεφαλαιοποιούνται στο κείµενο). Η βασική σκέψη αυτού του σχεδίου νόµου και η βασική αρχή από την οποία διέπεται είναι η βούληση να δηµιουργηθεί µία νέα υπηρεσία υπαγόµενη στο Υπουργείο ∆ικαιοσύνης. Η υπηρεσία αυτή στελεχώνεται από προσωπικό της εισαγγελίας και µόνιµο εξειδικευµένο αστυνοµικό προσωπικό της ∆ικαστικής Αστυνοµίας επικουρούµενο µε απόσπαση από άλλες δηµόσιες υπηρεσίες µε εξειδικευµένους επιστήµονες υπό τη διεύθυνση της ανεξάρτητης εισαγγελικής αρχής για υποβοήθηση του έργου της. Ειδικότερα: Α. Με το άρθ. 1 συνιστάται υπηρεσία ∆ικαστικής Αστυνοµίας, η οποία τελεί υπό τη διεύθυνση του οικείου Εισαγγελέα Πρωτοδικών και υπάγεται στο Υπουργείο ∆ικαιοσύνης. Η χρήση του όρου «Αστυνοµία» δεν πλήττει τις αρµοδιότητες της ΕΛ.ΑΣ που λειτουργεί ανταγωνιστικά προς αυτή. Άλλωστε ο όρος αυτός µπορεί να χρησιµοποιηθεί από κάθε όργανο που έχει ως αντικείµενο την επιβολή και διατήρηση του νόµου στην πόλη. Για το λόγο αυτό και µέχρι σήµερα χρησιµοποιείται από τη δηµοτική αστυνοµία, τη λιµενική αστυνοµία, ακόµη και την στρατιωτική αστυνοµία. Ο ίδιος όρος χρησιµοποιείται εξάλλου σε όλα τα σχέδια νόµου για την ίδρυση τέτοιας υπηρεσίας και σε όλα τα κράτη που διαθέτουν αντίστοιχο σώµα. Ο τρόπος υπαγωγής στο υπουργείο (µε τη δηµιουργία ενδεχοµένως Γενικής ∆ιεύθυνσης κ.λπ.) ανήκει στην αρµοδιότητά του. Θεσπίζεται ακόµα η εποπτεία του Εισαγγελέα Εφετών στην
12
ΙΙΙ
περιφέρεια του οποίου λειτουργεί ∆ικαστική Αστυνοµία. Β. Στο άρθ. 2 καθορίζονται ο σκοπός και οι αρµοδιότητες της νέας υπηρεσίας, που αποβλέπει στην υποβοήθηση του οικείου Εισαγγελέα στην εκτέλεση των καθηκόντων του και την ταχύτερη διεκπεραίωσή τους. Ειδικότερα αφού διενεργηθεί προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση από δικαστικά όργανα ή υπηρεσίες όπως η ΕΛ.ΑΣ., τα τελωνεία, η δασική υπηρεσία κ.λπ. και η δικογραφία υποβληθεί στον αρµόδιο εισαγγελέα, ο τελευταίος εφόσον κρίνει ότι η προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση χρήζει συµπληρώσεως, την αναθέτει σε αξιωµατικούς ∆ικαστικής Αστυνοµίας. Επίσης η ∆ικαστική Αστυνοµία, πέραν των άλλων αρµοδιοτήτων της, περιλαµβάνει την ευθύνη της ασφαλούς µεταγωγής των κρατουµένων, όχι σε κάθε περίπτωση αλλά µόνο όταν αυτοί πρέπει να µεταταχθούν στα δικαστήρια, στους ανακριτές ή στους προανακριτικούς υπαλλήλους. Οι λοιπές αρµοδιότητες που προβλέπονται στο άρθ. 1 του π.δ. 265/19.10.99 παραµένουν στην υπηρεσία εξωτερικής φρούρησης των καταστηµάτων κράτησης και νοσηλευόµενων στο θεραπευτήριο καταδίκων και υποδίκων. Ακόµη, µετά την ψήφιση του ν. 3251/9.7.04 περί «Ευρωπαϊκού Εντάλµατος Σύλληψης», κατά το άρθ. 4 του οποίου αρµόδια δικαστική αρχή έκδοσης ευρωπαϊκού εντάλµατος σύλληψης είναι ο Εισαγγελέας Εφετών ο οποίος εξάλλου κατά το άρθ. 6 του ιδίου νόµου είναι αρµόδιος να διαβιβάζει το ένταλµα απευθείας στην αρµόδια δικαστική αρχή εκτέλεσης, εύλογο καθίσταται ότι ειδικευµένο προσωπικό της ∆ικαστικής Αστυνοµίας πρέπει να πλαισιώνει τον αρµόδιο Εισαγγελέα Εφετών ώστε να επιτυγχάνεται ταχύτερα και αποτελεσµατικότερα η συνεργασία µε τις ξένες δικαστικές ή αστυνοµικές αρχές σε πνεύµα αλληλοβοήθειας προς επίτευξη του βασικού σκοπού όλων, δηλαδή της δίωξης του εγκλήµατος. Γ. Η στελέχωση του προσωπικού ρυθµίζεται από τα άρθρα 3, 8 και 16. Το άρθρο 3 αναφέρεται στο αστυνοµικό προσωπικό της ∆ικαστικής Αστυνοµίας, στους βαθµούς και στον τρόπο εισαγωγής του στη Σχολή Αστυφυλάκων και στη Σχολή
13
Αξιωµατικών της ΕΛ.ΑΣ. Κρίθηκε αναγκαίο οι υποψήφιοι της ∆ικαστικής Αστυνοµίας να εισάγονται στις Σχολές αυτές εξαρχής ως σπουδαστές της ∆ικαστικής Αστυνοµίας, δηλαδή όχι από κοινού µε τους σπουδαστές της ΕΛ.ΑΣ., καθώς ο µεταγενέστερος διαχωρισµός των δύο κατηγοριών κατά τη στιγµή της αποφοίτησης θα δηµιουργούσε σοβαρά προβλήµατα. Το άρθρο 8 αναφέρεται στο προσωπικό της Εισαγγελίας που θα ορισθεί προς εξυπηρέτηση της ∆ικαστικής Αστυνοµίας. Στις µεταβατικές διατάξεις και ειδικότερα στο άρθρο 16 αναφέρεται ότι µπορεί να αποσπασθεί από την Ελληνική Αστυνοµία ο αναγκαίος αριθµός αξιωµατικών, εφόσον τα στελέχη της ∆ικαστικής Αστυνοµίας δεν έχουν αποκτήσει τον αντίστοιχο βαθµό. Σηµειώνεται ότι µε την πάροδο του χρόνου θα παύσει αυτή η κατάσταση. Και κατά τον ίδιο τρόπο για την υπηρεσιακή κατάσταση του αστυνοµικού προσωπικού (προσόντα, κωλύµατα, πειθαρχικό δίκαιο) ελήφθησαν υπόψη οι διατάξεις του ν. 2683/1999 (περί κυρώσεως του Κώδικα Κατάστασης ∆ηµοσίων, Πολιτικών, ∆ιοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.∆.∆.), του ν. 2812/1999 (Κώδικας ∆ικαστικών Υπαλλήλων) και του π.δ 4/94 (Εισαγωγή στις Σχολές Αξιωµατικών και Αστυφυλάκων µε το σύστηµα των γενικών εξετάσεων) ενόψει της ιδιοµορφίας που παρουσιάζει το προσωπικό της ∆ικαστικής Αστυνοµίας. ∆. Στις µεταβατικές διατάξεις, πέραν των προαναφεροµένων του αρθρ. 16, ορίζεται ότι µε την έναρξη ισχύος του νόµου συνιστάται υπηρεσία ∆ικαστικής Αστυνοµίας στις Εισαγγελίες Πρωτοδικών Αθηνών, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης (άρθρο 15). Η επιτυχία του νέου αυτού θεσµού στις τρεις αυτές πόλεις θα αποτελέσει και τη βάση για την επέκταση της λειτουργίας της υπηρεσίας αυτής σε όλη τη χώρα. Υπηρεσιακά συµβούλια δεν ορίσθηκαν από το νόµο. Το θέµα αφήνεται να ρυθµισθεί µε π.δ. ενόψει και της επιλογής του νοµικού καθεστώτος που κατά τα λοιπά θα ρυθµίσει την υπηρεσιακή κατάσταση του αστυνοµικού προσωπικού της ∆ικαστικής Αστυνοµίας (ν. 2812/1999, 2683/1999).
14
Κατά τη γνώµη µου η ίδρυση της «∆ικαστικής Αστυνοµίας» είναι χρήσιµη, είναι αναγκαία, είναι επιβεβληµένη. Θα συµβάλει αποφασιστικά µε το εξειδικευµένο προσωπικό της στην ακόµη πιο αποτελεσµατική αντιµετώπιση του εγκλήµατος (ιδιαίτερα στις σύγχρονες µορφές του), θα εξασφαλίσει την ενίσχυση του αξιοµάχου της ΕΛ.ΑΣ. µε την αποδέσµευση δυνάµεών της από καθήκοντα που θα αναλάβει η ∆ικαστική Αστυνοµία, θα προσδώσει στην Εισαγγελική Αρχή αποτελεσµατικότητα και επιχειρησιακή επάρκεια. Το σταθερό και παλαιό αίτηµα των δικαστικών ενώσεων και ευρύτερα του νοµικού κόσµου για την ίδρυση ∆ικαστικής Αστυνοµίας εκφράζει ακριβώς τη διαπίστωση για ικανοποίηση αυτών των αναγκών. Η πρόταση-σύσταση της GRECO για ίδρυση ∆ικαστικής Αστυνοµίας πιστεύω ότι µάς βρίσκει όλους σύµφωνους. Θεωρώ ότι ωρίµασαν οι συνθήκες για προώθηση των σχετικών νοµοθετικών πρωτοβουλιών. Η σχέση της ∆ικαστικής Αστυνοµίας µε την ΕΛ.ΑΣ. δεν πρέπει να είναι µε κανένα τρόπο ανταγωνιστική. Η ΕΛ.ΑΣ. έχει προσφέρει και προσφέρει σηµαντικό, θα έλεγα τεράστιο έργο και µάλιστα ενίοτε υπό αντίξοες συνθήκες, µέσα σε µία διαρκώς εξελισσόµενη και µεταβαλλόµενη κοινωνία στην αντιµετώπιση του εγκλήµατος, αντιµετώπιση που προϋποθέτει πλέον υψηλή τεχνολογία και τεχνογνωσία. Η σχέση της ∆ικαστικής Αστυνοµίας µε την ΕΛ.ΑΣ. θα πρέπει – στη βάση πρακτικής εφαρµογής και καθηµερινής συνεργασίας – να γίνει σχέση συµπληρωµατικής και εποικοδοµητικής συνεργασίας. Το εξειδικευµένο προσωπικό της ∆ικαστικής Αστυνοµίας αναµφίβολα θα µπορέσει να δώσει άλλη διάσταση στην πρόληψη και καταπολέµηση του εγκλήµατος. Και αυτό δεν είναι δυνατόν να υποκατασταθεί ούτε µε επιτροπές ή συµβούλια κ.λπ. Στόχος είναι ένας αµετακίνητος: η προστασία του πολίτη πάντοτε µέσα στο πλαίσιο του Κράτους ∆ικαίου.
15
IV.
Σίλα Αλεξίου: Σας ευχαριστούµε κύριε Καθηγητά. Να δώσουµε τον λόγο τώρα στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου τον κ. Τέντε, ως καθ’ ύλην αρµόδιο. Ιωάννης Τέντες, Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Ι. Εισαγωγή Σύµφωνα µε το Σύνταγµα, στις δικαστικές αρχές ανήκει η τιµωρία των εγκληµάτων και η λήψη όλων των µέτρων που προβλέπουν οι ποινικοί νόµοι (άρθρο 87 παρ. 1, άρθρο 96 παρ. 1 Σ). Με την δικαιοδοσία αυτή λογικώς συνδέεται και η διακρίβωση των εγκληµάτων και της ταυτότητας των δραστών καθώς και η συλλογή των αποδεικτικών στοιχείων. Μάλιστα, κατά κύριο λόγο, το καθήκον αυτό ανήκει στις εισαγγελικές αρχές ως κλάδο της δικαιοδοτικής λειτουργίας. Ο Β. Οικονοµίδης, πριν από 150 χρόνια περίπου, προσδιόριζε την Εισαγγελία ως «αρχήν σπουδαίαν… έργον έχουσα πρώτιστον την των δηµοσίων αδικηµάτων ανακάλυψιν και επεξέλευσιν». Παράλληλα αυτό αποτελεί ένα από τα καθήκοντα της αστυνοµίας. Γιατί, όπως είναι γνωστό, η αστυνοµία υπό την ουσιαστική της έννοια διακρίνεται σε διοικητική και σε δικαστική αστυνοµία. Το έργο της πρώτης (διοικητικής) συνίσταται στη διατήρηση της δηµόσιας τάξεως και της µέριµνας της εκτελέσεως των νόµων. Το έργο της δεύτερης (δικαστικής) έχει κυρίως κατασταλτικό χαρακτήρα και συνίσταται στην ανίχνευση και διακρίβωση των εγκληµάτων και της ταυτότητας των εγκληµατιών, στη συγκέντρωση των αποδεικτικών στοιχείων και γενικά στην υποβοήθηση του ανακριτικού έργου, υπό την επίβλεψη και τη διεύθυνση, βεβαίως, του Εισαγγελέα. Και τίθεται το ζήτηµα αν η διοικητική και δικαστική αστυνοµία (∆Α) θα πρέπει να είναι ανατεθειµένες στην ίδια ή σε διάφορες υπηρεσίες και µάλιστα έτσι ώστε η δικαστική αστυνοµία, στελεχωµένη µε όργανα ειδικευµένα και αφιερωµένα στο έργο τους, να υπάγεται απευθείας στις δικαστικές αρχές.
16
1. Ιστορική Αναδροµή Θα επιχειρήσω πρώτα από όλα µία πολύ σύντοµη ιστορική αναδροµή. Το ζήτηµα της αναγκαιότητας της οργανικής αυτοτέλειας της ∆Α έχει τεθεί πολύ πρώιµα στη χώρα µας. Η άσκηση της ∆Α ή αστυνοµίας καταδιώξεως, όπως επίσης λέγεται, από ιδιαίτερη υπηρεσία είχε προβλεφθεί µε Β.∆. της 31ης ∆εκεµβρίου 1836 «Περί ∆ηµοτικής Αστυνοµίας». Η αστυνοµία αυτή διακρινόταν σε διοικητική και δικαστική (άρθρο 2), η οποία ήταν «επιφορτισµένη να εξετάζη τα εγκλήµατα και πληµµελήµατα, να συνάζη τας αποδείξεις και ενδείξεις, να εξακριβώνη τας περιστάσεις και να καταστρώνη τακτικά πρωτόκολλα περί των αυτουργών». Η ιδέα όµως της ∆Α εγκαταλείφθηκε γρήγορα. ∆ιότι επικράτησε η άποψη ότι η αστυνοµία αποτελεί ενιαίο οργανισµό. Σε διεθνές επίπεδο το ζήτηµα συζητήθηκε ευρέως το 1939, όταν η Κοινωνία των Εθνών ζήτησε τις απόψεις της ∆ιεθνούς Εταιρείας Ποινικού ∆ικαίου αναφορικά µε τους «κανόνες για την πρόληψη των βιαιοτήτων ή άλλων εξαναγκασµών που ασκούνται κατά του προσώπου των µαρτύρων και των κατηγορουµένων». Στο σχετικό υπόµνηµα της ∆ιεθνούς Εταιρείας Ποινικού ∆ικαίου, µεταξύ άλλων, διατυπώθηκε τεκµηριωµένα η άποψη ότι «η αστυνοµία η επιφορτισµένη µε την έρευνα και τη σύλληψη των υποτιθεµένων δραστών κακουργηµάτων ή πληµµεληµάτων θα πρέπει να υπάγεται ευθέως και να ελέγχεται από τη δικαστική αρχή». Λίγα χρόνια αργότερα, το 1953, στο πλαίσιο του ∆ιεθνούς Συνεδρίου Ποινικού ∆ικαίου στη Ρώµη µε θέµα «Προστασία ατοµικής ελευθερίας κατά τη διάρκεια της ανακρίσεως», πολλοί από τους συνέδρους υποστήριξαν ότι ένα από τα µέσα για τη διασφάλιση αυτής της προστασίας θα ήταν η ίδρυση αυτοτελούς υπηρεσίας ∆Α, ανεξάρτητης από τη ∆ιοίκηση και υποκείµενης απευθείας στη δικαιοσύνη. Τέλος, το 1990, διοργανώθηκε στη Μαδρίτη Ευρωπαϊκή ∆ιάσκεψη µε θέµα τη ∆Α, στην οποία συµµετείχαν εκ17
ΙΙ. Η αναγκαιότητα της οργανικής αυτοτέλειας της ∆ικαστικής Αστυνοµίας
πρόσωποι των κρατών - µελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Στη χώρα µας η ίδρυση ∆Α αποτελεί ήδη από το έτος 1987 πάγιο αίτηµα των δικαστικών ενώσεων και ιδίως της Ενώσεως Εισαγγελέων Ελλάδος, ενώ το ζήτηµα έχει συζητηθεί ευρέως και στο πλαίσιο των επιστηµονικών εκδηλώσεων της Εταιρείας ∆ικαστικών Μελετών, η οποία ενέκρινε την εισήγηση του, τότε Προέδρου Εφετών, µετέπειτα Αντιπροέδρου του ΑΠ Γεωργίου Βελλή, να ιδρυθεί στο Υπουργείο ∆ικαιοσύνης αυτοτελής υπηρεσία ∆Α, που θα στελεχώνεται από αστυνοµικούς, οι οποίοι θα έχουν τον χαρακτήρα και την υπηρεσιακή κατάσταση δικαστικών υπαλλήλων, κατά τους ορισµούς του άρθρου 92 παρ. 1-3 του Συντάγµατος. Μέσα στο κλίµα αυτό, ευνοϊκό για τη δηµιουργία ∆Α, εκδηλώθηκε σχετική νοµοθετική παρέµβαση. Ο Ν. 2145/1993 στο άρθρο 36 περιέλαβε διάταξη µε την οποία ετίθετο το θεµέλιο για την ίδρυση ∆Α. Ο νόµος διέγραφε µόνο τον σκοπό και τις αρµοδιότητες της ∆Α, κατά τα λοιπά δε και µάλιστα τόσο για την ίδρυσή της όσο και για την ρύθµιση διαφόρων θεµάτων σχετικών µε αυτή περιείχε νοµοθετική εξουσιοδότηση. Το προβλεπόµενο όµως Π.∆. δεν έχει ακόµα εκδοθεί. Τέλος, υπέρ της συστάσεως ∆Α τάχθηκαν και η Ολοµέλεια της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου µε την οµόφωνη υπ’ αριθµ. 3/2003 απόφασή της. Ούτως εχόντων των πραγµάτων, αργότερα, το φθινόπωρο του 2005, καταρτίστηκε από το Υπουργείο ∆ικαιοσύνης νοµοσχέδιο, το οποίο περιλαµβάνει πλήρη και λεπτοµερειακή ρύθµιση του θέµατος, στις γενικές γραµµές της οποίας θα αναφερθώ παρακάτω. Σηµειώνω µόνο ότι το νοµοσχέδιο αυτό είναι έργο δύο νοµοπαρασκευαστικών επιτροπών, των οποίων µέλος υπήρξε ο εκ των σηµερινών οµιλητών Καθηγητής κ. Κοτσαλής.
