Έτος:
2010 Για να διαβάσετε το έγγραφο σε πλήρη προβολή στην οθόνη σας, πατήστε παρακάτω το κουμπί “Fullscreen”
Embedded Scribd iPaper - Requires Javascript and Flash Player
∆ΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΑΘΗΝΩΝ ΓΙΩΡΓΟΥ Ι. ΚΑΣΙΜΑΤΗ
ΚΑΤΑΦΩΡΕΣ ΠΑΡΑΒΙΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ∆ΙΕΘΝΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ∆ΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΜΝΗΜΟΝΙΟ ΘΕΣΕΩΝ
ΟΙ ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ ∆ΑΝΕΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΕΛΛΑ∆ΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΕ ΚΑΙ ΤΟ ∆ΝΤ
ΑΘΗΝΑ 2010
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ
1. 2. Το πλέγµα των κειµένων .................................................... Η νοµιµότητα σύναψης και η ισχύς των Συµφωνιών ∆ανεισµού ....................................................... Το περιεχόµενο των Συµφωνιών ∆ανεισµού από τη σκοπιά του Συντάγµατος και των θεµελιωδών αρχών του ευρωπαϊκού και του διεθνούς δικαίου .............. α. Ο όρος παραίτησης της Ελλάδας από τις ασυλίες της εθνικής κυριαρχίας της ............................... β. Το δικαίωµα µεταβίβασης των δικαιωµάτων από τη Σύµβαση ............................................................ γ. Ο όρος της γνωµοδότησης των Νοµικών Συµβούλων του Κράτους για τη νοµιµότητα της Σύµβασης .............. δ. Τα δικαιώµατα των ∆ανειστών λόγω ακύρωσης των όρων της Σύµβασης ............................................... ε. Οι παραβιάσεις του ελληνικού Συντάγµατος.................. Τα µέτρα του Μνηµονίου και η παραβίαση θεµελιωδών δικαιωµάτων και θεµελιωδών αρχών ………………………. α. Η ενιαία βάση εγγυήσεων του υπερκείµενου δικαίου..... β. Οι µη συµβατές προς τις εγγυήσεις των θεµελιωδών δικαιωµάτων διατάξεις του Μνηµονίου .......................... (α) Προστασία των εγγυήσεων της ιδιοκτησίας.............. (β) Η προστασία βάσει των θεµελιωδών αρχών: του κράτους δικαίου, της ασφάλειας του δικαίου και του σεβασµού της δικαιολογηµένης εµπιστοσύνης .......................................................... (γ) Η προστασία των κοινωνικών δικαιωµάτων και της αρχής του κοινωνικού κράτους .......................... Η πρώτη νοµοθετική επιβολή µέτρων του Μνηµονίου Ο ν. 3845/2010 ................................................................... α. «Εκτελεστικός» νόµος διεθνών συµβάσεων πριν από την κύρωσή τους ..........................................
σελ. 9 13
3.
21 28
20
27
4.
32 35
36 36
38 40 48 53
5.
51
53
3
β.
6.
Η µη τήρηση της σειράς σύναψης-κύρωσης-εφαρµογής του Συντάγµατος και οι συνέπειές της .......................... 57 γ. Η σηµασία παράκαµψης του αντιπροσωπευτικού σώµατος ....................................................................... 58 δ. Ο ν. 3845/2010 ως αντισυνταγµατικός «νόµος πλαίσιο» .......................................................... 60 ε. Η κατάθεση των Συµφωνιών ∆ανεισµού στη Βουλή και η µη κύρωσή τους ως παραβίαση του Συντάγµατος ................................................................ 61 Γενική θεώρηση των Συµφωνιών ∆ανεισµού στη βάση των θεµελιωδών αρχών της ΕΕ και του Συµβουλίου της Ευρώπης .................................................. 64