2. Επιχειρήµατα υπέρ και κατά της ιδρύσεως της ∆Α Η Αστυνοµία ασκεί καθήκοντα ανακριτικά (προκαταρκτική εξέταση ή προανάκριση), σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 251, 243, 33, 34 και 43, µε σκοπό τη «συλλογή και διατήρηση των αποδείξεων καθώς και για την εξασφάλιση των ιχνών του εγκλή18
µατος». Οποιοδήποτε αστυνοµικό όργανο µε ορισµένο βαθµό µπορεί να ασκεί καθήκοντα ανακριτικού υπαλλήλου, να ασκεί δηλαδή ουσιαστικά έργα αναγόµενα στην αρµοδιότητα της δικαιοσύνης, χωρίς όµως να µεταβάλλεται εξ’ αυτού η εν γένει υπηρεσιακή του κατάσταση. Εξακολουθεί να έχει τους ίδιους προϊσταµένους, όπως όλοι οι οµοιόβαθµοί του στο σώµα της ΕΛ.ΑΣ., κρίνεται από τα ίδια υπηρεσιακά συµβούλια και ελέγχεται από τα ίδια πειθαρχικά συµβούλια, όπως εκείνοι. Εποµένως, έχει τις ίδιες εξαρτήσεις από την Εκτελεστική Εξουσία, όπως και κάθε άλλο αστυνοµικό όργανο (βλ. Εισήγηση Γ. Βελλή στην Εταιρεία ∆ικαστικών Μελετών, Υπεράσπιση 1991, σ. 123 επ.). Αντίθετα, µε την ίδρυση Αστυνοµίας υπαγόµενης και ελεγχόµενης απευθείας από την ∆ικαστική Εξουσία τέτοιες εξαρτήσεις θα εκλείψουν, τα δε όργανά της θα εµποτισθούν βαθµιαίως µε το πνεύµα σεβασµού της νοµιµότητας που διέπει το δικαστικό σώµα. (βλ. το αναφερόµενο από τον Σ. Αλεξιάδη, Ανακριτική, 5η έκδ. 2003, σ. 124 υπόµνηµα της ∆ιεθνούς Εταιρίας Ποινικού ∆ικαίου προς την Κοινωνία των Εθνών). Περαιτέρω, όπως είναι γνωστό, οι αστυνοµικές αρχές βαρύνονται µε πλείστα όσα καθήκοντα, όπως η τήρηση της τάξεως, η αντιµετώπιση διαφόρων κινητοποιήσεων, η φρούρηση προσώπων και κτιρίων κλπ. Τούτο µάλιστα συµβαίνει ιδίως στα µεγάλα αστικά κέντρα, όπου η εγκληµατικότητα εκδηλώνεται εντονότερα. Έτσι, η εκτέλεση των προανακριτικών καθηκόντων τους, η εκτέλεση διαφόρων παραγγελιών και ενταλµάτων καθώς και η επίδοση κλήσεων έπεται και καθυστερεί, πράγµα που έχει ως συνέπεια την αναβολή των δικών, την παραγραφή ποινικών αδικηµάτων και τη µαταίωση εκτελέσεως των ποινικών αποφάσεων. Οι δυσµενείς αυτές συνέπειες για την ταχύτητα και την αποτελεσµατικότητα της απονοµής της ποινικής δικαιοσύνης µπορεί να αποφευχθούν µε την ίδρυση ∆Α, η οποία, ευρισκόµενη σε άµεση υπηρεσιακή και τοπική σχέση µε τους εισαγγελείς και τους ανακριτές, θα µπορούσε, απερίσπαστη, να βοηθήσει το έργο τους και να συντελέσει στην επίτευξη των σκοπών της ∆ικαιοσύνης (βλ. το
19
από 12-6-1987 υπόµνηµα της Ενώσεως Εισαγγελέων Ελλάδος προς τον Υπουργό ∆ικαιοσύνης). Αντιθέτως, οι επικριτές της λύσεως της ∆Α (βλ. για τις αντίθετες απόψεις Σ. Αλεξιάδη ανωτ. σελ. 124 επ.) προβάλλουν ότι αυτή είναι αντίθετη προς τη σύγχρονη ανάγκη και έννοια της αστυνοµίας. ∆ιότι η αστυνοµία είναι οργανισµός ενιαίος. Η αστυνοµία τάξεως και καταδιώξεως έχουν άρρηκτο δεσµό αµοιβαίας συνεργασίας, ώστε είναι αδιανόητο από τον ενιαίο αυτόν οργανισµό να αποσπασθεί η αστυνοµία καταδιώξεως. Οι δισταγµοί για τη δηµιουργία ιδιαίτερης δικαστικής αστυνοµίας ή αστυνοµίας καταδιώξεως είναι µάλιστα ισχυρότεροι, ιδιαίτερα σε κράτη, των οποίων οι αστυνοµικές υπηρεσίες έχουν αποκτήσει φήµη (π.χ. Scotland Yard). Από την αντιπαράθεση των επιχειρηµάτων νοµίζω ότι γίνεται σαφές ότι τα υπέρ του θεσµού της ∆Α επιχειρήµατα, ήτοι η διασφάλιση ανεξαρτησίας και αντικειµενικότητας δράσεως των αστυνοµικών οργάνων που επικουρούν το έργο της ∆ικαιοσύνης, η αµεσότητα εµπλοκής τους και η αγαθή επίδραση στην επιτάχυνση της απονοµής της δικαιοσύνης είναι ουσιαστικότερα και σηµαντικότερα σε σχέση µε τα αντεπιχειρήµατα που ανάγονται µάλλον σε οργανωτικής φύσεως αντιρρήσεις. Πάντως και αυτά είναι άξια προσοχής. Γι’ αυτό µια αλλαγή του ισχύοντος καθεστώτος πρέπει να γίνει µε περίσκεψη και φειδώ. ΙΙΙ. Υπάρχουσα νοµοθετική ρύθµιση. Σχέδιο νόµου «Για τη σύσταση ∆ικαστικής Αστυνοµίας»
Την συνετή µέση λύση αποτελούν νοµίζω το ήδη ψηφισµένο από τη Βουλή νοµοθετικό πλαίσιο του άρθρου 36 του Ν. 2145/1993 για την ίδρυση και λειτουργία της ∆Α, η οποία όµως δεν έχει ακόµη υλοποιηθεί λόγω µη εκδόσεως των προβλεποµένων προεδρικών διαταγµάτων, καθώς και το ολοκληρωµένο πλέον, αλλά της ίδιας εµπνεύσεως, σχέδιο νόµου, στο οποίο ως
20
νεότερο και αρτιότερο θα αναφέροµαι στη συνέχεια. Οι βασικότερες προβλέψεις του εν λόγω σχεδίου νόµου είναι οι εξής: 1. Ιδρύεται στις Εισαγγελίες υπηρεσία ∆Α, η οποία τελεί υπό την άµεση διεύθυνση του οικείου Εισαγγελέα και υπάγεται στο Υπουργείο ∆ικαιοσύνης (άρθρα 1, 7). 2. Σκοπός της ∆Α είναι η υποβοήθηση του Εισαγγελέα στην εκτέλεση των καθηκόντων του (άρθρο 2 § 1). 3. Οι αρµοδιότητες της ∆Α είναι (άρθρο 2 § 2): α) η διενέργεια συµπληρωµατικής προανάκρισης ή προκαταρκτικής εξέτασης µετά την υποβολή της σχετικής δικογραφίας στον Εισαγγελέα, β) η βεβαίωση αξιόποινων πράξεων, γ) η σύλληψη του δράστη στην περίπτωση αυτοφώρου εγκλήµατος, δ) η επίδοση ποινικών δικογράφων, ε) η εκτέλεση ποινικών αποφάσεων, ενταλµάτων συλλήψεως, προσωρινής κράτησης και βίαιης προσαγωγής, στ) η ευταξία των δικαστικών συνεδριάσεων, ζ) η ασφαλής µεταγωγή των κρατουµένων στα δικαστήρια όπου καλούνται ή στους ανακριτές ή στους προανακριτικούς υπαλλήλους για ανάκριση, η) η συνεργασία µε τις ξένες δικαστικές ή αστυνοµικές αρχές και η διεκπεραίωση αιτηµάτων δικαστικής συνδροµής των ως άνω αρχών, θ) κάθε άλλη διαδικαστική πράξη της ποινικής διαδικασίας που θα της ανατεθεί από τον αρµόδιο Εισαγγελέα. 4. ∆εν θίγονται οι αρµοδιότητες της ΕΛ.ΑΣ. και των λοιπών ∆ιωκτικών Αρχών καθώς και η σχέση τους µε τις Εισαγγελικές Αρχές (άρθρο 2 § 4). 5. Ο ∆ιευθύνων την οικεία Εισαγγελία Πρωτοδικών προΐσταται όλων των επί µέρους υπηρεσιών της ∆Α, ο
21
δε Εισαγγελέας Εφετών ασκεί την εποπτεία και τα καθήκοντα επιθεώρησης (άρθρο 7). 6. Το αστυνοµικό προσωπικό της ∆Α υπάγεται στις διατάξεις του Ν. 2683/1999 περί κυρώσεως του Κώδικα Κατάστασης ∆ηµοσίων, Πολιτικών, ∆ιοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.∆.∆. οι διατάξεις του οποίου εφαρµόζονται, εφόσον δεν έρχονται σε αντίθεση µε τις διατάξεις του νόµου αυτού (άρθρο 9). 7. Στο σχέδιο νόµου περιέχονται ειδικές διατάξεις για το πειθαρχικό δίκαιο και την επιθεώρηση του προσωπικού της ∆Α (άρθρα 10 έως και 14 και 7 και 17 αντιστοίχως). 8. Ορίζεται (άρθρο 8 § 3) ότι µε κοινή απόφαση του Υπουργού ∆ικαιοσύνης και του αρµοδίου, κατά περίπτωση Υπουργού, µπορεί, ύστερα από αίτηση του αρµοδίου Εισαγγελέα, να αποσπάται στην Υπηρεσία της ∆ικαστικής Αστυνοµίας για χρονικό διάστηµα δύο ετών προσωπικό του ευρύτερου ∆ηµόσιου Τοµέα, προκειµένου να βοηθά το έργο της, είτε µε την ιδιότητα του προανακριτικού υπαλλήλου, αν έχει την ιδιότητα αυτή βάσει της κειµένης νοµοθεσίας, είτε µε την ιδιότητα του πραγµατογνώµονα. Η απόσπαση µπορεί να ανανεωθεί µία µόνο φορά και για ίσο χρονικό διάστηµα ύστερα από πρόταση του αρµόδιου εισαγγελέα. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι µε βάση το σχέδιο νόµου δηµιουργείται ειδική ∆Α προς υποβοήθηση του έργου του Εισαγγελέα, στον οποίο και υπάγεται αµέσως, χωρίς όµως να διασπάται η κοινή Αστυνοµία (ΕΛ.ΑΣ), αφού οι αρµοδιότητες αυτής και των βαθµοφόρων της που έχουν την ιδιότητα του ανακριτικού υπαλλήλου δεν καταργούνται. Ιδρύεται εποµένως µια παράλληλη αρµοδιότητα. Ο Εισαγγελέας, κατά την άσκηση των αρµοδιοτήτων του όσον αφορά τη διεύθυνση της προκαταρκτικής εξετάσεως και της προανακρίσεως ή την εκτέλεση ενταλµάτων ή αποφάσεων ποινικών δικαστηρίων, µπορεί είτε να χρησιµοποιεί για τη διενέργεια συγκεκριµένων ανακριτικών πράξεων την άµεσα ελεγχόµενη
22
από αυτόν ∆Α, όταν θέλει να έχει αµεσότερα και ταχύτερα αποτελέσµατα, είτε να απευθύνεται δίνοντας σχετικές παραγγελίες στις κοινές αστυνοµικές αρχές, οσάκις κρίνει για παράδειγµα ότι έχει ανάγκη από τις οργανωµένες υπηρεσίες τους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο Εισαγγελέας µπορεί, κατά την εκτίµησή του, σε κάθε συγκεκριµένη περίπτωση να επωφελείται τόσο από την αµεσότητα και την ταχύτητα δράσεως καθώς και την αξιοπιστία της ∆Α, όσο και από τα οργανωτικά πλεονεκτήµατα και τα πλεονεκτήµατα κλίµακος και µέσων που προσφέρει η υπάρχουσα δοµή της κοινής Αστυνοµίας, µε την όποια παράδοση αυτή διαθέτει. Εξάλλου, το µικτό αυτό σύστηµα των παραλλήλων αρµοδιοτήτων αναµένεται, όπως σηµειώνεται στην 3/2003 απόφαση της Ολοµέλειας της Εισαγγελίας του ΑΠ, να έχει το αγαθό αποτέλεσµα της δραστηριοποιήσεως των κοινών αστυνοµικών αρχών, λόγω του πνεύµατος άµιλλας που µπορεί να αναπτυχθεί µεταξύ των δύο αστυνοµικών σωµάτων. Τελειώνω µε δύο ή τρεις σύντοµες παρατηρήσεις επί του νοµοσχεδίου. Πρώτον ως προς το υπηρεσιακό καθεστώς του προσωπικού της ∆Α, το σχέδιο νόµου παραπέµπει, κατά τρόπο γενικό, στον Κώδικα Κατάστασης ∆ηµοσίων, Πολιτικών, ∆ιοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων ΝΠ∆∆. Πέραν των προβληµάτων που µπορεί να προκαλέσει η αόριστη αυτή αναφορά, νοµίζω ότι, ειδικά στο θέµα των προαγωγών και λοιπών υπηρεσιακών µεταβολών, ενδείκνυται η ανάλογη εφαρµογή των διατάξεων που ισχύουν για τους υπαλλήλους της γραµµατείας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών ή η πρόβλεψη αναλόγου εµπνεύσεως ειδικού καθεστώτος. Η λύση αυτή θα εναρµονιζόταν περισσότερο µε τις προβλέψεις για το πειθαρχικό δίκαιο του προσωπικού της ∆Α, αλλά και το όλο πνεύµα του νοµοσχεδίου. ∆εύτερον η πολύ χρήσιµη πρόβλεψη για απόσπαση στην Υπηρεσία της ∆ικαστικής Αστυνοµίας εξειδικευµένου προσωπικού του ευρύτερου δηµόσιου τοµέα θα έπρεπε ίσως να συνοδευτεί µε την κατ’ αρχήν σε κάθε περίπτωση απονοµή σε αυτό της ιδιότητας του προανακριτικού υπαλλήλου, έστω και αν δεν την έχει προ της
23
αποσπάσεώς του. Τέλος, κρίνεται απαραίτητο να ορισθεί ρητώς ότι η ∆Α και οι αποσπώµενοι εξειδικευµένοι υπάλληλοι θα µπορούν επίσης να υποστηρίζουν και το έργο των τακτικών ανακριτών. Ο θεσµός της ∆ικαστικής Αστυνοµίας είναι πολύ χρήσιµος και είναι καιρός να εφαρµοσθεί και στην Ελλάδα µε τη µορφή, σε γενικές γραµµές, που προβλέπει το νοµοσχέδιο. Σίλα Αλεξίου: Ευχαριστούµε τον κ. Τέντε. Και τώρα ο Πρόεδρος της Εταιρείας ∆ικαστικών Μελετών κ. Χαµηλοθώρης θα πάρει τον λόγο. Ιωάννης Χαµηλοθώρης, Πρόεδρος Εφετών, Πρόεδρος της Εταιρείας ∆ικαστικών Μελετών
1. Όπως ξέρουµε, στους γενικούς και ειδικούς προανακριτικούς υπαλλήλους που, σύµφωνα µε τα άρθρα 33 και 34 του ΚΠ∆, µπορούν να ενεργούν προκαταρκτική εξέταση και προανάκριση στο πλαίσιο της προδικασίας της ποινικής δίκης, εντάσσονται και οι αστυνοµικοί (από ένα ορισµένο βαθµό και πάνω). Τα ανακριτικά καθήκοντα (προκαταρκτικής εξέτασης και προανάκρισης) των ανακριτικών υπαλλήλων, δηλαδή µεταξύ άλλων και των αστυνοµικών, προσδιορίζονται ειδικότερα από το άρθρο 251 του ΚΠ∆, στο οποίο επισηµαίνεται ότι ο ανακριτής και οι ανακριτικοί υπάλληλοι «…ενεργούν οτιδήποτε είναι αναγκαίο για τη συλλογή και διατήρηση των αποδείξεων, καθώς και για την εξασφάλιση των ιχνών του εγκλήµατος». Ενεργώντας έτσι η αστυνοµία, γίνεται φανερό ότι αναπτύσσει τη δραστηριότητά της στο πεδίο καταστολής του εγκλήµατος και, παρεµβαλλόµενη στο στάδιο της προδικασίας της ποινικής δίκης, διευκολύνει το έργο των δικαστικών αρχών (εισαγγελικών, ανακριτικών, δικαστηρίου) µε τη συγκέντρωση και διατήρηση του
24
κρίσιµου αποδεικτικού υλικού. Συντείνει, δηλαδή, η άσκηση της δραστηριότητας αυτής της αστυνοµίας στην πληρέστερη και ασφαλέστερη άσκηση του δικαιοδοτικού έργου των ποινικών δικαστηρίων. Από την άποψη αυτή, από λειτουργική δηλαδή άποψη, µπορεί να ειπωθεί ότι η αστυνοµία ενεργεί ως δικαστική αστυνοµία, είναι, µε άλλα λόγια, δικαστική αστυνοµία. Όργανα της δικαστικής αυτής αστυνοµίας είναι οι γενικοί και ειδικοί αστυνοµικοί ανακριτικοί υπάλληλοι που προβλέπονται από τα άρθρα 33 και 34 του ΚΠ∆. 2. Εκτός όµως από την αστυνοµία αυτή έχουµε, από λειτουργική πάντοτε άποψη, και τη διοικητική αστυνοµία. Η αστυνοµία αυτή, πέρα από την άσκηση καθαρώς διοικητικών καθηκόντων έχει ως έργο την πρόληψη του εγκλήµατος. Όπως γίνεται φανερό, η αστυνοµία αυτή κινείται και ενεργεί έξω από τη σφαίρα της ποινικής δικαιοδοσίας (σε ένα προστάδιο πριν εισέλθουµε στη σφαίρα της ποινικής δικαιοδοσίας). 3. Αυτά από λειτουργική άποψη. Από οργανική άποψη, που είναι και το κρίσιµο ζήτηµα, δεν υπάρχει καµιά διάκριση µεταξύ διοικητικής και δικαστικής αστυνοµίας, αφού οι αντίστοιχες αρµοδιότητες δεν ασκούνται από ιδιαίτερη, οργανικά αυτοτελή υπηρεσία. Οποιοσδήποτε αστυνοµικός, που φέρει ορισµένο βαθµό, µπορεί να ασκήσει καθήκοντα ανακριτικού υπαλλήλου, χωρίς το γεγονός αυτό να επηρεάζει την εν γένει υπηρεσιακή του κατάσταση. Με άλλα λόγια οι αστυνοµικοί που εκπληρώνουν καθήκοντα ανακριτικού υπαλλήλου, δηλαδή καθήκοντα ουσιαστικά δικαστικής αστυνοµίας, βρίσκονται οργανικά συναρθρωµένοι στο εντεταγµένο στην εκτελεστική εξουσία αστυνοµικό σώµα και έχουν τις ίδιες εξαρτήσεις από την εξουσία αυτή, όπως και κάθε άλλο αστυνοµικό όργανο. 4. Μολονότι οι αστυνοµικοί ανακριτικοί υπάλληλοι εξυπηρετούν κατ’ εξοχήν το έργο της δικαστικής λειτουργίας, ο σύνδεσµος
25
αυτών µε το χώρο της δικαιοσύνης και πρωτίστως µε τις δικαστικές αρχές (εισαγγελέα, ανακριτή, δικαστικά συµβούλια, δικαστήρια) παραµένει ιδιαίτερα χαλαρός. Ειδικότερα οι σχέσεις των ανακριτικών υπαλλήλων της αστυνοµίας µε τις δικαστικές αρχές οριοθετούνται από το άρθρο 18 παρ.1 του ν. 1481/1984 (Οργανισµός του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη), το οποίο παραπέµπει στον Οργανισµό των ∆ικαστηρίων και στον ΚΠ∆, από το άρθρο 9 του Οργανισµού των ∆ικαστηρίων (σχέσεις δικαστικών και αστυνοµικών αρχών) και από το άρθρο 13 του ΚΠ∆ (σχέσεις της εισαγγελίας και των δικαστηρίων µε άλλες αρχές). Αξίζει να επισηµάνουµε από τις διατάξεις αυτές, τις προβλέψεις του άρθρου 9, σύµφωνα µε τις οποίες η υπαίτια παράβαση της υποχρέωσης των αστυνοµικών οργάνων να εκτελούν αµέσως και απροφασίστως τις παραγγελίες των δικαστικών αρχών συνιστά πειθαρχικό αδίκηµα, ότι ο εισαγγελέας του τόπου της υπηρεσίας του αστυνοµικού ενεργεί στην προηγούµενη περίπτωση τις αναγκαίες πράξεις για τη βεβαίωση του αδικήµατος και ασκεί την πειθαρχική δίωξη και ότι πειθαρχική δικαιοδοσία ασκούν τα συµβούλια πληµµελειοδικών και εφετών σε πρώτο και δεύτερο βαθµό αντίστοιχα. Θα πρέπει ακόµη να αναφέρουµε τις διατάξεις του άρθρου 249 παρ. 2 και 3 ΚΠ∆, οι οποίες ρυθµίζουν τις σχέσεις των ανακριτικών υπαλλήλων µε τον ανακριτή και επιτρέπουν στον τελευταίο να προστρέξει στη βοήθεια των ανακριτικών υπαλλήλων, µόνο όµως όταν πρόκειται να ενεργηθούν ανακριτικές πράξεις εκτός της έδρας ή της περιφέρειάς του. Αν πρόκειται για ανακριτικές πράξεις στην έδρα του ανακριτή, µπορεί αυτός να τις αναθέσει σε ανακριτικό υπάλληλο, εφόσον συντρέχει εξαιρετική περίπτωση και ειδοποιήσει ταυτόχρονα τον οικείο εισαγγελέα εφετών. 5. Οι πενιχρές αυτές διατάξεις δεν είναι βέβαια ικανές, όπως γίνεται φανερό, να προσδώσουν τον αναγκαίο οργανικό σύνδεσµο µεταξύ δικαστικών αρχών και αστυνοµικών ανακριτικών
26
υπαλλήλων. Είναι επιτακτική λοιπόν η ανάγκη της αναδιοργάνωσης της δικαστικής αστυνοµίας και της ίδρυσης ενός ξεχωριστού σώµατος δικαστικής αστυνοµίας, οργανικά συναρθρωµένου µε τη δικαστική λειτουργία, στην οποία και φυσιολογικά ανήκει, εφόσον το έργο αυτής καίρια υποβοηθεί. Η ανάγκη αυτή καθίσταται επιτακτικότερη, αν αναλογιστούµε τη σύνθετη και πολύπλοκη µορφή που έχει πλέον πάρει η σύγχρονη εγκληµατικότητα, η οποία επιβάλλει τον εµπλουτισµό της δικαστικής αστυνοµίας µε ειδικούς εµπειρογνώµονες και τεχνικά µέσα. 6. Το θέµα είχε απασχολήσει παλαιότερα (1990) την Εταιρία ∆ικαστικών Μελετών. Είχε τότε διατυπώσει, µε εισήγηση του Προέδρου Εφετών και µετέπειτα Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βελλή, κάποιες θέσεις και προτάσεις, οι οποίες εξακολουθούν να παραµένουν επίκαιρες και για το λόγο αυτό αξίζει να τις αναφέρουµε συνοπτικά: Α) Ίδρυση σε ορισµένες µεγάλες πόλεις (κυρίως σε έδρες εφετείων) ειδικών τµηµάτων δικαστικής αστυνοµίας, στελεχωµένων µε αστυνοµικούς ειδικευµένους στη δίωξη του εγκλήµατος. Τα τµήµατα αυτά πρέπει να τελούν υπό την άµεση διεύθυνση του εισαγγελέα πληµµελειοδικών και τη συναφή εποπτεία του εισαγγελέα εφετών. Όταν ο εισαγγελέας κρίνει ότι η επικείµενη κύρια ανάκριση έχει ανάγκη υποβοήθησης από παράλληλη αστυνοµική έρευνα, µε την πράξη της παραγγελίας προς τον ανακριτή θα θέτει στη διάθεση του τελευταίου ένα ή περισσότερα της δικαστικής αστυνοµίας, τα οποία εφεξής θα ενεργούν υπό την εποπτεία και τις οδηγίες του ανακριτή. Ο εισαγγελέας θα υποχρεούται να διαθέτει τους προαναφερόµενους αστυνοµικούς, αν το ζητήσει ο ανακριτής σε οποιαδήποτε φάση της ανάκρισης. Κατά το χρόνο της θητείας τους στη δικαστική αστυνοµία τα αστυνοµικά όργανα θα τελούν σε σχέση υπηρεσιακής και πειθαρ27
χικής εξάρτησης µόνο προς τη δικαστική αρχή. Ειδικότερα, για την ικανότητα και τις επιδόσεις τους θα συντάσσονται εκθέσεις από τον εισαγγελέα πρωτοδικών (ύστερα από γνώµη του ανακριτή) για τους κατώτερους βαθµούς και από τον εισαγγελέα εφετών για τους ανώτερους βαθµούς. Τις προαγωγές και κάθε άλλη υπηρεσιακή µεταβολή θα ενεργούν τα δικαστικά συµβούλια κατ’ αναλογία των ισχυόντων για τους υπαλλήλους της γραµµατείας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών (άρθρ. 92 του Σ.). Β) Ως εναλλακτική πρόταση, ίδρυση αυτοτελούς υπηρεσίας δικαστικής αστυνοµίας, που θα υπάγεται στο Υπουργείο ∆ικαιοσύνης και θα στελεχώνεται από αστυνοµικούς που θα έχουν το χαρακτήρα και την υπηρεσιακή κατάσταση δικαστικών υπαλλήλων κατά τους ορισµούς του άρθρου 92 παρ. 1-3 του Συντάγµατος, µε ιδιαίτερη επιλογή, ειδική εκπαίδευση σε αστυνοµικές σχολές στην Ελλάδα και το εξωτερικό, ειδική επιµόρφωση στο Κέντρο Σπουδών (ήδη Σχολή ∆ικαστών) και µε αυτοτελή βαθµολογική εξέλιξη. Ως προς τη λειτουργική σχέση τους µε την εισαγγελία και τον ανακριτή ισχύουν όσα εκτέθηκαν στην πρώτη πρόταση. Γ) Έως ότου συσταθεί υπηρεσία δικαστικής αστυνοµίας µε κάποια από τις προαναφερόµενες µορφές, µπορεί να αναµορφωθεί η ρύθµιση του άρθρου 249 του ΚΠ∆, έτσι ώστε να παρασχεθεί στον ανακριτή, α) η εξουσία να χρησιµοποιεί τις υπηρεσίες οποιωνδήποτε ανακριτικών υπαλλήλων για τις ανάγκες της ανάκρισης και β) η δυνατότητα να ζητεί τη διάθεση την απόσπαση στο ανακριτικό γραφείο ενός ή περισσότερων αστυνοµικών οργάνων, η συνδροµή των οποίων κρίνεται απαραίτητη ή χρήσιµη για τη διεξαγωγή της ανάκρισης σε ορισµένες υποθέσεις ειδικού χαρακτήρα. Οι προτάσεις αυτές της Εταιρίας ∆ικαστικών Μελετών εξακολουθούν, όπως είπα, να διατηρούν, παρά την αναπόφευκτη σκόνη του χρόνου, την επικαιρότητά τους, και µπορούν να αποτελέσουν τον πυρήνα για τη δηµιουργία ενός σύγχρονου σώµατος ή, αν θέλετε, υπηρεσίας δικαστικής αστυνοµίας, που θα ανταπο28
κρίνεται στις ανάγκες των καιρών. Σίλα Αλεξίου: Ευχαριστούµε τον κ. Χαµηλοθώρη. Και τώρα ο ∆ικηγόρος, κ. Βασίλης ∆ηµακόπουλος και µέλος του ∆.Σ. της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων. Βασίλης ∆ηµακόπουλος, ∆ικηγόρος, Μέλος του ∆.Σ. της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων
Κυρίες και Κύριοι ∆ικαστικοί και Εισαγγελικοί Λειτουργοί, Κύριοι Καθηγητές της Νοµικής Σχολής, Κύριε Πρόεδρε του ∆ικηγορικού Συλλόγου, Κυρίες και Κύριοι συνάδελφοι, Η ιστορική αναδροµή υπήρξε πλέον ή πλήρης, όπως και η αναφορά στις προβλέψεις για την σύσταση ∆ικαστική Αστυνοµίας. Οµοίως αναλυτική αναφορά έγινε στο σχέδιο νόµου του έτους 2005 και στα επιχειρήµατα υπέρ και κατά της ίδρυσης ∆ικαστικής Αστυνοµίας. Θα µου συγχωρήσει ο κ. Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου να αναφερθώ, πλέον των επιχειρηµάτων που ανέπτυξε, στους λόγους για τους οποίους µέχρι σήµερα η προσπάθεια εξαντλήθηκε στο επίπεδο νοµοθετικής απόπειρας. Ο πρώτος λόγος είναι η άρνηση ή τουλάχιστον η απροθυµία του Υπουργείου ∆ηµόσιας Τάξης, να στέρξει στην ίδρυση δικαστικής Αστυνοµίας για να µην αποστερηθεί του κυρίου έργου της η υπάρχουσα Αστυνοµία, από το οποίο αντλεί το κύρος του και νοµιµοποιείται η ύπαρξή του. Και αφορά όχι συγκεκριµένο Υπουργό, αλλά διαχρονικώς διάφορους. Ο δεύτερος λόγος είναι οικονοµικός. Η σύσταση ενός καινούργιου σώµατος που για την αντιµετώπιση της σύγχρονης µορφής εγκληµατικότητας, απαιτείται να συγκροτηθεί από πρόσωπα µε εξειδικευµένες γνώσεις υψηλού επιπέδου -άρα και ικανοποιη29
τικές αποδοχές- προϋποθέτει σηµαντικότατη δαπάνη. Η τελευταία προσαυξάνεται από την ανάγκη κτιριακών εγκαταστάσεων σε πολλές πόλεις της χώρας, όπου η έδρα Εφετείου και την όµοια δηµιουργίας σύγχρονων εργαστηρίων επανδρωµένων µε επιστηµονικό προσωπικό υψηλής κατάρτισης. Παρά την διαγνωσµένη ανάγκη παροχής βοήθειας στα εισαγγελικά και ανακριτικά έργα από πρόσωπα µε εξειδικευµένες γνώσεις, η δαπάνη που απαιτείται είναι µεγάλη. Υπό τις σηµερινές µάλιστα οικονοµικές συνθήκες, υπό τις οποίες συζητείται, ως αναγκαιότητα, η µείωση µισθών ή διατυπώνονται ερωτηµατικά και επιφυλάξεις για την δυνατότητα καταβολής των συντάξεων, θεωρώ εξαιρετικά δύσκολο να συσταθεί δικαστική αστυνοµία. Για να έχουµε την επάρκεια πληροφόρησης, ώστε να διατυπώνεται ορθότερα η γνώµη µας θα επιχειρήσω σύντοµη συγκριτική επισκόπηση του αλλοδαπού δικαίου. Από τις ευρωπαϊκές χώρες µόνον η Πορτογαλία και η Ιταλία διαθέτουν αυτόνοµη ∆ικαστική Αστυνοµία, εξαρτώµενη δηλαδή ευθέως επιχειρησιακά και υπηρεσιακά µόνο από τις αρµόδιες δικαστικές αρχές. Αντίθετα, στις υπόλοιπες χώρες, όπως η Γαλλία, το Βέλγιο, η Γερµανία και η Ισπανία υφίσταται ∆ικαστική Αστυνοµία ως ειδικό σώµα µε την έννοια της ανάθεσης προανακριτικών καθηκόντων σε αστυνοµικές αρχές, παρόµοιες µε αυτές της ισχύουσας Ελληνικής Νοµοθεσίας. Ειδικότερα, στη Γαλλία υπάγεται υπηρεσιακά στον Υπουργό Εσωτερικών και αποτελεί ξεχωριστή ∆ιεύθυνση της Αστυνοµίας. Τελεί δε υπό την εποπτεία του Εισαγγελέα (βλ. άρθ. 12 και επ. γαλλΚΠ∆), εκτελώντας τις διαταγές των δικαστικών αρχών. Έτσι, έχει ως αποστολή την βεβαίωση των εγκληµάτων, τη συγκέντρωση των αποδεικτικών µέσων και την αναζήτηση των δραστών. Εκτελεί δε τις αποφάσεις-διατάξεις του ανακριτή. Μάλιστα, στην υπόθεση Olivier Foll της 26-2-1997 (αµετάκλητη απόφαση µετά από απόρριψη σχετικής αίτησης αναίρεσης) κρίθηκε ότι οι αξιωµατούχοι της αστυνοµίας που αρνήθηκαν να διενεργήσουν κατ’ οίκον έρευνα στην κατοικία του ∆ηµάρχου του Παρισίου, λόγω
30
του ότι τους απαγόρευσε ο προϊστάµενος - ∆ιευθυντής της ∆ικαστικής Αστυνοµίας, κακώς δεν υπάκουσαν στην εντολή του ανακριτή, και ο ∆ιευθυντής τους τέθηκε σε εξάµηνη διαθεσιµότητα (κατ’ άρθ. 227 γαλλΚΠ∆). Στην Ισπανία οµοίως υπάγεται η ∆ικαστική Αστυνοµία, επιχειρησιακώς µεν στην εξουσία των δικαστικών αρχών, υπηρεσιακώς δε στο Υπουργείο Εσωτερικών ως ξεχωριστή ∆ιεύθυνση της Αστυνοµίας. Η θέση της αστυνοµίας στη Γερµανία παρουσιάζει ιδιαίτερες οµοιότητες µε την αντίστοιχή της στην Ελλάδα. Έτσι, αποτελεί βοηθητικό όργανο της εισαγγελικής αρχής, υπό την εποπτεία της οποίας βρίσκεται. Η τελευταία, άλλωστε, είναι η κυρία υπεύθυνη της διερευνητικής - ανακριτικής διαδικασίας. Η αστυνοµία, βέβαια, µπορεί να διερευνά αυτόνοµα αξιόποινες πράξεις όταν υπάρχουν ενδείξεις για την τέλεσή τους, κατά το άρθ. 163 παρ. 1 γερµΚΠ∆, οπότε όµως οφείλει να διαβιβάζει χωρίς καθυστέρηση τη σχετική δικογραφία στην εισαγγελική αρχή. Σίλα Αλεξίου: Φθάσαµε στο τέλος των εισηγήσεων. Ο κ. Καρράς θα ήθελε να κάνει µια παρέµβαση. Να τον ακούσουµε. Παρέµβαση κ. Αργύρη Καρρά, Οµότιµου καθηγητή Νοµικής Σχολής Αθηνών:
Ζητώ συγγνώµη που σας ενοχλώ αλλά επειδή έγινε αναφορά στη ρύθµιση του νόµου 2145 και του άρθρου 36 που ίδρυσε στη χώρα µας ∆ικαστική Αστυνοµία, διότι πράγµατι έχει ιδρυθεί ∆ικαστική Αστυνοµία, ανεξάρτητα από το αν λειτούργησε λόγω της µη έκδοσης Προεδρικού ∆ιατάγµατος και επειδή ήµουν τότε Γραµµατέας του Υπουργείου ∆ικαιοσύνης και επειδή ήµουν πεπεισµένος επιστηµονικά για τη σηµασία και την αξία της ίδρυσης της ∆ικαστικής Αστυνοµίας, συνέταξα αυτή τη διάταξη (και άλλες πολλές δια31
τάξεις του αρ. 36, οι οποίες συνετάχθησαν από µένα), ήθελα να δώσω µερικές εξηγήσεις, επειδή ελέχθησαν µερικά πράγµατα, του τι ακριβώς συνέβη. Πράγµατι προηγήθηκε µια µακρά και έντονη συζήτηση µε το Υπουργείο ∆ηµόσιας Τάξης. Η αντίδραση ήταν µη δυνάµενη να µπορέσει το Υπουργείο ∆ικαιοσύνης να την ξεπεράσει. Τέθηκε ακόµη υπόψην και του τότε Πρωθυπουργού, συνέστησε µια λύση ενδιάµεση και µε αυτή την έννοια σκέφθηκα τη λύση του Προεδρικού ∆ιατάγµατος µε την ελπίδα ότι στη συνέχεια θα µπορούσε να προχωρήσει η έκδοση Π.∆. Παράλληλα όµως προσπαθώντας να δώσω άµεση λύση έδωσα και τις προαναφερθείσες διατάξεις µε κοινές υπουργικές αποφάσεις, τουλάχιστον στις τρεις µεγάλες εισαγγελίες της χώρας, θεώρησαν ότι είναι πολύ πιο εύκολη η έκδοση κοινών υπουργικών αποφάσεων και να αποσπώνται ιδίως στην Εισαγγελία των Πρωτοδικών Αθηνών ειδικοί επιστήµονες και υπάλληλοι από όλα τα Υπουργεία χηµικοί, ιατροί, φαρµακοποιοί κτλ. - η διάταξη είναι ιδιαίτερα ευρεία. Στη συνέχεια έληξε η θητεία της κυβέρνησης - και εφεξής, από το 1993 µέχρι το 2004, ουδείς ασχολήθηκε µε αυτό το θέµα. Προσωπικά το µόνο το οποίο µπορούσα να κάνω το οποίο και έκανα είναι ότι απευθυνόµουνα σε κάθε Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών µόλις αναλάµβανε, του θύµιζα τη διάταξη για την έκδοση ΚΥΑ και την επεσήµανα και έλεγα γιατί δεν ζητάτε την έκδοση αυτής της απόφασης. Ουδείς προϊστάµενος ανταποκρίθηκε µέχρι σήµερα, τουλάχιστον όσο εγώ ασχολήθηκα, διότι µετά έπαυσα να ασχολούµαι. Το 2004 µε την καινούρια κυβέρνηση τέθηκε πάλι το θέµα και υπενθύµισα στον κ. Παπαληγούρα το θέµα της διάταξης. Θεώρησε προτιµότερο να συστήσει νοµοπαρασκευαστική επιτροπή για τη σύνταξη ενός καινούργιου νόµου. Παρά τις όποιες αντιρρήσεις είχα δέχθηκα µε την προσδοκία, ότι µε µια κοινή επιτροπή στην οποία θα συµµετείχαν και εκπρόσωποι του Υπουργείου ∆ηµοσίας Τάξεως θα ήταν εφικτό να ξεπε32
ραστούν οι υπάρχουσες αντιρρήσεις και να οδηγηθούµε επιτέλους στην ίδρυση ∆ικαστικής Αστυνοµίας. Πράγµατι καταρτίστηκε το νοµοσχέδιο. Βεβαίως µε την µορφή αυτή που σας είπα, της διπλής - παράλληλης απασχόλησης – κατά την άποψή µου - η διάταξη του άρθρου 36 προβλέπει σε χωριστή ∆ικαστική Αστυνοµία - που προσωπικά πιστεύω ότι είναι η µόνη σωστή λύση. Οι παράλληλες αρµοδιότητες θα δηµιουργήσουν συγχύσεις αν ποτέ γίνουν. Και πάλι όµως ακόµη και σε αυτή την εναλλακτική διπλή λύση, οι αντιδράσεις των αξιωµατικών της ΕΛ.ΑΣ. ήταν πάρα πολύ έντονες. Το επιχείρηµα - το είπε ο κ. ∆ηµακόπουλος είναι πολύ σοβαρό. Λέει η Αστυνοµία ότι εµείς έχουµε την ευθύνη για την καταπολέµηση του εγκλήµατος - αν µας θέσετε υπό την εποπτεία ενός Εισαγγελέα δεν θα µπορούµε να κάνουµε την αποστολή µας. Και έχω την αίσθηση ότι δεν θα βρεθεί Υπουργός ∆ηµόσιας Τάξης ο οποίος θα συµφωνήσει ποτέ στην ίδρυση ∆ικαστικής Αστυνοµίας. Αυτή είναι η πραγµατικότητα. Σχεδόν ποτέ γιατί στο µέλλον µπορεί να υπάρξει διαφοροποίηση. Η τελευταία λύση, ίσως είναι η συγχώνευση των Υπουργείων ∆ικαιοσύνης και ∆ηµόσιας Τάξης και για πολλούς άλλους λόγους. Τώρα που πήρε και το όνοµα Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη ίσως είναι και πιο εύκολο µε την έννοια της προστασίας των θεµελιωδών δικαιωµάτων - αλλά πρέπει να έχει και µια ουσιαστική σηµασία. Αυτές τις σκέψεις ήθελα να πω. Ήθελα να προσθέσω ότι και για µένα υπήρχε µια πρόσφατη ενηµέρωση. Ψάχνοντας στα βιβλία µου και στα χαρτιά µου, όταν ξαναγύρισα στα πραγµατικά καθήκοντά µου, βρήκα µια οµιλία, του αείµνηστου Κωνσταντίνου Τσουκαλά στο ∆.Σ.Α εν έτι 1929 που συνιστούσε την ίδρυση της ∆ικαστικής Αστυνοµίας. 80 χρόνια µετά στην αίθουσα του ∆.Σ.Α και πιστεύω ότι είναι συµβολικό να συζητούµε ακόµα για την ίδρυση ∆ικαστικής Αστυνοµίας. Είθε ο Θεός να δώσει και να δηµιουργηθεί.
33
Σίλα Αλεξίου: Ευχαριστούµε τον κ. Καρρά. Όλοι οι οµιλητές τελικά συµφωνούν. Ο κ. Κανελλόπουλος, Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου, θα ανέβει στο βήµα. Παρέµβαση κ. ∆ηµήτρη Κανελλόπουλου, Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου.