4
Όπως θα δει αµέσως ο αναγνώστης, το δηµοσιευόµενο πόνηµα δεν αποτελεί ολοκληρωµένη και λεπτοµερή µελέτη ούτε της φύσης, της νοµιµότητας και των νοµικών συνεπειών των Συµφωνιών ∆ανεισµού, ούτε των επιµέρους νοµικών προβληµάτων που δηµιουργούν οι διατάξεις και οι όροι τους σε βάρος προσώπων. Αποτελεί µια καταγραφή θέσεων, σκέψεων και ερωτηµάτων αφετηρίας για βαθύτερες και εµπεριστατωµένες µελέτες του συνόλου ή των ειδικότερων ζητηµάτων παραβίασης των εγγυήσεων των θεµελιωδών δικαιωµάτων και των θεµελιωδών αρχών του ∆ιεθνούς ∆ικαίου, του ∆ικαίου της ΕΕ και του ελληνικού Συντάγµατος, τα οποία δηµιουργούν οι εν λόγω Συµφωνίες. Οι Συµφωνίες ∆ανεισµού (Σύµβαση ∆ανειακής ∆ιευκόλυνσης, Μνηµόνιο Συνεννόησης της Ελλάδας µε τα υπόλοιπα κράτη-µέλη της Ευρωζώνης και Συµφωνία της Ελλάδας µε το ∆ΝΤ για την έγκριση ∆ιακανονισµού Χρηµατοδότησης Αµέσου Ετοιµότητας από το ∆ιεθνές Νοµισµατικό Ταµείο - Συµµετοχής της Ελλάδας στον Ευρωπαϊκό Μηχανισµό Στήριξης) συνθέτουν ένα µόρφωµα διεθνών συµφωνιών το οποίο, από την έποψη µεθοδεύσεων συνοµολόγησης, θέσης σε ισχύ και εφαρµογής τους στην ελληνική κοινωνία, καθώς και ύφους και σκληρότητας όρων και έκτασης παραβιάσεων θεµελιωδών αρχών και δικαιωµάτων, δηµιουργήθηκε και επιβλήθηκε για πρώτη φορά, τουλάχιστον από το Β΄ Παγκόσµιο Πόλεµο, στην καρδιά της Ευρώπης και της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η ανησυχία που δηµιουργούν οι εν λόγω Συµφωνίες είναι διττή για κάθε Έλληνα: πρώτον, γιατί η πολιτική που εκφράζουν και ενέχουν το περιεχόµενο και οι όροι τους αποτελεί
5
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
σοβαρή απειλή της Ελλάδας και προσβολή της έννοµης τάξης της, δεύτερον, γιατί το περιεχόµενο και οι όροι των Συµφωνιών συνιστούν ανατροπή των αρχών του ευρωπαϊκού δικαιικού πολιτισµού και του πνεύµατος της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Τη δεύτερη ανησυχία, στην οποία ενυπάρχει και η πρώτη, θα πρέπει να την έχουν, και αν δεν την έχουν, να την ενστερνισθούν όλοι οι ευρωπαίοι πολίτες. Από τη διττή αυτή ανησυχία, ελληνική και ευρωπαϊκή, πηγάζει και η πολιτική πρόταση του συγγραφέα του πονήµατος ως πολίτη: Να εξαλειφθούν οι όροι που προσβάλλουν την Ελλάδα και την Ευρώπη. Για τους λόγους αυτούς, το πόνηµα που ακολουθεί δε µένει επαρκώς στο ψυχρό πεδίο του νοµικού λόγου, αλλά περιέχει και πολιτικό λόγο, µε την έννοια ότι θέτει και ερωτήµατα που, από τη φύση τους, είναι πολιτικά. Ας µε συγχωρήσουν γι’ αυτό οι δογµατικοί νοµικοί. Πρόκειται, όµως, για πολιτικά ερωτήµατα που ανήκουν στην πολιτική του δικαίου και είναι προϊόν αντίληψης της πολιτικής ως δράσης του ανθρώπου ως πολιτικού όντος, ως πολίτη, που έχει στόχο το ευ ζην (Αριστοτέλης), και όχι την αντίληψη της πολιτικής του ηγεµόνα (Machiavelli), που κυριαρχεί σήµερα. Τη διάκριση αυτή πρέπει να τη συνειδητοποιήσοµε όλοι – και πρωτίστως οι νοµικοί και οι πολιτικοί επιστήµονες. Η µικρή αυτή µελέτη είναι προσφορά προς το ∆ικηγορικό Σύλλογο Αθηνών, ως ένα ελάχιστο δείγµα τιµής για την ιστορία του στην προάσπιση της δηµοκρατίας και των δικαιωµάτων του ανθρώπου και του πολίτη. Αποτελεί, επίσης, ένα πολύ µικρό δείγµα προσωπικής ευγνωµοσύνης, γιατί στη φιλόξενη αίθουσά του έγινα, από την εποχή που ήµουν νέος επιστήµονας, κοινωνός πολλών τέτοιων αγώνων και νέων ιδεών. Από τη θέση αυτή επιθυµώ να εξάρω τη µεγάλη σηµασία της πρωτοβουλίας που είχαν ο Πρόεδρος του ∆ιοικητικού Συµβουλίου του ∆ικηγορικού Συλλόγου Αθηνών κ. ∆ηµήτρης Παξινός και τα µέλη του να οργανώσουν και να αναπτύξουν το σηµερινό αγώνα για την προάσπιση και την αποκατάσταση των θεµελιωδών
6
αρχών της δηµοκρατίας και του κράτους δικαίου, καθώς και για την υπεράσπιση των θεµελιωδών δικαιωµάτων των Ελλήνων πολιτών, ιδίως των συνταξιούχων και των εργαζοµένων, που έπληξαν οι Συµφωνίες ∆ανεισµού. Ιδιαίτερα δε εκφράζω τις ευχαριστίες µου στον Πρόεδρο του ∆ικηγορικού Συλλόγου Αθηνών για την τιµητική πρόσκλησή του να τεθώ επικεφαλής της οµάδας συναδέλφων δικηγόρων για τον επιστηµονικό συντονισµό αυτής της προσπάθειας. Στο έργο αυτό προσφέρθηκαν να συµβάλουν πολλοί συνάδελφοι δικηγόροι και πανεπιστηµιακοί δάσκαλοι, στους οποίους εκφράζω τις ευχαριστίες µου για την πολύ σηµαντική για µας ηθική και ουσιαστική στήριξη τους. Ιδιαίτερα εκφράζω τις ευχαριστίες µου στις κυρίες και στους κυρίους συναδέλφους δικηγόρους της Οµάδας αυτής για την πολύτιµη επιστηµονική συνδροµή τους: Χειρδάρη Βασίλη, Μαριά Νότη, Σαµαρτζή Κωνσταντίνο, Μπελαντή ∆ηµήτριο, Κουφάκη Ιωάννα, Λεοντόπουλο-Βαµβέτσο Αλέξανδρο, Τσίπρα Μαρία, Τάγαρη ∆ηµήτριο, Κοντογεωργοπούλου Παυλίνα. Εκφράζω, επίσης, τις ευχαριστίες µου, για την επιστηµονική συµβολή τους µε νοµολογιακό υλικό στην προκείµενη µελέτη, στους συναδέλφους Ευγενία Πρεβεδούρου, καθηγήτρια του Πανεπιστηµίου Θεσσαλονίκης και Γεώργιο Κατρούγκαλο, καθηγητή του Πανεπιστηµίου Θράκης. Τέλος, εκφράζω τις ευχαριστίες µου στον ∆ικηγορικό Σύλλογο Αθηνών για την ευγενική προσφορά του να συµπεριλάβει την εργασία αυτή στις εκδόσεις του. Κύθηρα, Σεπτέµβριος 2010 Γιώργος Ι. Κασιµάτης
7
8
Στη Βουλή των Ελλήνων είναι κατατεθειµένο σχέδιο νόµου µε ηµεροµηνία 3 Ιουνίου 2010και µε τίτλο «Κύρωση της από 8 Μαΐου 2010 Σύµβασης ∆ανειακής ∆ιευκόλυνσης µεταξύ αφ’ ενός της Ελληνικής ∆ηµοκρατίας ως δανειολήπτη (στο εξής: ∆ανειολήπτης) και αφ’ ετέρου των λοιπών δεκαπέντε κρατών-µελών της Ευρωζώνης ως δανειστών (στο εξής: ∆ανειστές), καθώς και του από 10 Μαΐου 2010 «∆ιακανονισµού χρηµατοδότησης αµέσου ετοιµότητας από το ∆ιεθνές Νοµισµατικό Ταµείο - Συµµετοχή της Ελλάδας στον Ευρωπαϊκό Μηχανισµό Στήριξης». Οι διεθνείς συµβάσεις που περιλαµβάνει το προς κύρωσιν αυτό νοµοσχέδιο είναι οι εξής: α) η «Σύµβαση ∆ανειακής ∆ιευκόλυνσης» µεταξύ της Ελληνικής ∆ηµοκρατίας και των κρατών-µελών της Ευρωζώνης της 