Έθεσε µερικά πρακτικά θέµατα ο κ. ∆ηµακόπουλος. Εν πάσει περιπτώσει όµως έχουµε ένα νοµοσχέδιο, ένα σχέδιο νόµου για το οποίο µίλησε ο κύριος Καθηγητής. Ειπώθηκε από την κ. Αλεξίου από το ρεπορτάζ της ότι µπορεί ο κύριος Υπουργός να το βάλει µπροστά. Εγώ θα θέσω και ένα οικονοµικό θέµα. Ας υποθέσουµε ότι λειτουργεί η (∆.Α) - ας πούµε εδώ στην Εισαγγελία Αθηνών - πόσοι θα είναι οι αστυνόµοι; Ενας δύο; Που θα εδρεύουν αυτοί; Μην το θεωρείτε αυτό ως θέµα ανάξιο λόγου; Ειπώθηκε ότι πρέπει να αποφευχθεί η σύγχυση αρµοδιοτήτων. Που θα πάνε οι άνθρωποι αυτοί - στα δικαστήρια; Εκεί δεν χωράνε ούτε οι δικαστές. Στην αστυνοµία; Η αστυνοµία κατανέµεται σε αστυνοµικά τµήµατα. Στην κεντρική ∆ιοίκηση; Εκεί δεν θα αποφευχθεί η σύγχυση. Θα υπάρξουν αντιζηλίες κτλ. Θέλω να πω ότι και αυτά πρέπει να προβλεφθούν. (Αναφορά σε πλήθος αρµοδιοτήτων που πρέπει να έχει η ∆ικαστική Αστυνοµία και όχι µόνο στις επιδόσεις - όπως είναι η συλλογή στοιχείων - η διενέργεια προανακρίσεων, προκαταρκτικών εξετάσεων κτλ.) Καταλήγω ότι αφού υπάρχει αυτό το σχέδιο νόµου πρέπει να προβλεφθούν όλα τα πράγµατα. Σίλα Αλεξίου: Ο τέως Πρόεδρος του Αρείου Πάγου, κ. Βασίλης Κόκκινος θα κάνει µια παρέµβαση. Να διευκρινίσουµε ότι και οι εισηγητές θα µπορούν να απαντήσουν στις παρεµβάσεις που τους αφορούν.
34
Εκ πρώτης όψεως βέβαια φαίνεται ότι αποτελεί πολυτέλεια η ίδρυση της ∆ικαστικής Αστυνοµίας, άλλοι πάλι λένε ότι εν όψει της ποικιλίας των προβληµάτων που αντιµετωπίζει η χώρα µας ότι αποτελεί αβδηριτισµό . Ούτε το ένα είναι σωστό ούτε το άλλο. Βέβαια δεν πιστεύω επίσης ότι η συγχώνευση των δύο Υπουργείων, ∆ηµοσίας Τάξεως και ∆ικαιοσύνης, θα άρει τις αντιρρήσεις του σώµατος της Αστυνοµίας διότι εκεί είναι το πρόβληµα, όχι στους Υπουργούς. Η αστυνοµία δεν δέχεται την ίδρυση του σώµατος της δικαστικής αστυνοµίας. Όµως πρέπει να γίνει κατανοητό ότι το σώµα της δικαστικής αστυνοµίας θα συµβάλει εις την εξιχνίαση των εγκληµάτων, διότι ο ανακριτής θα έχει το δικαίωµα αµέσου παραγγελίας προς τα αστυνοµικά όργανα να κάνουν ορισµένες έρευνες οι οποίες προσκρούουν σε υπηρεσιακές δυσχέρειες. Έπειτα και µόνο ότι θα γίνει η εκτέλεση των ποινικών αποφάσεων που σήµερα µέγας αριθµός µένει ανεκτέλεστος αυτό και µόνο είναι µεγάλο όφελος - αυτό θα δώσει µεγάλη οικονοµική ωφέλεια στο δηµόσιο - επειτα θα αποκατασταθεί κατά κάποιο τρόπο και το κράτος δικαίου. Πιστεύω ότι είναι ανάγκη η ίδρυση του σώµατος της ∆ικαστικής Αστυνοµίας και θα συµβάλει στην απονοµή του ∆ικαίου και στη λειτουργία του Κράτους ∆ικαίου. Σίλα Αλεξίου: Ευχαριστούµε τον κ. Κόκκινο. Ο κ. Μπρακουµάτσος, Αντιπρόεδρος της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος θα ήθελε να κάνει µια παρέµβαση.
Παρέµβαση κ. Βασίλη Κόκκινου, τέως Προέδρου του Αρείου Πάγου
35
Κυρίες και κύριοι, δυο κουβέντες µόνο ήθελα να πω. Ειπώθηκε από όλους τους οµιλητές – αλλά για λόγους ιστορικούς και πρακτικούς ήθελα να πω δυο πράγµατα. Όπως ακούσατε, η έννοια της δικαστικής αστυνοµίας ήρθε στην Ελλάδα πολύ παλαιότερα αλλά υλοποιήσιµη έγινε από την Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδας, στην οποία έχω την τιµή να είµαι στο ∆.Σ. Το 1986 µε λεπτοµερές υπόµνηµα που εδόθη στον Υπουργό και ακολούθως σε όλα τα ψηφίσµατα, σε ηµερίδες, και σε επισκέψεις σε Υπουργούς, έθεσε το θέµα άλλοτε λεπτοµερέστερα και άλλοτε πιο γενικά, της αναγκαιότητας της ίδρυσης ∆ικαστικής Αστυνοµίας . Μάλιστα πρόσφατα και για λόγους καθαρά πρακτικούς είχε ζητήσει από τον Υπουργό την απόσπαση 30 εξειδικευµένων προανακριτικών υπαλλήλων στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών και ενδεχοµένως στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης. Η αναγκαιότητα για την ίδρυση της ∆ικαστικής Αστυνοµίας δεν έγινε για να κάνουµε καλύτερη την δικαστική αστυνοµία, είναι για να κάνουµε καλύτερο το προανακριτικό έργο ενόψει της σύγχρονης εγκληµατικότητας. Ενδεχοµένως και ο όρος δικαστική αστυνοµία, που χρησιµοποιούµε εδώ και αρκετές δεκαετίες δεν είναι πλέον δόκιµος και ετυµολογικά. Αυτό που είχαµε στο µυαλό µας δεν ήταν να φέρουµε απλώς κάποιους αστυνοµικούς για να κάνουν εκτέλεση των ποινών αλλά είχαµε υπόψη µας ένα αυτοτελές σώµα που θα κάνει προανάκριση χωρίς να µπλέκεται στα πόδια της ΕΛ.ΑΣ. ή οποιουδήποτε άλλου προανακριτικού σώµατος. Ίσως αυτό δεν έγινε σαφές και κακώς ίσως έχουµε στήσει στον τοίχο το Υπουργείο ∆ηµοσίας Τάξεως, του οποίου εγώ δεν είµαι υπερασπιστής, εγώ εκπροσωπώ τον εαυτό µου και την ένωση Εισαγγελέων, αλλά κύριε Πρόεδρε του ∆. Σ. Α. θα έπρεπε να είναι εδώ και κάποιος εκπρόσωπος της ΕΛ.ΑΣ. του Υπουρ36
Παρέµβαση κ. Παναγιώτη Μπρακουµάτσου, Αντιπροέδρου της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος.
Σίλα Αλεξίου: Ολοκληρώθηκε νοµίζω η συζήτηση και είναι πάρα πολύ εύκολο να συνοψίσει κανείς τα συµπεράσµατα γιατί όλοι συµφωνούν στην αναγκαιότητα ίδρυσης της ∆ικαστικής Αστυνοµίας, µε επιµέρους διαφωνίες βέβαια, διατυπώνοντας ευθέως ή εµµέσως επιφυλάξεις για το αν ποτέ µπορεί να γίνουν. Η αλήθεια είναι ότι αν γινόταν ποτέ πραγµατικότητα θα βοηθούσε πάρα πολύ την επιτάχυνση της απονοµής της δικαιοσύνης, κάτι που το έχει µεγάλη ανάγκη η δικαιοσύνη για την αποκατάσταση της αξιοπιστίας, του κύρους της και εδώ συµφωνώ µε τον κ. ∆ηµακόπουλο ότι το Υπουργείο ∆ικαιοσύνης, δεν είναι Υπουργείο “βιτρίνας”, γι’ αυτό και δεν διατίθενται µεγάλα κονδύλια για να λυθούν πολλά προβλήµατα. Γιατί ακόµη και τα κενά των δικαστικών λειτουργών και των θέσεων των δικαστικών υπαλλήλων θέλουν χρήµατα για να καλυφθούν και να απονέµεται η δικαιοσύνη ταχύτερα. Τώρα η ∆ικαστική Αστυνοµία, αν ίσως άλλαζε όνοµα, και έπαυε να λέγεται αστυνοµία, ίσως να ήταν πιο εύκολο κάποια
37
γείου ∆ηµοσίας Τάξεως για να δούµε την ανησυχία, µέχρι κάποιου σηµείου είναι δικαιολογηµένη. Αν δεν καταστεί σαφές ότι η ∆ικαστική Αστυνοµία θα είναι ένα αυτοτελές δικαστικό σώµα τότε βεβαίως και υπάρχει σύγχυση αρµοδιοτήτων και τότε δεν θα λύσουµε προβλήµατα αλλά ενδεχοµένως να δηµιουργήσουµε περισσότερα. Εγώ µε αφορµή τα όσα είπε ο κ. ∆ηµακόπουλος τάσσοµαι υπέρ της άποψης ότι η ∆ικαστική Αστυνοµία είναι ένα αυτοτελές σώµα, χωρίς αποσπάσεις, µόνο µε µετατάξεις και δηµιουργία νέων προανακριτικών υπαλλήλων. Ήθελα να απαντήσω στον κ. Καρρά ότι η ευθύνη των Εισαγγελέων δεν είναι η υλοποίηση των Προεδρικών ∆ιαταγµάτων - θεσµικά οι εισαγγελικοί λειτουργοί - τόνισαν την ανάγκη ίδρυσης της δικαστικής αστυνοµίας. Άλλο τίποτα δεν µπορούν να κάνουν όταν η Πολιτεία επί 150 χρόνια δεν µπορεί να επιλύσει το πρόβληµα. Ευχαριστώ πολύ.
στιγµή να γίνει πραγµατικότητα, διότι θα έπαυαν προφανώς και οι αντιπαλότητες µε την πραγµατική αστυνοµία, από την οποία θα στερούσε τα κυριότερα καθήκοντά της. Ας ευχηθούµε όλοι να λυθούν τα προβλήµατα, να βρεθεί η µέση λύση (δύσκολο, πολύ δύσκολο) και να γίνει η ∆ικαστική Αστυνοµία, ώστε να προχωρήσει και η δικαιοσύνη να απονέµεται, και να την εµπιστευτεί και ο πολίτης. Αυτό είναι το ζητούµενο. Σας ευχαριστούµε όλους.
38
39
∆ΙΚΗΓΟΡΙΚOΣ ΣYΛΛΟΓΟΣ ΑΘΗΝΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ∆ΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ
«∆ικαστική Αστυνοµία»
Εκδήλωση µε θέµα:
Τετάρτη, 27 Ιανουαρίου 2010 και ώρα 18.30
Αίθουσα Τελετών του ∆ικηγορικού Συλλόγου Αθηνών
2
Λεωνίδας Κοτσαλής Καθηγητής Πανεπιστηµίου Αθηνών, ∆ιευθυντής του Τοµέα Ποινικών Επιστηµών Ιωάννης Τέντες Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Οµιλίες:
Βασίλης ∆ηµακόπουλος ∆ικηγόρος, Μέλος του ∆.Σ. της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων Χαιρετισµοί:
Ιωάννης Χαµηλοθώρης Πρόεδρος Εφετών, Πρόεδρος της Εταιρείας ∆ικαστικών Μελετών
Θεόδωρος Φορτσάκης Πρόεδρος του Τµήµατος Νοµικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστηµίου Αθηνών Συντονισµός:
∆ηµήτριος Χ. Παξινός Πρόεδρος του ∆ικηγορικού Συλλόγου Αθηνών
Σίλα Αλεξίου ∆ηµοσιογράφος
3
4
Καλησπέρα σας. Κύριε Πρόεδρε του Αρείου Πάγου, κύριοι Αντιπρόεδροι του Αρείου Πάγου, του ΣτΕ, κύριοι ∆ικαστές, κύριοι Εισαγγελείς, φίλοι ∆ικηγόροι. Σας καλησπερίζουµε σε αυτήν την εκδήλωση µε θέµα την ∆ικαστική Αστυνοµία. Ένα θέµα που συζητείται επί σειρά ετών, που µέχρι σήµερα δεν φαίνεται να υλοποιείται. Ξεκίνησε µια διάταξη το 93 όπου θεσµοθετήθηκε για πρώτη φορά αλλά δεν προχώρησε, δεν υλοποιήθηκε. Από το ρεπορτάζ που έχω κάνει, µαθαίνω ότι ο Υπουργός ∆ικαιοσύνης σκοπεύει να ενεργοποιήσει αυτή τη διάταξη τώρα, να κάνουν ένα πιλοτικό πρόγραµµα στην Εισαγγελία Πρωτοδικών της Αθήνας µε απόσπαση 15 αστυνοµικών καταρχήν και στη συνέχεια να προχωρήσουν στα υπόλοιπα. ∆εν ξέρω αν αυτό θα γίνει τελικά. Αποτελεί µια προεκλογική και όχι µόνο δέσµευση του Υπουργού ∆ικαιοσύνης κ. Χαράλαµπου Καστανίδη και στη συνέχεια, στις προγραµµατικές του δηλώσεις. Θα µιλήσουν για το θέµα πολλοί πιο ειδικοί από µένα ασφαλώς. Προηγουµένως να δώσουµε τον λόγο στον κ. Παξινό, τον Πρόεδρο του ∆.Σ.Α. για έναν χαιρετισµό.
5
Σίλα Αλεξίου, ∆ηµοσιογράφος και συντονίστρια της εκδήλωσης
Το πρώτο ερώτηµα που τίθεται είναι αν χρειάζεται η ∆ικαστική Αστυνοµία. Από τον σκοπό και µόνο της ∆ικαστικής Αστυνοµίας που είναι η υποβοήθηση του Εισαγγελέα στην εκτέλεση των καθηκόντων του, η απάντηση, αυτονόητη, είναι ναι, δεδοµένου ότι µεταξύ των αρµοδιοτήτων της είναι, η διενέργεια συµπληρωµατικής προανάκρισης ή προκαταρκτικής εξέτασης (που σήµερα µε τις 100.000 µηνύσεις ετησίως υπάρχει πλήρες αδιέξοδο), η εκτέλεση ποινικών αποφάσεων, ενταλµάτων σύλληψης, προσωρινής κράτησης, που σήµερα πάσχει βαρύτατα, µε αποτέλεσµα την αδυναµία περαίωσης του έργου απονοµής της ∆ικαιοσύνης. Τότε γιατί εξακολουθεί η πολιτεία να αρνείται την ίδρυση της ∆ικαστικής Αστυνοµίας, που θα περιορίσει παθογένειες και θα αναβαθµίσει, θα ενισχύσει τον ρόλο του Εισαγγελέα; Το πρόβληµα έγκειται σε ποιον θα υπάγεται η ∆ικαστική Αστυνοµία. Στις δικαστικές ή στις διοικητικές αρχές, δεδοµένου ότι η αστυνοµία µε την ουσιαστική της έννοια διακρίνεται σε διοικητική και σε δικαστική αστυνοµία µε κύρια αποστολή της τελευταίας την υποβοήθηση του ανακριτικού έργου. Το τελευταίο νοµοσχέδιο, το τελικό, ολοκληρώθηκε το Φθινόπωρο του 2005, ενώ, όπως µας ανέφερε ο εξαίρετος αντιεισαγγελέας Α.Π. και φίλος Ανδρέας Φάκος, η άσκηση της δικαστικής αστυνοµίας ή αστυνοµίας καταδίωξης από ιδιαίτερη υπηρεσία προβλεπόταν από το Β.∆. της 31 ∆εκεµβρίου 1836 περί δηµοτικής αστυνοµίας, που όµως δεν προχώρησε. Με το θέµα ασχολήθηκε και η Ένωση Εισαγγελέων και η Εταιρεία ∆ικαστικών Μελετών, προς την ίδια κατεύθυνση, πρωτοβουλία που χαιρετήθηκε από την Ολοµέλεια των Προέδρων στις 25-5-1992. Αποτέλεσµα: Εξακολουθεί και µεγεθύνεται η δυσλειτουργία της ποινικής δικαιοσύνης, µε την πολιτεία να επιλέγει ενδιάµεσο σύστηµα, για να µην µένει ουδείς παραπονούµενος.
6
Xαιρετισµός κ. ∆ηµήτρη Παξινού, Προέδρου του ∆.Σ.Α.
Σίλα Αλεξίου: Ευχαριστούµε τον κ. Πρόεδρο. Έναν χαιρετισµό θα απευθύνει και ο κ. Φορτσάκης, Πρόεδρος της Νοµικής Σχολής του Πανεπιστηµίου Αθηνών. Χαιρετισµός κ. Θεοδώρου Φορτσάκη, Προέδρου του Τµήµατος Νοµικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστηµίου Αθηνών
Κύριε Πρόεδρε του Αρείου Πάγου, κύριε Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, κύριοι Αντιπρόεδροι των Ανωτάτων ∆ικαστηρίων, κύριοι ∆ικαστικοί, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι στο Πανεπιστήµιο και στη ∆ικηγορία: Θέλω και εγώ εκ µέρους της Νοµικής Σχολής να πω πόσο θεωρούµε ότι είναι χρήσιµη η σηµερινή συζήτηση που γίνεται πάνω σε ένα θέµα που συζητείται από πολύ καιρό και απασχολεί τους αρµόδιους κύκλους. Εγώ, σαν γαλλοτραφής, γνώρισα την ∆ικαστική Αστυνοµία, όχι στο Πανεπιστήµιο, αλλά διαβάζοντας τον περίφηµο Commissaire Maigret, ο οποίος ήταν για µένα αυτός που µε εισήγαγε στην έννοια της δικαστικής αστυνοµίας και αργότερα βεβαίως στα νοµικά. Είδα την µεγάλη χρησιµότητα που είχε το γαλλικό µοντέλο για την Γαλλία. Εκεί είχε ιδρυθεί η δικαστική αστυνοµία ήδη από το 1907 µε πρωτοβουλία την οποία είχε πάρει ο Polis Clemencau (Κλεµανσώ), ο περίφηµος «Τίγρης», ο οποίος ήταν την εποχή εκείνη και Πρωθυπουργός της Γαλλίας και Υπουργός Εσωτερικών και ο οποίος είχε δηµιουργήσει την ∆ικαστική Αστυνοµία, ως µια αστυνοµία, η οποία θα συνόδευε στο έργο της την δικαστική εξουσία για να καταπολεµήσει το µεγάλο έγκληµα το οποίο εκείνη την εποχή στη Γαλλία είχε πάρει µια διάσταση πρωτόγνωρη και η οποία υπερέβαινε κατά πολύ τα όσα συνέβαιναν στις διάφορες περιοχές της Γαλλίας. Έκτοτε, η ∆ικαστική Αστυνοµία στη Γαλλία ολοένα και δυνάµωνε, δηµιούργησε στις διάφορες πόλεις της Γαλλίας αντένες, και µάλιστα µε πολύ περηφάνια αναφέρει στην ιστορία του το ίδιο το
7
σώµα ότι απέκτησε αυτοκίνητα ήδη από το 1910, πράγµα που θεωρήθηκε πρωτοποριακό. Κατά την εποχή που προηγήθηκε του Β’ Παγκοσµίου Πολέµου όχι µόνο έπαιξε ρόλο για την καταπολέµηση του µεγάλου εγκλήµατος, αλλά έπαιξε πολύ µεγάλο ρόλο και για την αντικατασκοπεία. Και στη συνέχεια θεωρήθηκε ότι η ύπαρξη δικαστικής αστυνοµίας στη Γαλλία συνετέλεσε τα µέγιστα ώστε να καταπολεµηθούν δραστικά ορισµένες µορφές εγκλήµατος, µερικές από τις οποίες στη Γαλλία έχουν λιγότερη πέραση από ότι αλλού όπως πχ. η απαγωγή προσώπων η οποία µπόρεσε να αποτελέσει αντικείµενο πάλης ιδιαίτερα έντονης και έτσι το φαινόµενο αυτό λιγότερο από τα άλλα εκδηλώθηκε στην Γαλλία. Σήµερα έχει γίνει µια µεγάλη αναβάθµιση της Αστυνοµίας εκεί, της ∆ικαστικής Αστυνοµίας, η οποία έχει δηµιουργήσει διάφορα πολύ σύγχρονα κέντρα καταπολέµησης του εγκλήµατος, και µάλιστα τελευταία ο Πρόεδρος Σαρκοζί προχώρησε σε µια αναδιάταξη των υπηρεσιών και των δοµών της ∆ικαστικής Αστυνοµίας µε αποτέλεσµα να έχει ακόµα µεγαλύτερη σηµασία η λειτουργία της για το γαλλικό σύστηµα. Νοµίζω ότι το γαλλικό σύστηµα έχει λειτουργήσει µε επιτυχία και εάν µπορέσουµε να προσαρµόσουµε στις δικές µας ιδιαιτερότητες τα θετικά του στοιχεία, θα ήταν θετικό να υιοθετήσουµε για την δική µας κατάσταση ένα τέτοιο σχήµα. Έχω πολλές φορές συζητήσει, από χρόνια, µε τον Καθηγητή τον κ. Κοτσαλή και έχω παρακολουθήσει τις προσπάθειες που γίνονται για την υιοθέτηση αυτού του συστήµατος και στην Ελλάδα και εύχοµαι να µπορέσει να επιτύχει και να αποδώσει και η σηµερινή συζήτηση, ασφαλώς θα συντελέσει προς την κατεύθυνση αυτή. Σας ευχαριστώ.