8.5.2010, 80.000.000.000 € (πρόκειται για το ποσό που ανέλαβαν να καταβάλουν τα δεκαπέντε κράτη µέλη της Ευρωζώνης –εκτός από το ∆ΝΤ), µε επτά Παραρτήµατα (στο εξής: Σύµβαση)· β) το «Μνηµόνιο Συνεννόησης» µεταξύ της Ελληνικής ∆ηµοκρατίας και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που ενεργεί για λογαριασµό των κρατών-µελών της Ευρωζώνης της 3.5.2010 (στο εξής «Μνηµόνιο»), το οποίο περιλαµβάνει: το Μνηµόνιο Οικονοµικής και Χρηµατοπιστωτικής Πολιτικής (στο εξής: ΜΟΧΠ), το Μνηµόνιο στις Συγκεκριµένες Προϋποθέσεις Οικονοµικής Πολιτικής (στο εξής: ΣΠΟΠ ) και το Τεχνικό Μνηµόνιο Συνεννόησης (στο εξής: ΤΜ)· 3) η Συµφωνία µεταξύ Ελληνικής ∆ηµοκρατίας και ∆ιεθνούς Νοµισµατικού Ταµείου (∆ΝΤ), µε την οποία εγκρίνει το ∆ΝΤ τον από 10 Μαΐου 2010 διακανονισµό χρηµατοδότησης αµέσου ετοιµότητας από το ∆ιεθνές Νοµισµατικό Ταµείο και τη Συµµετοχή της Ελλάδας στον Ευρωπαϊκό Μηχανισµό Στήριξης (στο εξής: Συµφωνία Έγκρισης ∆ΝΤ). Στη Σύµβαση περιλαµβάνονται τα εξής Παραρτήµατα: α) Παρ. 1, Κατάλογος ∆ανειστών, Παρ. 2, Υπόδειγµα αιτήµατος χρηµατοδότησης, Παρ. 3, Υπόδειγµα ανακοίνωσης αποδοχής, Παρ. 4, Υπόδειγµα Νοµικής Γνωµοδότησης (πρόκειται για υπόδειγµα
9
1. Το πλέγµα των κειµένων
Γνωµοδότησης του Νοµικού Συµβούλου του Κράτους του Υπουργείου ∆ικαιοσύνης, ∆ιαφάνειας και Ανθρωπίνων ∆ικαιωµάτων και του Νοµικού Συµβούλου του Κράτους του Υπουργείου Οικονοµικών (στο εξής: Γνωµοδότηση ΝΣΚ), Παρ. 5, Καθορισµός επιτοκίου euribor, Παρ. 6, Υπόδειγµα Σύµβασης Εκχώρησης και Παρ. 7, Συµφωνία µεταξύ των Πιστωτών (η οποία ορίζει τα δικαιώµατα και τις υποχρεώσεις των κρατών-µελών της Ευρωζώνης ως δανειστών της Ελλάδας). Στη Συµφωνία µεταξύ των Πιστωτών περιλαµβάνονται τα εξής Παραρτήµατα: Παρ. 1, Κατάλογος των Μερών µε τις αντίστοιχες δεσµεύσεις τους (σε ευρώ), Παρ. 2, Κλείδα Συνεισφοράς, Παρ. 3, Ειδική περίπτωση υψηλότερου κόστους χρηµατοδότησης, Παρ. 4, Υπόδειγµα επιβεβαίωσης δέσµευσης και Παρ. 5, Υπόδειγµα ανακοίνωσης εκταµίευσης. Τα κείµενα που εισάγονται για κύρωση µε το παραπάνω, από 3.6.2010 σχέδιο νόµου, συνιστούν το σύνολο των διεθνών συµφωνιών δανεισµού της Ελλάδας για την αντιµετώπιση της οικονοµικής κρίσης (στο εξής: Συµφωνίες ∆ανεισµού). Επισηµαίνεται ότι το από 3.5.2010 «Μνηµόνιο», υπογεγραµµένο ως πολιτικό κείµενο από τον Υπουργό Οικονοµικών και το ∆ιοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, κατέστη διεθνής συµφωνία (δεσµευτική) µε την επισύναψή του στη «Σύµβαση ∆ανειακής ∆ιευκόλυνσης» της 8.5.20101, τα δε Παραρτήµατα ως αναπόσπαστο µέρος της Σύµ-
1 Βλ. «Σύµβαση ∆ανειακής ∆ιευκόλυνσης», Προοίµιο (6), (7) και (8), και «Μνηµόνιο Συνεννόησης» Προοίµιο. Ο τίτλος «Μνηµόνιο» χρησιµοποιείται συνήθως σε συµφωνίες καθαρά πολιτικές και µη δεσµευτικές. Στην προκείµενη περίπτωση κατέστη δεσµευτική διεθνής συνθήκη, ως αναπόσπαστο µέρος της Σύµβασης και µε βάση την εκπεφρασµένη βούληση των µερών (βλ. σχετικώς Εµµ. Ρούκουνα, ∆ιεθνές ∆ίκαιο, τεύχος Πρώτο, 3η έκδοση, Αθήνα-Κοµοτηνή 2004, σελ. 153 επ., ιδίως 155.