8
Σίλα Αλεξίου: Ευχαριστούµε τον κ. Φορτσάκη. Να ξεκινήσουµε τώρα µε το θέµα µας, µε την ανάπτυξη του νοµοσχεδίου που έχει ήδη ετοιµαστεί από το 2005 και θα µας το αναλύσει ο Καθηγητής της Νοµικής κ. Λεωνίδας Κοτσαλής. Λεωνίδας Κοτσαλής, Καθηγητής Πανεπιστηµίου Αθηνών, ∆ιευθυντής του Τοµέα Ποινικών Επιστηµών
Εισήγηση: Σχέδιο Νόµου για την ίδρυση ∆ικαστικής Αστυνοµίας
Προσπάθειες συγκρότησης Υπηρεσίας ∆ικαστικής Αστυνοµίας έγιναν στην Ελλάδα ήδη από το 1836. Αναφορά του όρου ∆ικαστική Αστυνοµία γίνεται για πρώτη φορά στο άρθρ. 81 υπ’ αρ. 85/31.12.1836 διατάγµατος, κατά το οποίο η ∆ικαστική Αστυνοµία ενεργείται από τους «∆ηµάρχους, Προέδρους, ή Αστυνόµους» και είναι επιφορτισµένη να εξετάζει τα εγκλήµατα και τα πληµµελήµατα, να συλλέγει τις αποδείξεις και ενδείξεις, να εξακριβώνει τις περιστάσεις και να καταστρώνει τακτικά πρωτόκολλα για τους αυτουργούς. Στη δεκαετία του 90 του περασµένου αιώνα και συγκεκριµένα στις 22.5.1992 κατατέθηκε στη Βουλή πρόταση νόµου του τότε βουλευτή της Ν.∆. Αθ. Κανελλόπουλου για την «ίδρυση ∆ικαστικής Αστυνοµίας», όπου σε τέσσερα άρθρα µεταξύ άλλων σκιαγραφόνται σε γενικές γραµµές η αρµοδιότητα της ∆ικαστικής Αστυνοµίας, η σύνθεση προσωπικού της (αστυνοµικού και πολιτικού), η διεύθυνση της υπηρεσίας από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών και η αρµοδιότητα του Εισαγγελέα Πρωτοδικών σε θέµατα ∆ικαστικής Αστυνοµίας. Στη συνέχεια, µε το άρ. 36 του ν. 2145/28.05.1993 προβλέφθηκε ότι µε «Π.∆. που εκδίδεται ύστερα από πρόταση των υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης, Οικονοµικών, ∆ικαιοσύνης και ∆ηµόσιας Τάξης µπορεί να ιδρυθεί υπη9
Ι
ρεσία ∆ικαστικής Αστυνοµίας στις εισαγγελίες πρωτοδικών της χώρας µε τον τίτλο «∆ικαστική Αστυνοµία» που τελεί υπό την άµεση διεύθυνση του οικείου Εισαγγελέα Πρωτοδικών». Το ίδιο άρθρο αναφέρεται στη συνέχεια στο σκοπό, στην αρµοδιότητα, στη σύνθεση του προσωπικού και σε άλλα θέµατα της ∆ικαστικής Αστυνοµίας. Στην ανάγκη ίδρυσης ∆ικαστικής Αστυνοµίας έχουν αναφερθεί και την έχουν τονίσει φορείς όπως η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος µε το υπ’ αρ. 74/12.06.1987 υπόµνηµά της, ο Προϊστάµενος της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών µε τη υπ’ αρ. 20234/12.05.1987 αναφορά του προς το Υπουργείο ∆ικαιοσύνης και η Εταιρεία ∆ικαστικών Μελετών σε πόρισµά της αλλά και η Ολοµέλεια της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου µε την υπ’ αρ. 3/2003 απόφασή της. Επίσης, η διεθνής οργάνωση Group of States against Corruption (GRECO), της οποίας µέλος αποτελεί η Ελλάδα, απηύθυνε στη χώρα µας σύσταση για την ίδρυση ∆ικαστικής Αστυνοµίας. Όλοι αυτοί οι φορείς επεσήµαναν τη σηµασία της ίδρυσης ∆ικαστικής Αστυνοµίας για την αποτελεσµατικότερη αντιµετώπιση των σύγχρονων µορφών εγκληµατικότητας από τους Εισαγγελείς. Εξάλλου στην αναγκαιότητα ίδρυσης ∆ικαστικής Αστυνοµίας αναφέρεται εκτενώς και η θεωρία. Πανεπιστηµιακοί συγγραφείς (Ανδρουλάκης, Αλεξιάδης, Ζ. Παπαϊωάννου, Καρράς, παλαιότερα εκτενώς Κ. Γαρδίκας στην «Αστυνοµική») επισηµαίνουν αυτή την αναγκαιότητα. Τέλος σε αυτό το θέµα έχουν αναφερθεί και τα δύο µεγάλα κόµµατα: τόσο ο υπουργός ∆ικαιοσύνης κ. Καστανίδης σε σχετικά πρόσφατη δηµόσια τοποθέτησή του αναφέρθηκε στην ίδρυση ∆ικαστικής Αστυνοµίας, όσο και παλαιότερα ο πρώην Πρωθυπουργός κ. Καραµανλής σε προγραµµατικές δηλώσεις της κυβέρνησής του και ειδικότερα στο κεφάλαιο «πραγµατικά κοινωνικό κράτος» αναφερόµενος στην ενίσχυση του αισθήµατος δηµόσιας ασφάλειας και ασφάλειας των πολιτών είχε εξαγγείλει την ίδρυση σώµατος ∆ικαστικής Αστυνοµίας.
10
Πριν από έξι περίπου χρόνια το Υπουργείο ∆ικαιοσύνης συγκρότησε ειδική νοµοπαρασκευαστική επιτροπή για την προετοιµασία σχετικού σχεδίου νόµου. Το σχέδιο νόµου αυτό εκπονήθηκε περίπου 12 µήνες µετά, συζητήθηκε µε το Υπουργείο ∆ικαιοσύνης, το Υπουργείο ∆ηµοσίας Τάξης και την Ελληνική Αστυνοµία. Η επεξεργασία των σχετικών παρατηρήσεων και η ολοκλήρωση του αντίστοιχου διαλόγου ανετέθη σε ολιγοµελή νοµοπαρασκευαστική επιτροπή που 6 µήνες αργότερα (φθινόπωρο 2005) παρουσίασε το τελικό σχέδιο νόµου για τη σύσταση της ∆ικαστικής Αστυνοµίας. Ειδικότερα στη διαβούλευση και επεξεργασία του τελικού σχεδίου νόµου ελήφθησαν υπόψη: 1. οι σχετικές προγενέστερες νοµοθετικές πρωτοβουλίες· 2. η αναφορά (ενηµέρωση) της τότε αντιπροσώπου µας στη Eurojust σύµφωνα µε την οποία «...µόνο η Ιταλία και η Πορτογαλία διαθέτουν αυτόνοµη ∆ικαστική Αστυνοµία, η οποία υπάγεται ευθέως τόσο επιχειρησιακά όσο και υπηρεσιακά στις αρµόδιες δικαστικές αρχές. Η Γαλλία, η Γερµανία και η Ισπανία έχουν προβλέψει για ∆ικαστική Αστυνοµία, µε την έννοια της ανάθεσης προανακριτικών καθηκόντων σε αστυνοµικές αρχές, παρόµοιες µε αυτές της ισχύουσας ελληνικής νοµοθεσίας. Στο Ηνωµένο Βασίλειο δεν υπάρχει σχετική νοµοθεσία»· 3. οι διατάξεις του Κ.Ποιν.∆ικ. της Γαλλίας που αναφέρονται σε ∆ικαστική Αστυνοµία· 4. οι διατάξεις που αφορούν τη Γενική ∆ιεύθυνση ∆ικαστικής Αστυνοµίας στην Ισπανία· 5. ο οργανικός νόµος ∆ικαστικής Αστυνοµίας της Πορτογαλίας· 6. ο κανονισµός της σωφρονιστικής αστυνοµίας της Ιταλίας· 7. η σχετική ελληνική νοµοθεσία και 8. οι απόψεις και οι θέσεις του Υπουργείου ∆ηµοσίας Τάξεως όπως έχουν επισήµως διατυπωθεί.
11
II
Το τελικό σχέδιο, όπως υπεβλήθη στο Υπουργείο ∆ικαιοσύνης, περιλαµβάνει 17 άρθρα. Αποτελείται από 3 ενότητες: Η πρώτη αναφέρεται στη σύσταση, στην έδρα και στις αρµοδιότητες της νέας υπηρεσίας. Η δεύτερη ενότητα αναφέρεται στο προσωπικό και στην υπηρεσιακή του κατάσταση (στελέχωση - προσόντα - κωλύµατα - όργανα διοίκησης - πειθαρχικό δίκαιο). Η τρίτη ενότητα περιλαµβάνει µεταβατικές διατάξεις (έστω και αν οι τελευταίες δεν κεφαλαιοποιούνται στο κείµενο). Η βασική σκέψη αυτού του σχεδίου νόµου και η βασική αρχή από την οποία διέπεται είναι η βούληση να δηµιουργηθεί µία νέα υπηρεσία υπαγόµενη στο Υπουργείο ∆ικαιοσύνης. Η υπηρεσία αυτή στελεχώνεται από προσωπικό της εισαγγελίας και µόνιµο εξειδικευµένο αστυνοµικό προσωπικό της ∆ικαστικής Αστυνοµίας επικουρούµενο µε απόσπαση από άλλες δηµόσιες υπηρεσίες µε εξειδικευµένους επιστήµονες υπό τη διεύθυνση της ανεξάρτητης εισαγγελικής αρχής για υποβοήθηση του έργου της. Ειδικότερα: Α. Με το άρθ. 1 συνιστάται υπηρεσία ∆ικαστικής Αστυνοµίας, η οποία τελεί υπό τη διεύθυνση του οικείου Εισαγγελέα Πρωτοδικών και υπάγεται στο Υπουργείο ∆ικαιοσύνης. Η χρήση του όρου «Αστυνοµία» δεν πλήττει τις αρµοδιότητες της ΕΛ.ΑΣ που λειτουργεί ανταγωνιστικά προς αυτή. Άλλωστε ο όρος αυτός µπορεί να χρησιµοποιηθεί από κάθε όργανο που έχει ως αντικείµενο την επιβολή και διατήρηση του νόµου στην πόλη. Για το λόγο αυτό και µέχρι σήµερα χρησιµοποιείται από τη δηµοτική αστυνοµία, τη λιµενική αστυνοµία, ακόµη και την στρατιωτική αστυνοµία. Ο ίδιος όρος χρησιµοποιείται εξάλλου σε όλα τα σχέδια νόµου για την ίδρυση τέτοιας υπηρεσίας και σε όλα τα κράτη που διαθέτουν αντίστοιχο σώµα. Ο τρόπος υπαγωγής στο υπουργείο (µε τη δηµιουργία ενδεχοµένως Γενικής ∆ιεύθυνσης κ.λπ.) ανήκει στην αρµοδιότητά του. Θεσπίζεται ακόµα η εποπτεία του Εισαγγελέα Εφετών στην
12
ΙΙΙ
περιφέρεια του οποίου λειτουργεί ∆ικαστική Αστυνοµία. Β. Στο άρθ. 2 καθορίζονται ο σκοπός και οι αρµοδιότητες της νέας υπηρεσίας, που αποβλέπει στην υποβοήθηση του οικείου Εισαγγελέα στην εκτέλεση των καθηκόντων του και την ταχύτερη διεκπεραίωσή τους. Ειδικότερα αφού διενεργηθεί προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση από δικαστικά όργανα ή υπηρεσίες όπως η ΕΛ.ΑΣ., τα τελωνεία, η δασική υπηρεσία κ.λπ. και η δικογραφία υποβληθεί στον αρµόδιο εισαγγελέα, ο τελευταίος εφόσον κρίνει ότι η προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση χρήζει συµπληρώσεως, την αναθέτει σε αξιωµατικούς ∆ικαστικής Αστυνοµίας. Επίσης η ∆ικαστική Αστυνοµία, πέραν των άλλων αρµοδιοτήτων της, περιλαµβάνει την ευθύνη της ασφαλούς µεταγωγής των κρατουµένων, όχι σε κάθε περίπτωση αλλά µόνο όταν αυτοί πρέπει να µεταταχθούν στα δικαστήρια, στους ανακριτές ή στους προανακριτικούς υπαλλήλους. Οι λοιπές αρµοδιότητες που προβλέπονται στο άρθ. 1 του π.δ. 265/19.10.99 παραµένουν στην υπηρεσία εξωτερικής φρούρησης των καταστηµάτων κράτησης και νοσηλευόµενων στο θεραπευτήριο καταδίκων και υποδίκων. Ακόµη, µετά την ψήφιση του ν. 3251/9.7.04 περί «Ευρωπαϊκού Εντάλµατος Σύλληψης», κατά το άρθ. 4 του οποίου αρµόδια δικαστική αρχή έκδοσης ευρωπαϊκού εντάλµατος σύλληψης είναι ο Εισαγγελέας Εφετών ο οποίος εξάλλου κατά το άρθ. 6 του ιδίου νόµου είναι αρµόδιος να διαβιβάζει το ένταλµα απευθείας στην αρµόδια δικαστική αρχή εκτέλεσης, εύλογο καθίσταται ότι ειδικευµένο προσωπικό της ∆ικαστικής Αστυνοµίας πρέπει να πλαισιώνει τον αρµόδιο Εισαγγελέα Εφετών ώστε να επιτυγχάνεται ταχύτερα και αποτελεσµατικότερα η συνεργασία µε τις ξένες δικαστικές ή αστυνοµικές αρχές σε πνεύµα αλληλοβοήθειας προς επίτευξη του βασικού σκοπού όλων, δηλαδή της δίωξης του εγκλήµατος. Γ. Η στελέχωση του προσωπικού ρυθµίζεται από τα άρθρα 3, 8 και 16. Το άρθρο 3 αναφέρεται στο αστυνοµικό προσωπικό της ∆ικαστικής Αστυνοµίας, στους βαθµούς και στον τρόπο εισαγωγής του στη Σχολή Αστυφυλάκων και στη Σχολή
13
Αξιωµατικών της ΕΛ.ΑΣ. Κρίθηκε αναγκαίο οι υποψήφιοι της ∆ικαστικής Αστυνοµίας να εισάγονται στις Σχολές αυτές εξαρχής ως σπουδαστές της ∆ικαστικής Αστυνοµίας, δηλαδή όχι από κοινού µε τους σπουδαστές της ΕΛ.ΑΣ., καθώς ο µεταγενέστερος διαχωρισµός των δύο κατηγοριών κατά τη στιγµή της αποφοίτησης θα δηµιουργούσε σοβαρά προβλήµατα. Το άρθρο 8 αναφέρεται στο προσωπικό της Εισαγγελίας που θα ορισθεί προς εξυπηρέτηση της ∆ικαστικής Αστυνοµίας. Στις µεταβατικές διατάξεις και ειδικότερα στο άρθρο 16 αναφέρεται ότι µπορεί να αποσπασθεί από την Ελληνική Αστυνοµία ο αναγκαίος αριθµός αξιωµατικών, εφόσον τα στελέχη της ∆ικαστικής Αστυνοµίας δεν έχουν αποκτήσει τον αντίστοιχο βαθµό. Σηµειώνεται ότι µε την πάροδο του χρόνου θα παύσει αυτή η κατάσταση. Και κατά τον ίδιο τρόπο για την υπηρεσιακή κατάσταση του αστυνοµικού προσωπικού (προσόντα, κωλύµατα, πειθαρχικό δίκαιο) ελήφθησαν υπόψη οι διατάξεις του ν. 2683/1999 (περί κυρώσεως του Κώδικα Κατάστασης ∆ηµοσίων, Πολιτικών, ∆ιοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.∆.∆.), του ν. 2812/1999 (Κώδικας ∆ικαστικών Υπαλλήλων) και του π.δ 4/94 (Εισαγωγή στις Σχολές Αξιωµατικών και Αστυφυλάκων µε το σύστηµα των γενικών εξετάσεων) ενόψει της ιδιοµορφίας που παρουσιάζει το προσωπικό της ∆ικαστικής Αστυνοµίας. ∆. Στις µεταβατικές διατάξεις, πέραν των προαναφεροµένων του αρθρ. 16, ορίζεται ότι µε την έναρξη ισχύος του νόµου συνιστάται υπηρεσία ∆ικαστικής Αστυνοµίας στις Εισαγγελίες Πρωτοδικών Αθηνών, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης (άρθρο 15). Η επιτυχία του νέου αυτού θεσµού στις τρεις αυτές πόλεις θα αποτελέσει και τη βάση για την επέκταση της λειτουργίας της υπηρεσίας αυτής σε όλη τη χώρα. Υπηρεσιακά συµβούλια δεν ορίσθηκαν από το νόµο. Το θέµα αφήνεται να ρυθµισθεί µε π.δ. ενόψει και της επιλογής του νοµικού καθεστώτος που κατά τα λοιπά θα ρυθµίσει την υπηρεσιακή κατάσταση του αστυνοµικού προσωπικού της ∆ικαστικής Αστυνοµίας (ν. 2812/1999, 2683/1999).
14
Κατά τη γνώµη µου η ίδρυση της «∆ικαστικής Αστυνοµίας» είναι χρήσιµη, είναι αναγκαία, είναι επιβεβληµένη. Θα συµβάλει αποφασιστικά µε το εξειδικευµένο προσωπικό της στην ακόµη πιο αποτελεσµατική αντιµετώπιση του εγκλήµατος (ιδιαίτερα στις σύγχρονες µορφές του), θα εξασφαλίσει την ενίσχυση του αξιοµάχου της ΕΛ.ΑΣ. µε την αποδέσµευση δυνάµεών της από καθήκοντα που θα αναλάβει η ∆ικαστική Αστυνοµία, θα προσδώσει στην Εισαγγελική Αρχή αποτελεσµατικότητα και επιχειρησιακή επάρκεια. Το σταθερό και παλαιό αίτηµα των δικαστικών ενώσεων και ευρύτερα του νοµικού κόσµου για την ίδρυση ∆ικαστικής Αστυνοµίας εκφράζει ακριβώς τη διαπίστωση για ικανοποίηση αυτών των αναγκών. Η πρόταση-σύσταση της GRECO για ίδρυση ∆ικαστικής Αστυνοµίας πιστεύω ότι µάς βρίσκει όλους σύµφωνους. Θεωρώ ότι ωρίµασαν οι συνθήκες για προώθηση των σχετικών νοµοθετικών πρωτοβουλιών. Η σχέση της ∆ικαστικής Αστυνοµίας µε την ΕΛ.ΑΣ. δεν πρέπει να είναι µε κανένα τρόπο ανταγωνιστική. Η ΕΛ.ΑΣ. έχει προσφέρει και προσφέρει σηµαντικό, θα έλεγα τεράστιο έργο και µάλιστα ενίοτε υπό αντίξοες συνθήκες, µέσα σε µία διαρκώς εξελισσόµενη και µεταβαλλόµενη κοινωνία στην αντιµετώπιση του εγκλήµατος, αντιµετώπιση που προϋποθέτει πλέον υψηλή τεχνολογία και τεχνογνωσία. Η σχέση της ∆ικαστικής Αστυνοµίας µε την ΕΛ.ΑΣ. θα πρέπει – στη βάση πρακτικής εφαρµογής και καθηµερινής συνεργασίας – να γίνει σχέση συµπληρωµατικής και εποικοδοµητικής συνεργασίας. Το εξειδικευµένο προσωπικό της ∆ικαστικής Αστυνοµίας αναµφίβολα θα µπορέσει να δώσει άλλη διάσταση στην πρόληψη και καταπολέµηση του εγκλήµατος. Και αυτό δεν είναι δυνατόν να υποκατασταθεί ούτε µε επιτροπές ή συµβούλια κ.λπ. Στόχος είναι ένας αµετακίνητος: η προστασία του πολίτη πάντοτε µέσα στο πλαίσιο του Κράτους ∆ικαίου.
15
IV.
Σίλα Αλεξίου: Σας ευχαριστούµε κύριε Καθηγητά. Να δώσουµε τον λόγο τώρα στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου τον κ. Τέντε, ως καθ’ ύλην αρµόδιο. Ιωάννης Τέντες, Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Ι. Εισαγωγή Σύµφωνα µε το Σύνταγµα, στις δικαστικές αρχές ανήκει η τιµωρία των εγκληµάτων και η λήψη όλων των µέτρων που προβλέπουν οι ποινικοί νόµοι (άρθρο 87 παρ. 1, άρθρο 96 παρ. 1 Σ). Με την δικαιοδοσία αυτή λογικώς συνδέεται και η διακρίβωση των εγκληµάτων και της ταυτότητας των δραστών καθώς και η συλλογή των αποδεικτικών στοιχείων. Μάλιστα, κατά κύριο λόγο, το καθήκον αυτό ανήκει στις εισαγγελικές αρχές ως κλάδο της δικαιοδοτικής λειτουργίας. Ο Β. Οικονοµίδης, πριν από 150 χρόνια περίπου, προσδιόριζε την Εισαγγελία ως «αρχήν σπουδαίαν… έργον έχουσα πρώτιστον την των δηµοσίων αδικηµάτων ανακάλυψιν και επεξέλευσιν». Παράλληλα αυτό αποτελεί ένα από τα καθήκοντα της αστυνοµίας. Γιατί, όπως είναι γνωστό, η αστυνοµία υπό την ουσιαστική της έννοια διακρίνεται σε διοικητική και σε δικαστική αστυνοµία. Το έργο της πρώτης (διοικητικής) συνίσταται στη διατήρηση της δηµόσιας τάξεως και της µέριµνας της εκτελέσεως των νόµων. Το έργο της δεύτερης (δικαστικής) έχει κυρίως κατασταλτικό χαρακτήρα και συνίσταται στην ανίχνευση και διακρίβωση των εγκληµάτων και της ταυτότητας των εγκληµατιών, στη συγκέντρωση των αποδεικτικών στοιχείων και γενικά στην υποβοήθηση του ανακριτικού έργου, υπό την επίβλεψη και τη διεύθυνση, βεβαίως, του Εισαγγελέα. Και τίθεται το ζήτηµα αν η διοικητική και δικαστική αστυνοµία (∆Α) θα πρέπει να είναι ανατεθειµένες στην ίδια ή σε διάφορες υπηρεσίες και µάλιστα έτσι ώστε η δικαστική αστυνοµία, στελεχωµένη µε όργανα ειδικευµένα και αφιερωµένα στο έργο τους, να υπάγεται απευθείας στις δικαστικές αρχές.
16
1. Ιστορική Αναδροµή Θα επιχειρήσω πρώτα από όλα µία πολύ σύντοµη ιστορική αναδροµή. Το ζήτηµα της αναγκαιότητας της οργανικής αυτοτέλειας της ∆Α έχει τεθεί πολύ πρώιµα στη χώρα µας. Η άσκηση της ∆Α ή αστυνοµίας καταδιώξεως, όπως επίσης λέγεται, από ιδιαίτερη υπηρεσία είχε προβλεφθεί µε Β.∆. της 31ης ∆εκεµβρίου 1836 «Περί ∆ηµοτικής Αστυνοµίας». Η αστυνοµία αυτή διακρινόταν σε διοικητική και δικαστική (άρθρο 2), η οποία ήταν «επιφορτισµένη να εξετάζη τα εγκλήµατα και πληµµελήµατα, να συνάζη τας αποδείξεις και ενδείξεις, να εξακριβώνη τας περιστάσεις και να καταστρώνη τακτικά πρωτόκολλα περί των αυτουργών». Η ιδέα όµως της ∆Α εγκαταλείφθηκε γρήγορα. ∆ιότι επικράτησε η άποψη ότι η αστυνοµία αποτελεί ενιαίο οργανισµό. Σε διεθνές επίπεδο το ζήτηµα συζητήθηκε ευρέως το 1939, όταν η Κοινωνία των Εθνών ζήτησε τις απόψεις της ∆ιεθνούς Εταιρείας Ποινικού ∆ικαίου αναφορικά µε τους «κανόνες για την πρόληψη των βιαιοτήτων ή άλλων εξαναγκασµών που ασκούνται κατά του προσώπου των µαρτύρων και των κατηγορουµένων». Στο σχετικό υπόµνηµα της ∆ιεθνούς Εταιρείας Ποινικού ∆ικαίου, µεταξύ άλλων, διατυπώθηκε τεκµηριωµένα η άποψη ότι «η αστυνοµία η επιφορτισµένη µε την έρευνα και τη σύλληψη των υποτιθεµένων δραστών κακουργηµάτων ή πληµµεληµάτων θα πρέπει να υπάγεται ευθέως και να ελέγχεται από τη δικαστική αρχή». Λίγα χρόνια αργότερα, το 1953, στο πλαίσιο του ∆ιεθνούς Συνεδρίου Ποινικού ∆ικαίου στη Ρώµη µε θέµα «Προστασία ατοµικής ελευθερίας κατά τη διάρκεια της ανακρίσεως», πολλοί από τους συνέδρους υποστήριξαν ότι ένα από τα µέσα για τη διασφάλιση αυτής της προστασίας θα ήταν η ίδρυση αυτοτελούς υπηρεσίας ∆Α, ανεξάρτητης από τη ∆ιοίκηση και υποκείµενης απευθείας στη δικαιοσύνη. Τέλος, το 1990, διοργανώθηκε στη Μαδρίτη Ευρωπαϊκή ∆ιάσκεψη µε θέµα τη ∆Α, στην οποία συµµετείχαν εκ17
ΙΙ. Η αναγκαιότητα της οργανικής αυτοτέλειας της ∆ικαστικής Αστυνοµίας
πρόσωποι των κρατών - µελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Στη χώρα µας η ίδρυση ∆Α αποτελεί ήδη από το έτος 1987 πάγιο αίτηµα των δικαστικών ενώσεων και ιδίως της Ενώσεως Εισαγγελέων Ελλάδος, ενώ το ζήτηµα έχει συζητηθεί ευρέως και στο πλαίσιο των επιστηµονικών εκδηλώσεων της Εταιρείας ∆ικαστικών Μελετών, η οποία ενέκρινε την εισήγηση του, τότε Προέδρου Εφετών, µετέπειτα Αντιπροέδρου του ΑΠ Γεωργίου Βελλή, να ιδρυθεί στο Υπουργείο ∆ικαιοσύνης αυτοτελής υπηρεσία ∆Α, που θα στελεχώνεται από αστυνοµικούς, οι οποίοι θα έχουν τον χαρακτήρα και την υπηρεσιακή κατάσταση δικαστικών υπαλλήλων, κατά τους ορισµούς του άρθρου 92 παρ. 1-3 του Συντάγµατος. Μέσα στο κλίµα αυτό, ευνοϊκό για τη δηµιουργία ∆Α, εκδηλώθηκε σχετική νοµοθετική παρέµβαση. Ο Ν. 2145/1993 στο άρθρο 36 περιέλαβε διάταξη µε την οποία ετίθετο το θεµέλιο για την ίδρυση ∆Α. Ο νόµος διέγραφε µόνο τον σκοπό και τις αρµοδιότητες της ∆Α, κατά τα λοιπά δε και µάλιστα τόσο για την ίδρυσή της όσο και για την ρύθµιση διαφόρων θεµάτων σχετικών µε αυτή περιείχε νοµοθετική εξουσιοδότηση. Το προβλεπόµενο όµως Π.∆. δεν έχει ακόµα εκδοθεί. Τέλος, υπέρ της συστάσεως ∆Α τάχθηκαν και η Ολοµέλεια της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου µε την οµόφωνη υπ’ αριθµ. 3/2003 απόφασή της. Ούτως εχόντων των πραγµάτων, αργότερα, το φθινόπωρο του 2005, καταρτίστηκε από το Υπουργείο ∆ικαιοσύνης νοµοσχέδιο, το οποίο περιλαµβάνει πλήρη και λεπτοµερειακή ρύθµιση του θέµατος, στις γενικές γραµµές της οποίας θα αναφερθώ παρακάτω. Σηµειώνω µόνο ότι το νοµοσχέδιο αυτό είναι έργο δύο νοµοπαρασκευαστικών επιτροπών, των οποίων µέλος υπήρξε ο εκ των σηµερινών οµιλητών Καθηγητής κ. Κοτσαλής.
2. Επιχειρήµατα υπέρ και κατά της ιδρύσεως της ∆Α Η Αστυνοµία ασκεί καθήκοντα ανακριτικά (προκαταρκτική εξέταση ή προανάκριση), σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 251, 243, 33, 34 και 43, µε σκοπό τη «συλλογή και διατήρηση των αποδείξεων καθώς και για την εξασφάλιση των ιχνών του εγκλή18
µατος». Οποιοδήποτε αστυνοµικό όργανο µε ορισµένο βαθµό µπορεί να ασκεί καθήκοντα ανακριτικού υπαλλήλου, να ασκεί δηλαδή ουσιαστικά έργα αναγόµενα στην αρµοδιότητα της δικαιοσύνης, χωρίς όµως να µεταβάλλεται εξ’ αυτού η εν γένει υπηρεσιακή του κατάσταση. Εξακολουθεί να έχει τους ίδιους προϊσταµένους, όπως όλοι οι οµοιόβαθµοί του στο σώµα της ΕΛ.ΑΣ., κρίνεται από τα ίδια υπηρεσιακά συµβούλια και ελέγχεται από τα ίδια πειθαρχικά συµβούλια, όπως εκείνοι. Εποµένως, έχει τις ίδιες εξαρτήσεις από την Εκτελεστική Εξουσία, όπως και κάθε άλλο αστυνοµικό όργανο (βλ. Εισήγηση Γ. Βελλή στην Εταιρεία ∆ικαστικών Μελετών, Υπεράσπιση 1991, σ. 123 επ.). Αντίθετα, µε την ίδρυση Αστυνοµίας υπαγόµενης και ελεγχόµενης απευθείας από την ∆ικαστική Εξουσία τέτοιες εξαρτήσεις θα εκλείψουν, τα δε όργανά της θα εµποτισθούν βαθµιαίως µε το πνεύµα σεβασµού της νοµιµότητας που διέπει το δικαστικό σώµα. (βλ. το αναφερόµενο από τον Σ. Αλεξιάδη, Ανακριτική, 5η έκδ. 2003, σ. 124 υπόµνηµα της ∆ιεθνούς Εταιρίας Ποινικού ∆ικαίου προς την Κοινωνία των Εθνών). Περαιτέρω, όπως είναι γνωστό, οι αστυνοµικές αρχές βαρύνονται µε πλείστα όσα καθήκοντα, όπως η τήρηση της τάξεως, η αντιµετώπιση διαφόρων κινητοποιήσεων, η φρούρηση προσώπων και κτιρίων κλπ. Τούτο µάλιστα συµβαίνει ιδίως στα µεγάλα αστικά κέντρα, όπου η εγκληµατικότητα εκδηλώνεται εντονότερα. Έτσι, η εκτέλεση των προανακριτικών καθηκόντων τους, η εκτέλεση διαφόρων παραγγελιών και ενταλµάτων καθώς και η επίδοση κλήσεων έπεται και καθυστερεί, πράγµα που έχει ως συνέπεια την αναβολή των δικών, την παραγραφή ποινικών αδικηµάτων και τη µαταίωση εκτελέσεως των ποινικών αποφάσεων. Οι δυσµενείς αυτές συνέπειες για την ταχύτητα και την αποτελεσµατικότητα της απονοµής της ποινικής δικαιοσύνης µπορεί να αποφευχθούν µε την ίδρυση ∆Α, η οποία, ευρισκόµενη σε άµεση υπηρεσιακή και τοπική σχέση µε τους εισαγγελείς και τους ανακριτές, θα µπορούσε, απερίσπαστη, να βοηθήσει το έργο τους και να συντελέσει στην επίτευξη των σκοπών της ∆ικαιοσύνης (βλ. το
19
από 12-6-1987 υπόµνηµα της Ενώσεως Εισαγγελέων Ελλάδος προς τον Υπουργό ∆ικαιοσύνης). Αντιθέτως, οι επικριτές της λύσεως της ∆Α (βλ. για τις αντίθετες απόψεις Σ. Αλεξιάδη ανωτ. σελ. 124 επ.) προβάλλουν ότι αυτή είναι αντίθετη προς τη σύγχρονη ανάγκη και έννοια της αστυνοµίας. ∆ιότι η αστυνοµία είναι οργανισµός ενιαίος. Η αστυνοµία τάξεως και καταδιώξεως έχουν άρρηκτο δεσµό αµοιβαίας συνεργασίας, ώστε είναι αδιανόητο από τον ενιαίο αυτόν οργανισµό να αποσπασθεί η αστυνοµία καταδιώξεως. Οι δισταγµοί για τη δηµιουργία ιδιαίτερης δικαστικής αστυνοµίας ή αστυνοµίας καταδιώξεως είναι µάλιστα ισχυρότεροι, ιδιαίτερα σε κράτη, των οποίων οι αστυνοµικές υπηρεσίες έχουν αποκτήσει φήµη (π.χ. Scotland Yard). Από την αντιπαράθεση των επιχειρηµάτων νοµίζω ότι γίνεται σαφές ότι τα υπέρ του θεσµού της ∆Α επιχειρήµατα, ήτοι η διασφάλιση ανεξαρτησίας και αντικειµενικότητας δράσεως των αστυνοµικών οργάνων που επικουρούν το έργο της ∆ικαιοσύνης, η αµεσότητα εµπλοκής τους και η αγαθή επίδραση στην επιτάχυνση της απονοµής της δικαιοσύνης είναι ουσιαστικότερα και σηµαντικότερα σε σχέση µε τα αντεπιχειρήµατα που ανάγονται µάλλον σε οργανωτικής φύσεως αντιρρήσεις. Πάντως και αυτά είναι άξια προσοχής. Γι’ αυτό µια αλλαγή του ισχύοντος καθεστώτος πρέπει να γίνει µε περίσκεψη και φειδώ. ΙΙΙ. Υπάρχουσα νοµοθετική ρύθµιση. Σχέδιο νόµου «Για τη σύσταση ∆ικαστικής Αστυνοµίας»
Την συνετή µέση λύση αποτελούν νοµίζω το ήδη ψηφισµένο από τη Βουλή νοµοθετικό πλαίσιο του άρθρου 36 του Ν. 2145/1993 για την ίδρυση και λειτουργία της ∆Α, η οποία όµως δεν έχει ακόµη υλοποιηθεί λόγω µη εκδόσεως των προβλεποµένων προεδρικών διαταγµάτων, καθώς και το ολοκληρωµένο πλέον, αλλά της ίδιας εµπνεύσεως, σχέδιο νόµου, στο οποίο ως
20
νεότερο και αρτιότερο θα αναφέροµαι στη συνέχεια. Οι βασικότερες προβλέψεις του εν λόγω σχεδίου νόµου είναι οι εξής: 1. Ιδρύεται στις Εισαγγελίες υπηρεσία ∆Α, η οποία τελεί υπό την άµεση διεύθυνση του οικείου Εισαγγελέα και υπάγεται στο Υπουργείο ∆ικαιοσύνης (άρθρα 1, 7). 2. Σκοπός της ∆Α είναι η υποβοήθηση του Εισαγγελέα στην εκτέλεση των καθηκόντων του (άρθρο 2 § 1). 3. Οι αρµοδιότητες της ∆Α είναι (άρθρο 2 § 2): α) η διενέργεια συµπληρωµατικής προανάκρισης ή προκαταρκτικής εξέτασης µετά την υποβολή της σχετικής δικογραφίας στον Εισαγγελέα, β) η βεβαίωση αξιόποινων πράξεων, γ) η σύλληψη του δράστη στην περίπτωση αυτοφώρου εγκλήµατος, δ) η επίδοση ποινικών δικογράφων, ε) η εκτέλεση ποινικών αποφάσεων, ενταλµάτων συλλήψεως, προσωρινής κράτησης και βίαιης προσαγωγής, στ) η ευταξία των δικαστικών συνεδριάσεων, ζ) η ασφαλής µεταγωγή των κρατουµένων στα δικαστήρια όπου καλούνται ή στους ανακριτές ή στους προανακριτικούς υπαλλήλους για ανάκριση, η) η συνεργασία µε τις ξένες δικαστικές ή αστυνοµικές αρχές και η διεκπεραίωση αιτηµάτων δικαστικής συνδροµής των ως άνω αρχών, θ) κάθε άλλη διαδικαστική πράξη της ποινικής διαδικασίας που θα της ανατεθεί από τον αρµόδιο Εισαγγελέα. 4. ∆εν θίγονται οι αρµοδιότητες της ΕΛ.ΑΣ. και των λοιπών ∆ιωκτικών Αρχών καθώς και η σχέση τους µε τις Εισαγγελικές Αρχές (άρθρο 2 § 4). 5. Ο ∆ιευθύνων την οικεία Εισαγγελία Πρωτοδικών προΐσταται όλων των επί µέρους υπηρεσιών της ∆Α, ο
21
δε Εισαγγελέας Εφετών ασκεί την εποπτεία και τα καθήκοντα επιθεώρησης (άρθρο 7). 6. Το αστυνοµικό προσωπικό της ∆Α υπάγεται στις διατάξεις του Ν. 2683/1999 περί κυρώσεως του Κώδικα Κατάστασης ∆ηµοσίων, Πολιτικών, ∆ιοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.∆.∆. οι διατάξεις του οποίου εφαρµόζονται, εφόσον δεν έρχονται σε αντίθεση µε τις διατάξεις του νόµου αυτού (άρθρο 9). 7. Στο σχέδιο νόµου περιέχονται ειδικές διατάξεις για το πειθαρχικό δίκαιο και την επιθεώρηση του προσωπικού της ∆Α (άρθρα 10 έως και 14 και 7 και 17 αντιστοίχως). 8. Ορίζεται (άρθρο 8 § 3) ότι µε κοινή απόφαση του Υπουργού ∆ικαιοσύνης και του αρµοδίου, κατά περίπτωση Υπουργού, µπορεί, ύστερα από αίτηση του αρµοδίου Εισαγγελέα, να αποσπάται στην Υπηρεσία της ∆ικαστικής Αστυνοµίας για χρονικό διάστηµα δύο ετών προσωπικό του ευρύτερου ∆ηµόσιου Τοµέα, προκειµένου να βοηθά το έργο της, είτε µε την ιδιότητα του προανακριτικού υπαλλήλου, αν έχει την ιδιότητα αυτή βάσει της κειµένης νοµοθεσίας, είτε µε την ιδιότητα του πραγµατογνώµονα. Η απόσπαση µπορεί να ανανεωθεί µία µόνο φορά και για ίσο χρονικό διάστηµα ύστερα από πρόταση του αρµόδιου εισαγγελέα. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι µε βάση το σχέδιο νόµου δηµιουργείται ειδική ∆Α προς υποβοήθηση του έργου του Εισαγγελέα, στον οποίο και υπάγεται αµέσως, χωρίς όµως να διασπάται η κοινή Αστυνοµία (ΕΛ.ΑΣ), αφού οι αρµοδιότητες αυτής και των βαθµοφόρων της που έχουν την ιδιότητα του ανακριτικού υπαλλήλου δεν καταργούνται. Ιδρύεται εποµένως µια παράλληλη αρµοδιότητα. Ο Εισαγγελέας, κατά την άσκηση των αρµοδιοτήτων του όσον αφορά τη διεύθυνση της προκαταρκτικής εξετάσεως και της προανακρίσεως ή την εκτέλεση ενταλµάτων ή αποφάσεων ποινικών δικαστηρίων, µπορεί είτε να χρησιµοποιεί για τη διενέργεια συγκεκριµένων ανακριτικών πράξεων την άµεσα ελεγχόµενη
22