10
βασης και οι επιµέρους συµβάσεις µε τα Παραρτήµατά τους αλληλοσυνδέονται και αλληλοεξαρτώνται κατά τρόπο ώστε να ισχύουν ως ενιαίο σύστηµα συµβατικής δέσµευσης, χωρίς η ισχύς της µιας ή του ενός να διαχωρίζεται από την ισχύ των άλλων. Επισηµαίνεται, επίσης, ότι, σύµφωνα µε την ειδική ρήτρα του προοιµίου του Μνηµονίου, θα καθίστανται παραρτήµατα και θα αποτελούν αναπόσπαστα µέρη του Μνηµονίου όλες οι µελλοντικές τροποποιήσεις του («επικαιροποιηµένα» και άλλα Μνηµόνια). ∆ύο ηµέρες πριν από την υπογραφή των παραπάνω διεθνών συµβάσεων «Σύµβασης» και «Μνηµονίου» και τέσσερις ηµέρες πριν από τη Συµφωνία Έγκρισης ∆ΝΤ του«∆ιακανονισµού Χρηµατοδότησης Άµεσης Ετοιµότητας», ψηφίστηκε µε τη διαδικασία του κατεπείγοντος (άρθρο 109 ΚτΒ) και τέθηκε σε ισχύ ο ν. 3845/2010 (ΦΕΚ 65/6.5.2010) µε τίτλο: «Μέτρα για την εφαρµογή του µηχανισµού στήριξης της ελληνικής οικονοµίας από τα κράτηµέλη της Ζώνης του ευρώ και το ∆ιεθνές Νοµισµατικό Ταµείο».Ο εν λόγω νόµος περιλαµβάνει επτά άρθρα, τα οποία αριθµούνται ολογράφως, όπως συνηθίζεται στους νόµους κύρωσης διεθνών συµβάσεων που περιλαµβάνουν και διατάξεις εκτέλεσής τους, και τέσσερα Παραρτήµατα, από τα οποία το τέταρτο έχει τρία ειδικότερα Παραρτήµατα. Το Παράρτηµα Ι του νόµου περιέχει το κείµενο µε τίτλο: «∆ήλωση των Αρχηγών Κρατών και Κυβερνήσεων της Ζώνης του Ευρώ», µε τόπο και ηµεροµηνία έκδοσης: Βρυξέλλες, 25 Μαρτίου 2010· το Παράρτηµα ΙΙ περιέχει κείµενο στην αγγλική και στην ελληνική µε τίτλο: «∆ήλωση για την στήριξη της Ελλάδας από τα κράτη µέλη της Ευρωζώνης», µε τόπο και ηµεροµηνία έκδοσης Βρυξέλλες, 11 Απριλίου 2010· το Παράρτηµα ΙΙΙ περιέχει κείµενο µε τίτλο: «Ελλάδα - Μνηµόνιο Οικονοµικής και Χρηµατοπιστωτικής Πολιτικής», µε ηµεροµηνία έκδοσης 3 Μαΐου 2010. Το Παράρτηµα ΙV περιέχει κείµενο µε τίτλο: «Ελλάδα: Μνηµόνιο Συνεννόησης στις Συγκεκριµένες Προϋποθέσεις Οικονοµικής Πολιτικής», µε ηµεροµηνία έκδοσης 3 Μαΐου 2010. Το Παράρτηµα ΙV ακολουθούν τρία Παραρτήµατα: Παράρτηµα 1. Παροχή Στοι11
χείων, Παράρτηµα 2. Ταµείο Χρηµατοπιστωτικής Σταθερότητας και Παράρτηµα 3. Προϋποθέσεις ∆ιαρθρωτικών Μεταρρυθµίσεων. Σύµφωνα µε το Άρθρο Πρώτο §§ 1-3 του ν. 3845/1010, τα κείµενα των τεσσάρων Παραρτηµάτων αποτελούν τα συστατικά έγγραφα του «Μηχανισµού Στήριξης της Ελληνικής Οικονοµίας» «που συγκροτήθηκε σύµφωνα µε τις ∆ηλώσεις» (των Παρ. Ι και ΙΙ) από τα κράτη-µέλη της Ζώνης του ευρώ και το ∆ιεθνές Νοµισµατικό Ταµείο. Τα δύο «Μνηµόνια» (Παρ. ΙΙΙ και ΙV) αποτελούν το «Σχέδιο Προγράµµατος» «για την εφαρµογή