από αυτόν ∆Α, όταν θέλει να έχει αµεσότερα και ταχύτερα αποτελέσµατα, είτε να απευθύνεται δίνοντας σχετικές παραγγελίες στις κοινές αστυνοµικές αρχές, οσάκις κρίνει για παράδειγµα ότι έχει ανάγκη από τις οργανωµένες υπηρεσίες τους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο Εισαγγελέας µπορεί, κατά την εκτίµησή του, σε κάθε συγκεκριµένη περίπτωση να επωφελείται τόσο από την αµεσότητα και την ταχύτητα δράσεως καθώς και την αξιοπιστία της ∆Α, όσο και από τα οργανωτικά πλεονεκτήµατα και τα πλεονεκτήµατα κλίµακος και µέσων που προσφέρει η υπάρχουσα δοµή της κοινής Αστυνοµίας, µε την όποια παράδοση αυτή διαθέτει. Εξάλλου, το µικτό αυτό σύστηµα των παραλλήλων αρµοδιοτήτων αναµένεται, όπως σηµειώνεται στην 3/2003 απόφαση της Ολοµέλειας της Εισαγγελίας του ΑΠ, να έχει το αγαθό αποτέλεσµα της δραστηριοποιήσεως των κοινών αστυνοµικών αρχών, λόγω του πνεύµατος άµιλλας που µπορεί να αναπτυχθεί µεταξύ των δύο αστυνοµικών σωµάτων. Τελειώνω µε δύο ή τρεις σύντοµες παρατηρήσεις επί του νοµοσχεδίου. Πρώτον ως προς το υπηρεσιακό καθεστώς του προσωπικού της ∆Α, το σχέδιο νόµου παραπέµπει, κατά τρόπο γενικό, στον Κώδικα Κατάστασης ∆ηµοσίων, Πολιτικών, ∆ιοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων ΝΠ∆∆. Πέραν των προβληµάτων που µπορεί να προκαλέσει η αόριστη αυτή αναφορά, νοµίζω ότι, ειδικά στο θέµα των προαγωγών και λοιπών υπηρεσιακών µεταβολών, ενδείκνυται η ανάλογη εφαρµογή των διατάξεων που ισχύουν για τους υπαλλήλους της γραµµατείας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών ή η πρόβλεψη αναλόγου εµπνεύσεως ειδικού καθεστώτος. Η λύση αυτή θα εναρµονιζόταν περισσότερο µε τις προβλέψεις για το πειθαρχικό δίκαιο του προσωπικού της ∆Α, αλλά και το όλο πνεύµα του νοµοσχεδίου. ∆εύτερον η πολύ χρήσιµη πρόβλεψη για απόσπαση στην Υπηρεσία της ∆ικαστικής Αστυνοµίας εξειδικευµένου προσωπικού του ευρύτερου δηµόσιου τοµέα θα έπρεπε ίσως να συνοδευτεί µε την κατ’ αρχήν σε κάθε περίπτωση απονοµή σε αυτό της ιδιότητας του προανακριτικού υπαλλήλου, έστω και αν δεν την έχει προ της
23
αποσπάσεώς του. Τέλος, κρίνεται απαραίτητο να ορισθεί ρητώς ότι η ∆Α και οι αποσπώµενοι εξειδικευµένοι υπάλληλοι θα µπορούν επίσης να υποστηρίζουν και το έργο των τακτικών ανακριτών. Ο θεσµός της ∆ικαστικής Αστυνοµίας είναι πολύ χρήσιµος και είναι καιρός να εφαρµοσθεί και στην Ελλάδα µε τη µορφή, σε γενικές γραµµές, που προβλέπει το νοµοσχέδιο. Σίλα Αλεξίου: Ευχαριστούµε τον κ. Τέντε. Και τώρα ο Πρόεδρος της Εταιρείας ∆ικαστικών Μελετών κ. Χαµηλοθώρης θα πάρει τον λόγο. Ιωάννης Χαµηλοθώρης, Πρόεδρος Εφετών, Πρόεδρος της Εταιρείας ∆ικαστικών Μελετών
1. Όπως ξέρουµε, στους γενικούς και ειδικούς προανακριτικούς υπαλλήλους που, σύµφωνα µε τα άρθρα 33 και 34 του ΚΠ∆, µπορούν να ενεργούν προκαταρκτική εξέταση και προανάκριση στο πλαίσιο της προδικασίας της ποινικής δίκης, εντάσσονται και οι αστυνοµικοί (από ένα ορισµένο βαθµό και πάνω). Τα ανακριτικά καθήκοντα (προκαταρκτικής εξέτασης και προανάκρισης) των ανακριτικών υπαλλήλων, δηλαδή µεταξύ άλλων και των αστυνοµικών, προσδιορίζονται ειδικότερα από το άρθρο 251 του ΚΠ∆, στο οποίο επισηµαίνεται ότι ο ανακριτής και οι ανακριτικοί υπάλληλοι «…ενεργούν οτιδήποτε είναι αναγκαίο για τη συλλογή και διατήρηση των αποδείξεων, καθώς και για την εξασφάλιση των ιχνών του εγκλήµατος». Ενεργώντας έτσι η αστυνοµία, γίνεται φανερό ότι αναπτύσσει τη δραστηριότητά της στο πεδίο καταστολής του εγκλήµατος και, παρεµβαλλόµενη στο στάδιο της προδικασίας της ποινικής δίκης, διευκολύνει το έργο των δικαστικών αρχών (εισαγγελικών, ανακριτικών, δικαστηρίου) µε τη συγκέντρωση και διατήρηση του
24
κρίσιµου αποδεικτικού υλικού. Συντείνει, δηλαδή, η άσκηση της δραστηριότητας αυτής της αστυνοµίας στην πληρέστερη και ασφαλέστερη άσκηση του δικαιοδοτικού έργου των ποινικών δικαστηρίων. Από την άποψη αυτή, από λειτουργική δηλαδή άποψη, µπορεί να ειπωθεί ότι η αστυνοµία ενεργεί ως δικαστική αστυνοµία, είναι, µε άλλα λόγια, δικαστική αστυνοµία. Όργανα της δικαστικής αυτής αστυνοµίας είναι οι γενικοί και ειδικοί αστυνοµικοί ανακριτικοί υπάλληλοι που προβλέπονται από τα άρθρα 33 και 34 του ΚΠ∆. 2. Εκτός όµως από την αστυνοµία αυτή έχουµε, από λειτουργική πάντοτε άποψη, και τη διοικητική αστυνοµία. Η αστυνοµία αυτή, πέρα από την άσκηση καθαρώς διοικητικών καθηκόντων έχει ως έργο την πρόληψη του εγκλήµατος. Όπως γίνεται φανερό, η αστυνοµία αυτή κινείται και ενεργεί έξω από τη σφαίρα της ποινικής δικαιοδοσίας (σε ένα προστάδιο πριν εισέλθουµε στη σφαίρα της ποινικής δικαιοδοσίας). 3. Αυτά από λειτουργική άποψη. Από οργανική άποψη, που είναι και το κρίσιµο ζήτηµα, δεν υπάρχει καµιά διάκριση µεταξύ διοικητικής και δικαστικής αστυνοµίας, αφού οι αντίστοιχες αρµοδιότητες δεν ασκούνται από ιδιαίτερη, οργανικά αυτοτελή υπηρεσία. Οποιοσδήποτε αστυνοµικός, που φέρει ορισµένο βαθµό, µπορεί να ασκήσει καθήκοντα ανακριτικού υπαλλήλου, χωρίς το γεγονός αυτό να επηρεάζει την εν γένει υπηρεσιακή του κατάσταση. Με άλλα λόγια οι αστυνοµικοί που εκπληρώνουν καθήκοντα ανακριτικού υπαλλήλου, δηλαδή καθήκοντα ουσιαστικά δικαστικής αστυνοµίας, βρίσκονται οργανικά συναρθρωµένοι στο εντεταγµένο στην εκτελεστική εξουσία αστυνοµικό σώµα και έχουν τις ίδιες εξαρτήσεις από την εξουσία αυτή, όπως και κάθε άλλο αστυνοµικό όργανο. 4. Μολονότι οι αστυνοµικοί ανακριτικοί υπάλληλοι εξυπηρετούν κατ’ εξοχήν το έργο της δικαστικής λειτουργίας, ο σύνδεσµος
25
αυτών µε το χώρο της δικαιοσύνης και πρωτίστως µε τις δικαστικές αρχές (εισαγγελέα, ανακριτή, δικαστικά συµβούλια, δικαστήρια) παραµένει ιδιαίτερα χαλαρός. Ειδικότερα οι σχέσεις των ανακριτικών υπαλλήλων της αστυνοµίας µε τις δικαστικές αρχές οριοθετούνται από το άρθρο 18 παρ.1 του ν. 1481/1984 (Οργανισµός του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη), το οποίο παραπέµπει στον Οργανισµό των ∆ικαστηρίων και στον ΚΠ∆, από το άρθρο 9 του Οργανισµού των ∆ικαστηρίων (σχέσεις δικαστικών και αστυνοµικών αρχών) και από το άρθρο 13 του ΚΠ∆ (σχέσεις της εισαγγελίας και των δικαστηρίων µε άλλες αρχές). Αξίζει να επισηµάνουµε από τις διατάξεις αυτές, τις προβλέψεις του άρθρου 9, σύµφωνα µε τις οποίες η υπαίτια παράβαση της υποχρέωσης των αστυνοµικών οργάνων να εκτελούν αµέσως και απροφασίστως τις παραγγελίες των δικαστικών αρχών συνιστά πειθαρχικό αδίκηµα, ότι ο εισαγγελέας του τόπου της υπηρεσίας του αστυνοµικού ενεργεί στην προηγούµενη περίπτωση τις αναγκαίες πράξεις για τη βεβαίωση του αδικήµατος και ασκεί την πειθαρχική δίωξη και ότι πειθαρχική δικαιοδοσία ασκούν τα συµβούλια πληµµελειοδικών και εφετών σε πρώτο και δεύτερο βαθµό αντίστοιχα. Θα πρέπει ακόµη να αναφέρουµε τις διατάξεις του άρθρου 249 παρ. 2 και 3 ΚΠ∆, οι οποίες ρυθµίζουν τις σχέσεις των ανακριτικών υπαλλήλων µε τον ανακριτή και επιτρέπουν στον τελευταίο να προστρέξει στη βοήθεια των ανακριτικών υπαλλήλων, µόνο όµως όταν πρόκειται να ενεργηθούν ανακριτικές πράξεις εκτός της έδρας ή της περιφέρειάς του. Αν πρόκειται για ανακριτικές πράξεις στην έδρα του ανακριτή, µπορεί αυτός να τις αναθέσει σε ανακριτικό υπάλληλο, εφόσον συντρέχει εξαιρετική περίπτωση και ειδοποιήσει ταυτόχρονα τον οικείο εισαγγελέα εφετών. 5. Οι πενιχρές αυτές διατάξεις δεν είναι βέβαια ικανές, όπως γίνεται φανερό, να προσδώσουν τον αναγκαίο οργανικό σύνδεσµο µεταξύ δικαστικών αρχών και αστυνοµικών ανακριτικών
26
υπαλλήλων. Είναι επιτακτική λοιπόν η ανάγκη της αναδιοργάνωσης της δικαστικής αστυνοµίας και της ίδρυσης ενός ξεχωριστού σώµατος δικαστικής αστυνοµίας, οργανικά συναρθρωµένου µε τη δικαστική λειτουργία, στην οποία και φυσιολογικά ανήκει, εφόσον το έργο αυτής καίρια υποβοηθεί. Η ανάγκη αυτή καθίσταται επιτακτικότερη, αν αναλογιστούµε τη σύνθετη και πολύπλοκη µορφή που έχει πλέον πάρει η σύγχρονη εγκληµατικότητα, η οποία επιβάλλει τον εµπλουτισµό της δικαστικής αστυνοµίας µε ειδικούς εµπειρογνώµονες και τεχνικά µέσα. 6. Το θέµα είχε απασχολήσει παλαιότερα (1990) την Εταιρία ∆ικαστικών Μελετών. Είχε τότε διατυπώσει, µε εισήγηση του Προέδρου Εφετών και µετέπειτα Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βελλή, κάποιες θέσεις και προτάσεις, οι οποίες εξακολουθούν να παραµένουν επίκαιρες και για το λόγο αυτό αξίζει να τις αναφέρουµε συνοπτικά: Α) Ίδρυση σε ορισµένες µεγάλες πόλεις (κυρίως σε έδρες εφετείων) ειδικών τµηµάτων δικαστικής αστυνοµίας, στελεχωµένων µε αστυνοµικούς ειδικευµένους στη δίωξη του εγκλήµατος. Τα τµήµατα αυτά πρέπει να τελούν υπό την άµεση διεύθυνση του εισαγγελέα πληµµελειοδικών και τη συναφή εποπτεία του εισαγγελέα εφετών. Όταν ο εισαγγελέας κρίνει ότι η επικείµενη κύρια ανάκριση έχει ανάγκη υποβοήθησης από παράλληλη αστυνοµική έρευνα, µε την πράξη της παραγγελίας προς τον ανακριτή θα θέτει στη διάθεση του τελευταίου ένα ή περισσότερα της δικαστικής αστυνοµίας, τα οποία εφεξής θα ενεργούν υπό την εποπτεία και τις οδηγίες του ανακριτή. Ο εισαγγελέας θα υποχρεούται να διαθέτει τους προαναφερόµενους αστυνοµικούς, αν το ζητήσει ο ανακριτής σε οποιαδήποτε φάση της ανάκρισης. Κατά το χρόνο της θητείας τους στη δικαστική αστυνοµία τα αστυνοµικά όργανα θα τελούν σε σχέση υπηρεσιακής και πειθαρ27
χικής εξάρτησης µόνο προς τη δικαστική αρχή. Ειδικότερα, για την ικανότητα και τις επιδόσεις τους θα συντάσσονται εκθέσεις από τον εισαγγελέα πρωτοδικών (ύστερα από γνώµη του ανακριτή) για τους κατώτερους βαθµούς και από τον εισαγγελέα εφετών για τους ανώτερους βαθµούς. Τις προαγωγές και κάθε άλλη υπηρεσιακή µεταβολή θα ενεργούν τα δικαστικά συµβούλια κατ’ αναλογία των ισχυόντων για τους υπαλλήλους της γραµµατείας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών (άρθρ. 92 του Σ.). Β) Ως εναλλακτική πρόταση, ίδρυση αυτοτελούς υπηρεσίας δικαστικής αστυνοµίας, που θα υπάγεται στο Υπουργείο ∆ικαιοσύνης και θα στελεχώνεται από αστυνοµικούς που θα έχουν το χαρακτήρα και την υπηρεσιακή κατάσταση δικαστικών υπαλλήλων κατά τους ορισµούς του άρθρου 92 παρ. 1-3 του Συντάγµατος, µε ιδιαίτερη επιλογή, ειδική εκπαίδευση σε αστυνοµικές σχολές στην Ελλάδα και το εξωτερικό, ειδική επιµόρφωση στο Κέντρο Σπουδών (ήδη Σχολή ∆ικαστών) και µε αυτοτελή βαθµολογική εξέλιξη. Ως προς τη λειτουργική σχέση τους µε την εισαγγελία και τον ανακριτή ισχύουν όσα εκτέθηκαν στην πρώτη πρόταση. Γ) Έως ότου συσταθεί υπηρεσία δικαστικής αστυνοµίας µε κάποια από τις προαναφερόµενες µορφές, µπορεί να αναµορφωθεί η ρύθµιση του άρθρου 249 του ΚΠ∆, έτσι ώστε να παρασχεθεί στον ανακριτή, α) η εξουσία να χρησιµοποιεί τις υπηρεσίες οποιωνδήποτε ανακριτικών υπαλλήλων για τις ανάγκες της ανάκρισης και β) η δυνατότητα να ζητεί τη διάθεση την απόσπαση στο ανακριτικό γραφείο ενός ή περισσότερων αστυνοµικών οργάνων, η συνδροµή των οποίων κρίνεται απαραίτητη ή χρήσιµη για τη διεξαγωγή της ανάκρισης σε ορισµένες υποθέσεις ειδικού χαρακτήρα. Οι προτάσεις αυτές της Εταιρίας ∆ικαστικών Μελετών εξακολουθούν, όπως είπα, να διατηρούν, παρά την αναπόφευκτη σκόνη του χρόνου, την επικαιρότητά τους, και µπορούν να αποτελέσουν τον πυρήνα για τη δηµιουργία ενός σύγχρονου σώµατος ή, αν θέλετε, υπηρεσίας δικαστικής αστυνοµίας, που θα ανταπο28
κρίνεται στις ανάγκες των καιρών. Σίλα Αλεξίου: Ευχαριστούµε τον κ. Χαµηλοθώρη. Και τώρα ο ∆ικηγόρος, κ. Βασίλης ∆ηµακόπουλος και µέλος του ∆.Σ. της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων. Βασίλης ∆ηµακόπουλος, ∆ικηγόρος, Μέλος του ∆.Σ. της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων
Κυρίες και Κύριοι ∆ικαστικοί και Εισαγγελικοί Λειτουργοί, Κύριοι Καθηγητές της Νοµικής Σχολής, Κύριε Πρόεδρε του ∆ικηγορικού Συλλόγου, Κυρίες και Κύριοι συνάδελφοι, Η ιστορική αναδροµή υπήρξε πλέον ή πλήρης, όπως και η αναφορά στις προβλέψεις για την σύσταση ∆ικαστική Αστυνοµίας. Οµοίως αναλυτική αναφορά έγινε στο σχέδιο νόµου του έτους 2005 και στα επιχειρήµατα υπέρ και κατά της ίδρυσης ∆ικαστικής Αστυνοµίας. Θα µου συγχωρήσει ο κ. Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου να αναφερθώ, πλέον των επιχειρηµάτων που ανέπτυξε, στους λόγους για τους οποίους µέχρι σήµερα η προσπάθεια εξαντλήθηκε στο επίπεδο νοµοθετικής απόπειρας. Ο πρώτος λόγος είναι η άρνηση ή τουλάχιστον η απροθυµία του Υπουργείου ∆ηµόσιας Τάξης, να στέρξει στην ίδρυση δικαστικής Αστυνοµίας για να µην αποστερηθεί του κυρίου έργου της η υπάρχουσα Αστυνοµία, από το οποίο αντλεί το κύρος του και νοµιµοποιείται η ύπαρξή του. Και αφορά όχι συγκεκριµένο Υπουργό, αλλά διαχρονικώς διάφορους. Ο δεύτερος λόγος είναι οικονοµικός. Η σύσταση ενός καινούργιου σώµατος που για την αντιµετώπιση της σύγχρονης µορφής εγκληµατικότητας, απαιτείται να συγκροτηθεί από πρόσωπα µε εξειδικευµένες γνώσεις υψηλού επιπέδου -άρα και ικανοποιη29
τικές αποδοχές- προϋποθέτει σηµαντικότατη δαπάνη. Η τελευταία προσαυξάνεται από την ανάγκη κτιριακών εγκαταστάσεων σε πολλές πόλεις της χώρας, όπου η έδρα Εφετείου και την όµοια δηµιουργίας σύγχρονων εργαστηρίων επανδρωµένων µε επιστηµονικό προσωπικό υψηλής κατάρτισης. Παρά την διαγνωσµένη ανάγκη παροχής βοήθειας στα εισαγγελικά και ανακριτικά έργα από πρόσωπα µε εξειδικευµένες γνώσεις, η δαπάνη που απαιτείται είναι µεγάλη. Υπό τις σηµερινές µάλιστα οικονοµικές συνθήκες, υπό τις οποίες συζητείται, ως αναγκαιότητα, η µείωση µισθών ή διατυπώνονται ερωτηµατικά και επιφυλάξεις για την δυνατότητα καταβολής των συντάξεων, θεωρώ εξαιρετικά δύσκολο να συσταθεί δικαστική αστυνοµία. Για να έχουµε την επάρκεια πληροφόρησης, ώστε να διατυπώνεται ορθότερα η γνώµη µας θα επιχειρήσω σύντοµη συγκριτική επισκόπηση του αλλοδαπού δικαίου. Από τις ευρωπαϊκές χώρες µόνον η Πορτογαλία και η Ιταλία διαθέτουν αυτόνοµη ∆ικαστική Αστυνοµία, εξαρτώµενη δηλαδή ευθέως επιχειρησιακά και υπηρεσιακά µόνο από τις αρµόδιες δικαστικές αρχές. Αντίθετα, στις υπόλοιπες χώρες, όπως η Γαλλία, το Βέλγιο, η Γερµανία και η Ισπανία υφίσταται ∆ικαστική Αστυνοµία ως ειδικό σώµα µε την έννοια της ανάθεσης προανακριτικών καθηκόντων σε αστυνοµικές αρχές, παρόµοιες µε αυτές της ισχύουσας Ελληνικής Νοµοθεσίας. Ειδικότερα, στη Γαλλία υπάγεται υπηρεσιακά στον Υπουργό Εσωτερικών και αποτελεί ξεχωριστή ∆ιεύθυνση της Αστυνοµίας. Τελεί δε υπό την εποπτεία του Εισαγγελέα (βλ. άρθ. 12 και επ. γαλλΚΠ∆), εκτελώντας τις διαταγές των δικαστικών αρχών. Έτσι, έχει ως αποστολή την βεβαίωση των εγκληµάτων, τη συγκέντρωση των αποδεικτικών µέσων και την αναζήτηση των δραστών. Εκτελεί δε τις αποφάσεις-διατάξεις του ανακριτή. Μάλιστα, στην υπόθεση Olivier Foll της 26-2-1997 (αµετάκλητη απόφαση µετά από απόρριψη σχετικής αίτησης αναίρεσης) κρίθηκε ότι οι αξιωµατούχοι της αστυνοµίας που αρνήθηκαν να διενεργήσουν κατ’ οίκον έρευνα στην κατοικία του ∆ηµάρχου του Παρισίου, λόγω