του µηχανισµού στήριξης», το οποίο καταρτίστηκε από το Υπουργείο Οικονοµικών και διαβιβάστηκε στον Πρόεδρο του Συµβουλίου των Υπουργών Οικονοµικών της Ευρωζώνης, στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στην Κεντρική Ευρωπαϊκή Τράπεζα και στο ∆ΝΤ. Με την παράγραφο 4 του Άρθρου Πρώτου του ιδίου ν. 3845/2010, ορίζονται τα ακόλουθα: «Παρέχεται στον Υπουργό Οικονοµικών η εξουσιοδότηση να εκπροσωπεί το Ελληνικό ∆ηµόσιο και να υπογράφει κάθε µνηµόνιο συνεργασίας, συµφωνία ή σύµβαση δανεισµού, διµερή ή πολυµερή, µε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τα κράτη-µέλη της ζώνης του ευρώ, το ∆ιεθνές Νοµισµατικό Ταµείο και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, προκειµένου να εφαρµοστεί το πρόγραµµα της προηγούµενης παραγράφου. Τα µνηµόνια, οι συµφωνίες και οι συµβάσεις του προηγούµενου εδαφίου, εισάγονται στη Βουλή για κύρωση». Σηµειώνεται ότι µε βάση αυτή την εξουσιοδότηση ο Υπουργός Οικονοµικών υπέγραψε τις παραπάνω Συµφωνίες ∆ανεισµού. Πέντε ηµέρες µετά τη δηµοσίευση του ν. 3845/2010, τρεις ηµέρες µετά τη σύναψη της Σύµβασης και του Μνηµονίου και µία ηµέρα µετά τη Συµφωνία Έγκρισης του ∆ΝΤ, το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 4 του Άρθρου Πρώτου του ν. 3845/2010 τροποποιήθηκε µε το ν. 3847/2010 (ΦΕΚ Α 67/11.5.2010), Άρθρο Μόνο, παράγραφος 9, ως εξής: «Τα µνηµόνια, οι συµφωνίες και οι συµβάσεις του προηγούµενου εδαφίου εισάγονται στη Βουλή για συζήτηση και ενηµέρωση. Ισχύουν και εκτελούνται από της υπο12
γραφής τους». Αυτή η νοµοθετική παρέµβαση αποτελούσε, προφανώς συµµόρφωση του εσωτερικού δικαίου µε το άρθρο 15 της Σύµβασης, το οποίο, στην πραγµατικότητα (βλ. λίγο πιο κάτω), όριζε την έναρξη ισχύος των Συµφωνιών ∆ανεισµού µε την υπογραφή τους –χωρίς, βεβαίως, να ληφθεί υπ’ όψιν ούτε ότι η εν λόγω νοµοθετική «συµµόρφωση» ήταν αντισυνταγµατική, ούτε ότι οι Συµφωνίες, για να αρχίσουν να ισχύουν, δεν είχαν επικυρωθεί κατά το Σύνταγµα. Πάντως, διερωτάται κανείς, γιατί µετά την τροποποίηση αυτή, η οποία, όπως θα δούµε και πιο κάτω, κατάφωρα παραβιάζει το Σύνταγµα, κατατέθηκαν στη Βουλή τα κείµενα των Συµφωνιών ∆ανεισµού µε το νοµοσχέδιο της 3.6.2010 προς κύρωσιν, αφού η κύρωσή τους είχε «καταργηθεί» και αντικατασταθεί µε «συζήτηση και ενηµέρωση» και ως έναρξη της ισχύος και της εφαρµογής τους είχε οριστεί η ηµεροµηνία της υπογραφής τους. Ίσως, γιατί στα συµβαλλόµενα µέρη, οπωσδήποτε δε στον Υπουργό Οικονοµικών που είχε την αρµοδιότητα της πρωτοβουλίας για την κύρωση ήταν γνωστό το