30
του ότι τους απαγόρευσε ο προϊστάµενος - ∆ιευθυντής της ∆ικαστικής Αστυνοµίας, κακώς δεν υπάκουσαν στην εντολή του ανακριτή, και ο ∆ιευθυντής τους τέθηκε σε εξάµηνη διαθεσιµότητα (κατ’ άρθ. 227 γαλλΚΠ∆). Στην Ισπανία οµοίως υπάγεται η ∆ικαστική Αστυνοµία, επιχειρησιακώς µεν στην εξουσία των δικαστικών αρχών, υπηρεσιακώς δε στο Υπουργείο Εσωτερικών ως ξεχωριστή ∆ιεύθυνση της Αστυνοµίας. Η θέση της αστυνοµίας στη Γερµανία παρουσιάζει ιδιαίτερες οµοιότητες µε την αντίστοιχή της στην Ελλάδα. Έτσι, αποτελεί βοηθητικό όργανο της εισαγγελικής αρχής, υπό την εποπτεία της οποίας βρίσκεται. Η τελευταία, άλλωστε, είναι η κυρία υπεύθυνη της διερευνητικής - ανακριτικής διαδικασίας. Η αστυνοµία, βέβαια, µπορεί να διερευνά αυτόνοµα αξιόποινες πράξεις όταν υπάρχουν ενδείξεις για την τέλεσή τους, κατά το άρθ. 163 παρ. 1 γερµΚΠ∆, οπότε όµως οφείλει να διαβιβάζει χωρίς καθυστέρηση τη σχετική δικογραφία στην εισαγγελική αρχή. Σίλα Αλεξίου: Φθάσαµε στο τέλος των εισηγήσεων. Ο κ. Καρράς θα ήθελε να κάνει µια παρέµβαση. Να τον ακούσουµε. Παρέµβαση κ. Αργύρη Καρρά, Οµότιµου καθηγητή Νοµικής Σχολής Αθηνών:
Ζητώ συγγνώµη που σας ενοχλώ αλλά επειδή έγινε αναφορά στη ρύθµιση του νόµου 2145 και του άρθρου 36 που ίδρυσε στη χώρα µας ∆ικαστική Αστυνοµία, διότι πράγµατι έχει ιδρυθεί ∆ικαστική Αστυνοµία, ανεξάρτητα από το αν λειτούργησε λόγω της µη έκδοσης Προεδρικού ∆ιατάγµατος και επειδή ήµουν τότε Γραµµατέας του Υπουργείου ∆ικαιοσύνης και επειδή ήµουν πεπεισµένος επιστηµονικά για τη σηµασία και την αξία της ίδρυσης της ∆ικαστικής Αστυνοµίας, συνέταξα αυτή τη διάταξη (και άλλες πολλές δια31
τάξεις του αρ. 36, οι οποίες συνετάχθησαν από µένα), ήθελα να δώσω µερικές εξηγήσεις, επειδή ελέχθησαν µερικά πράγµατα, του τι ακριβώς συνέβη. Πράγµατι προηγήθηκε µια µακρά και έντονη συζήτηση µε το Υπουργείο ∆ηµόσιας Τάξης. Η αντίδραση ήταν µη δυνάµενη να µπορέσει το Υπουργείο ∆ικαιοσύνης να την ξεπεράσει. Τέθηκε ακόµη υπόψην και του τότε Πρωθυπουργού, συνέστησε µια λύση ενδιάµεση και µε αυτή την έννοια σκέφθηκα τη λύση του Προεδρικού ∆ιατάγµατος µε την ελπίδα ότι στη συνέχεια θα µπορούσε να προχωρήσει η έκδοση Π.∆. Παράλληλα όµως προσπαθώντας να δώσω άµεση λύση έδωσα και τις προαναφερθείσες διατάξεις µε κοινές υπουργικές αποφάσεις, τουλάχιστον στις τρεις µεγάλες εισαγγελίες της χώρας, θεώρησαν ότι είναι πολύ πιο εύκολη η έκδοση κοινών υπουργικών αποφάσεων και να αποσπώνται ιδίως στην Εισαγγελία των Πρωτοδικών Αθηνών ειδικοί επιστήµονες και υπάλληλοι από όλα τα Υπουργεία χηµικοί, ιατροί, φαρµακοποιοί κτλ. - η διάταξη είναι ιδιαίτερα ευρεία. Στη συνέχεια έληξε η θητεία της κυβέρνησης - και εφεξής, από το 1993 µέχρι το 2004, ουδείς ασχολήθηκε µε αυτό το θέµα. Προσωπικά το µόνο το οποίο µπορούσα να κάνω το οποίο και έκανα είναι ότι απευθυνόµουνα σε κάθε Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών µόλις αναλάµβανε, του θύµιζα τη διάταξη για την έκδοση ΚΥΑ και την επεσήµανα και έλεγα γιατί δεν ζητάτε την έκδοση αυτής της απόφασης. Ουδείς προϊστάµενος ανταποκρίθηκε µέχρι σήµερα, τουλάχιστον όσο εγώ ασχολήθηκα, διότι µετά έπαυσα να ασχολούµαι. Το 2004 µε την καινούρια κυβέρνηση τέθηκε πάλι το θέµα και υπενθύµισα στον κ. Παπαληγούρα το θέµα της διάταξης. Θεώρησε προτιµότερο να συστήσει νοµοπαρασκευαστική επιτροπή για τη σύνταξη ενός καινούργιου νόµου. Παρά τις όποιες αντιρρήσεις είχα δέχθηκα µε την προσδοκία, ότι µε µια κοινή επιτροπή στην οποία θα συµµετείχαν και εκπρόσωποι του Υπουργείου ∆ηµοσίας Τάξεως θα ήταν εφικτό να ξεπε32
ραστούν οι υπάρχουσες αντιρρήσεις και να οδηγηθούµε επιτέλους στην ίδρυση ∆ικαστικής Αστυνοµίας. Πράγµατι καταρτίστηκε το νοµοσχέδιο. Βεβαίως µε την µορφή αυτή που σας είπα, της διπλής - παράλληλης απασχόλησης – κατά την άποψή µου - η διάταξη του άρθρου 36 προβλέπει σε χωριστή ∆ικαστική Αστυνοµία - που προσωπικά πιστεύω ότι είναι η µόνη σωστή λύση. Οι παράλληλες αρµοδιότητες θα δηµιουργήσουν συγχύσεις αν ποτέ γίνουν. Και πάλι όµως ακόµη και σε αυτή την εναλλακτική διπλή λύση, οι αντιδράσεις των αξιωµατικών της ΕΛ.ΑΣ. ήταν πάρα πολύ έντονες. Το επιχείρηµα - το είπε ο κ. ∆ηµακόπουλος είναι πολύ σοβαρό. Λέει η Αστυνοµία ότι εµείς έχουµε την ευθύνη για την καταπολέµηση του εγκλήµατος - αν µας θέσετε υπό την εποπτεία ενός Εισαγγελέα δεν θα µπορούµε να κάνουµε την αποστολή µας. Και έχω την αίσθηση ότι δεν θα βρεθεί Υπουργός ∆ηµόσιας Τάξης ο οποίος θα συµφωνήσει ποτέ στην ίδρυση ∆ικαστικής Αστυνοµίας. Αυτή είναι η πραγµατικότητα. Σχεδόν ποτέ γιατί στο µέλλον µπορεί να υπάρξει διαφοροποίηση. Η τελευταία λύση, ίσως είναι η συγχώνευση των Υπουργείων ∆ικαιοσύνης και ∆ηµόσιας Τάξης και για πολλούς άλλους λόγους. Τώρα που πήρε και το όνοµα Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη ίσως είναι και πιο εύκολο µε την έννοια της προστασίας των θεµελιωδών δικαιωµάτων - αλλά πρέπει να έχει και µια ουσιαστική σηµασία. Αυτές τις σκέψεις ήθελα να πω. Ήθελα να προσθέσω ότι και για µένα υπήρχε µια πρόσφατη ενηµέρωση. Ψάχνοντας στα βιβλία µου και στα χαρτιά µου, όταν ξαναγύρισα στα πραγµατικά καθήκοντά µου, βρήκα µια οµιλία, του αείµνηστου Κωνσταντίνου Τσουκαλά στο ∆.Σ.Α εν έτι 1929 που συνιστούσε την ίδρυση της ∆ικαστικής Αστυνοµίας. 80 χρόνια µετά στην αίθουσα του ∆.Σ.Α και πιστεύω ότι είναι συµβολικό να συζητούµε ακόµα για την ίδρυση ∆ικαστικής Αστυνοµίας. Είθε ο Θεός να δώσει και να δηµιουργηθεί.
33
Σίλα Αλεξίου: Ευχαριστούµε τον κ. Καρρά. Όλοι οι οµιλητές τελικά συµφωνούν. Ο κ. Κανελλόπουλος, Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου, θα ανέβει στο βήµα. Παρέµβαση κ. ∆ηµήτρη Κανελλόπουλου, Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου.
Έθεσε µερικά πρακτικά θέµατα ο κ. ∆ηµακόπουλος. Εν πάσει περιπτώσει όµως έχουµε ένα νοµοσχέδιο, ένα σχέδιο νόµου για το οποίο µίλησε ο κύριος Καθηγητής. Ειπώθηκε από την κ. Αλεξίου από το ρεπορτάζ της ότι µπορεί ο κύριος Υπουργός να το βάλει µπροστά. Εγώ θα θέσω και ένα οικονοµικό θέµα. Ας υποθέσουµε ότι λειτουργεί η (∆.Α) - ας πούµε εδώ στην Εισαγγελία Αθηνών - πόσοι θα είναι οι αστυνόµοι; Ενας δύο; Που θα εδρεύουν αυτοί; Μην το θεωρείτε αυτό ως θέµα ανάξιο λόγου; Ειπώθηκε ότι πρέπει να αποφευχθεί η σύγχυση αρµοδιοτήτων. Που θα πάνε οι άνθρωποι αυτοί - στα δικαστήρια; Εκεί δεν χωράνε ούτε οι δικαστές. Στην αστυνοµία; Η αστυνοµία κατανέµεται σε αστυνοµικά τµήµατα. Στην κεντρική ∆ιοίκηση; Εκεί δεν θα αποφευχθεί η σύγχυση. Θα υπάρξουν αντιζηλίες κτλ. Θέλω να πω ότι και αυτά πρέπει να προβλεφθούν. (Αναφορά σε πλήθος αρµοδιοτήτων που πρέπει να έχει η ∆ικαστική Αστυνοµία και όχι µόνο στις επιδόσεις - όπως είναι η συλλογή στοιχείων - η διενέργεια προανακρίσεων, προκαταρκτικών εξετάσεων κτλ.) Καταλήγω ότι αφού υπάρχει αυτό το σχέδιο νόµου πρέπει να προβλεφθούν όλα τα πράγµατα. Σίλα Αλεξίου: Ο τέως Πρόεδρος του Αρείου Πάγου, κ. Βασίλης Κόκκινος θα κάνει µια παρέµβαση. Να διευκρινίσουµε ότι και οι εισηγητές θα µπορούν να απαντήσουν στις παρεµβάσεις που τους αφορούν.
34
Εκ πρώτης όψεως βέβαια φαίνεται ότι αποτελεί πολυτέλεια η ίδρυση της ∆ικαστικής Αστυνοµίας, άλλοι πάλι λένε ότι εν όψει της ποικιλίας των προβληµάτων που αντιµετωπίζει η χώρα µας ότι αποτελεί αβδηριτισµό . Ούτε το ένα είναι σωστό ούτε το άλλο. Βέβαια δεν πιστεύω επίσης ότι η συγχώνευση των δύο Υπουργείων, ∆ηµοσίας Τάξεως και ∆ικαιοσύνης, θα άρει τις αντιρρήσεις του σώµατος της Αστυνοµίας διότι εκεί είναι το πρόβληµα, όχι στους Υπουργούς. Η αστυνοµία δεν δέχεται την ίδρυση του σώµατος της δικαστικής αστυνοµίας. Όµως πρέπει να γίνει κατανοητό ότι το σώµα της δικαστικής αστυνοµίας θα συµβάλει εις την εξιχνίαση των εγκληµάτων, διότι ο ανακριτής θα έχει το δικαίωµα αµέσου παραγγελίας προς τα αστυνοµικά όργανα να κάνουν ορισµένες έρευνες οι οποίες προσκρούουν σε υπηρεσιακές δυσχέρειες. Έπειτα και µόνο ότι θα γίνει η εκτέλεση των ποινικών αποφάσεων που σήµερα µέγας αριθµός µένει ανεκτέλεστος αυτό και µόνο είναι µεγάλο όφελος - αυτό θα δώσει µεγάλη οικονοµική ωφέλεια στο δηµόσιο - επειτα θα αποκατασταθεί κατά κάποιο τρόπο και το κράτος δικαίου. Πιστεύω ότι είναι ανάγκη η ίδρυση του σώµατος της ∆ικαστικής Αστυνοµίας και θα συµβάλει στην απονοµή του ∆ικαίου και στη λειτουργία του Κράτους ∆ικαίου. Σίλα Αλεξίου: Ευχαριστούµε τον κ. Κόκκινο. Ο κ. Μπρακουµάτσος, Αντιπρόεδρος της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος θα ήθελε να κάνει µια παρέµβαση.
Παρέµβαση κ. Βασίλη Κόκκινου, τέως Προέδρου του Αρείου Πάγου
35
Κυρίες και κύριοι, δυο κουβέντες µόνο ήθελα να πω. Ειπώθηκε από όλους τους οµιλητές – αλλά για λόγους ιστορικούς και πρακτικούς ήθελα να πω δυο πράγµατα. Όπως ακούσατε, η έννοια της δικαστικής αστυνοµίας ήρθε στην Ελλάδα πολύ παλαιότερα αλλά υλοποιήσιµη έγινε από την Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδας, στην οποία έχω την τιµή να είµαι στο ∆.Σ. Το 1986 µε λεπτοµερές υπόµνηµα που εδόθη στον Υπουργό και ακολούθως σε όλα τα ψηφίσµατα, σε ηµερίδες, και σε επισκέψεις σε Υπουργούς, έθεσε το θέµα άλλοτε λεπτοµερέστερα και άλλοτε πιο γενικά, της αναγκαιότητας της ίδρυσης ∆ικαστικής Αστυνοµίας . Μάλιστα πρόσφατα και για λόγους καθαρά πρακτικούς είχε ζητήσει από τον Υπουργό την απόσπαση 30 εξειδικευµένων προανακριτικών υπαλλήλων στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών και ενδεχοµένως στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης. Η αναγκαιότητα για την ίδρυση της ∆ικαστικής Αστυνοµίας δεν έγινε για να κάνουµε καλύτερη την δικαστική αστυνοµία, είναι για να κάνουµε καλύτερο το προανακριτικό έργο ενόψει της σύγχρονης εγκληµατικότητας. Ενδεχοµένως και ο όρος δικαστική αστυνοµία, που χρησιµοποιούµε εδώ και αρκετές δεκαετίες δεν είναι πλέον δόκιµος και ετυµολογικά. Αυτό που είχαµε στο µυαλό µας δεν ήταν να φέρουµε απλώς κάποιους αστυνοµικούς για να κάνουν εκτέλεση των ποινών αλλά είχαµε υπόψη µας ένα αυτοτελές σώµα που θα κάνει προανάκριση χωρίς να µπλέκεται στα πόδια της ΕΛ.ΑΣ. ή οποιουδήποτε άλλου προανακριτικού σώµατος. Ίσως αυτό δεν έγινε σαφές και κακώς ίσως έχουµε στήσει στον τοίχο το Υπουργείο ∆ηµοσίας Τάξεως, του οποίου εγώ δεν είµαι υπερασπιστής, εγώ εκπροσωπώ τον εαυτό µου και την ένωση Εισαγγελέων, αλλά κύριε Πρόεδρε του ∆. Σ. Α. θα έπρεπε να είναι εδώ και κάποιος εκπρόσωπος της ΕΛ.ΑΣ. του Υπουρ36
Παρέµβαση κ. Παναγιώτη Μπρακουµάτσου, Αντιπροέδρου της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος.
Σίλα Αλεξίου: Ολοκληρώθηκε νοµίζω η συζήτηση και είναι πάρα πολύ εύκολο να συνοψίσει κανείς τα συµπεράσµατα γιατί όλοι συµφωνούν στην αναγκαιότητα ίδρυσης της ∆ικαστικής Αστυνοµίας, µε επιµέρους διαφωνίες βέβαια, διατυπώνοντας ευθέως ή εµµέσως επιφυλάξεις για το αν ποτέ µπορεί να γίνουν. Η αλήθεια είναι ότι αν γινόταν ποτέ πραγµατικότητα θα βοηθούσε πάρα πολύ την επιτάχυνση της απονοµής της δικαιοσύνης, κάτι που το έχει µεγάλη ανάγκη η δικαιοσύνη για την αποκατάσταση της αξιοπιστίας, του κύρους της και εδώ συµφωνώ µε τον κ. ∆ηµακόπουλο ότι το Υπουργείο ∆ικαιοσύνης, δεν είναι Υπουργείο “βιτρίνας”, γι’ αυτό και δεν διατίθενται µεγάλα κονδύλια για να λυθούν πολλά προβλήµατα. Γιατί ακόµη και τα κενά των δικαστικών λειτουργών και των θέσεων των δικαστικών υπαλλήλων θέλουν χρήµατα για να καλυφθούν και να απονέµεται η δικαιοσύνη ταχύτερα. Τώρα η ∆ικαστική Αστυνοµία, αν ίσως άλλαζε όνοµα, και έπαυε να λέγεται αστυνοµία, ίσως να ήταν πιο εύκολο κάποια
37
γείου ∆ηµοσίας Τάξεως για να δούµε την ανησυχία, µέχρι κάποιου σηµείου είναι δικαιολογηµένη. Αν δεν καταστεί σαφές ότι η ∆ικαστική Αστυνοµία θα είναι ένα αυτοτελές δικαστικό σώµα τότε βεβαίως και υπάρχει σύγχυση αρµοδιοτήτων και τότε δεν θα λύσουµε προβλήµατα αλλά ενδεχοµένως να δηµιουργήσουµε περισσότερα. Εγώ µε αφορµή τα όσα είπε ο κ. ∆ηµακόπουλος τάσσοµαι υπέρ της άποψης ότι η ∆ικαστική Αστυνοµία είναι ένα αυτοτελές σώµα, χωρίς αποσπάσεις, µόνο µε µετατάξεις και δηµιουργία νέων προανακριτικών υπαλλήλων. Ήθελα να απαντήσω στον κ. Καρρά ότι η ευθύνη των Εισαγγελέων δεν είναι η υλοποίηση των Προεδρικών ∆ιαταγµάτων - θεσµικά οι εισαγγελικοί λειτουργοί - τόνισαν την ανάγκη ίδρυσης της δικαστικής αστυνοµίας. Άλλο τίποτα δεν µπορούν να κάνουν όταν η Πολιτεία επί 150 χρόνια δεν µπορεί να επιλύσει το πρόβληµα. Ευχαριστώ πολύ.
στιγµή να γίνει πραγµατικότητα, διότι θα έπαυαν προφανώς και οι αντιπαλότητες µε την πραγµατική αστυνοµία, από την οποία θα στερούσε τα κυριότερα καθήκοντά της. Ας ευχηθούµε όλοι να λυθούν τα προβλήµατα, να βρεθεί η µέση λύση (δύσκολο, πολύ δύσκολο) και να γίνει η ∆ικαστική Αστυνοµία, ώστε να προχωρήσει και η δικαιοσύνη να απονέµεται, και να την εµπιστευτεί και ο πολίτης. Αυτό είναι το ζητούµενο. Σας ευχαριστούµε όλους.
38
39