ανυπόστατο της τροποποίησης. Επιπλέον δε, η κατάθεσή τους στη Βουλή ένα µήνα περίπου µετά την έναρξη εφαρµογής τους, έδωσε χρόνο να µείνουν µακριά από κάθε δυνατότητα των κρίσιµων «λεπτοµεριών» τους και να καταστούν «τετελεσµένα». Τα άρθρα ∆εύτερο έως και Έκτο του ν. 3845/2010 περιλαµβάνουν ουσιαστικές διατάξεις επιβολής και εξουσιοδοτήσεις εφαρµογής µέτρων, που συνιστούν εφαρµογή του «µηχανισµού στήριξης της ελληνικής οικονοµίας από τα κράτη-µέλη της Ζώνης του ευρώ και το ∆ιεθνές Νοµισµατικό Ταµείο», όπως ακριβώς προαγγέλλει ο τίτλος του νόµου, ενώ το άρθρο Έβδοµο ορίζει την έναρξη ισχύος των διατάξεών του. 2. Η νοµιµότητα σύναψης και η ισχύς των Συµφωνιών ∆ανεισµού Σύµφωνα µε το ελληνικό Σύνταγµα (άρθρο 36 § 1), αποκλει13
στικά αρµόδιος για τη διεθνή εκπροσώπηση του κράτους και για τη συνοµολόγηση των διεθνών συνθηκών είναι ο Πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας. Η αρµοδιότητα της συνοµολόγησης ενέχει και την αρµοδιότητα της επικύρωσης. Το άρθρο 36 § 2 Σ ορίζει ότι: «Οι συνθήκες για εµπόριο, φορολογία, οικονοµική συνεργασία και συµµετοχή σε διεθνείς οργανισµούς ή ενώσεις, και όσες άλλες περιέχουν παραχωρήσεις για τις οποίες, σύµφωνα µε άλλες διατάξεις του Συντάγµατος, τίποτε δεν µπορεί να οριστεί χωρίς νόµο, ή οι οποίες επιβαρύνουν ατοµικά τους Έλληνες, δεν ισχύουν χωρίς τυπικό νόµο που τις κυρώνει». Με αυτές τις διατάξεις της παραγράφου 2, το Σύνταγµα προσθέτει στη διαδικασία συνοµολόγησης και επικύρωσης διεθνών συµβάσεων µε το εν λόγω περιεχόµενο, την «κύρωση» (αντί του ορθού «επικύρωση») µε τυπικό νόµο. Στην πράξη της σύγχρονης δηµοκρατίας, όπου οι ουσιαστικές διαπραγµατεύσεις και η ουσιαστική συνοµολόγηση ανήκει και γίνεται από την πολιτικά υπεύθυνη κυβέρνηση, η αρµοδιότητα της επικύρωσης –την οποία ενέχει η «συνοµολόγηση» του Προέδρου της ∆ηµοκρατίας, που προβλέπει το άρθρο 36 § 1– είναι τυπική και γίνεται µε την ανταλλαγή των επικυρωτικών εγγράφων µέσω του Υπουργείου των Εξωτερικών, οπότε, µαζί µε την υπογραφή τους, ολοκληρώνεται η σύναψη της διεθνούς σύµβασης. Στη διεθνή πρακτική, ακολουθείται, όµως, και η απλοποιηµένη διαδικασία σύναψης διεθνών συµβάσεων –των συµβάσεων που, συνήθως, αποκαλούνται «διεθνείς συµβάσεις απλοποιηµένης µορφής» ή «απλοποιηµένου τύπου». Πρόκειται για διαδικασία, όπου παρακάµπτεται η αρµοδιότητα του Προέδρου της ∆ηµοκρατίας για επικύρωση των συµβάσεων και αρκεί η υπογραφή των εκπροσώπων των συµβαλλόµενων µερών2. Με άλλες λέξεις, οι διεθνείς
Βλ. σχετικώς Εµµ. Ρούκουνα, ό.π., σελ. 147 επ.
2
14
αυτές συµφωνίες ισχύουν στο επίπεδο του διεθνούς δικαίου, δεσµεύοντας διεθνώς τα συµβαλλόµενα κράτη µε και από την υπογραφή τους. Όταν, όµως, πρόκειται για σύναψη διεθνών συµβάσεων για τις οποίες το σύνταγµα της συµβαλλόµενης χώρας επιβάλλει και την επικύρωση της Βουλής, όπως ισχύει για την Ελλάδα βάσει του άρθρου 36 § 2 Σ, η απλοποιηµένη διαδικασία δεν µπορεί να παραλείψει την πρόσθετη αυτή επικύρωση µε τυπικό νόµο. Η εν λόγω απλοποιηµένη διαδικασία, η οποία, παρά την έλλειψη ρητής συνταγµατικής διάταξης3, αποτελεί συνήθη ελληνική πρακτική κυρίως για οικονοµικού περιεχοµένου συµβάσεις, ακολουθήθηκε και στην προκείµενη περίπτωση των Συµφωνιών ∆ανεισµού, από τις οποίες η Σύµβαση ∆ανειακής ∆ιευκόλυνσης και το Μνηµόνιο Συνεργασίας συνήφθησαν µε την υπογραφή των αντιπροσώπων που ορίζονται στις συµφωνίες, η δε Συµφωνία Έγκρισης του ∆ΝΤ συνοµολογήθηκε µε την επίσης θεµιτή µορφή της ανταλλαγής επιστολών των αρµόδιων εκπροσώπων των συµβαλλόµενων µερών. Παραλείφθηκε, όµως, η επικύρωση µε τυπικό νόµο, που αποτελεί συστατικό στοιχείο και των συµβάσεων απλοποιηµένης διαδικασίας (ή µορφής). Και τούτο, γιατί οι Συµφωνίες ∆ανεισµού περιέχουν διατάξεις από όλες της κατηγορίες διεθνών συνθηκών του άρθρου 36 § 2 Σ, προπάντων δε επιβαρύνουν ατοµικώς τους Έλληνες. Συγκεκριµένα, περιέχουν διατάξεις: επιβολής φορολογίας, οικονοµικής συνεργασίας µέσω δανεισµού και συµµετοχής στην ΕΕ, σοβαρών παραχωρήσεων εθνικής κυριαρχίας και επιβολής σοβαρών ατοµικών βαρών στους Έλληνες (περικοπές µισθών, συντάξεων κ.ά.). Η παράλειψη αυτή, δηµιουργώντας έλλειψη συστατικού στοιχείου της συνοµολόγησης των Συµφωνιών ∆ανεισµού, αφορά στην ισχύ των εν λόγω συµφω-
3
Θα πρέπει εδώ να δεχθούµε διάπλαση συνταγµατικού εθίµου.
15
νιών στο επίπεδο του διεθνούς δικαίου4. Σηµειώνεται εδώ ότι, σύµφωνα µε το άρθρο 15 της Σύµβασης, η έναρξη ισχύος της –η οποία, λόγω της αλληλεξάρτησής τους, αποτελεί και έναρξη ισχύος και των Συµφωνιών ∆ανεισµού– εξαρτήθηκε από δύο όρους: πρώτον, από την επίσηµη παράδοση στους ∆ανειστές της Νοµικής Γνωµοδότησης των δύο νοµικών Συµβούλων του Κράτους κατά το άρθρο 4 (1) (β) και δεύτερον, από το χρόνο που θα λάβει η Επιτροπή Επιβεβαιώσεις ∆έσµευσης από κρίσιµο αριθµό ∆ανειστών. ∆εδοµένου, όµως, ότι οι δύο αυτοί όροι είχαν πληρωθεί προκαταβολικώς, το άρθρο 15 της Σύµβασης όριζε, στην πραγµατικότητα, ως έναρξη ισχύος την ηµεροµηνία υπογραφής τους. Έτσι, ορίστηκε µεν η άµεση έναρξη ισχύος των Συµφωνιών ∆ανεισµού, αλλά η επικύρωσή τους από τη Βουλή µε νόµο δεν έγινε. Συνεπώς, και η έναρξη ισχύος τους είναι αίολη. Παρά ταύτα, οι Συµφωνίες ∆ανεισµού άρχισαν να εφαρµόζονται από την ηµεροµηνία της υπογραφής τους. Πέρα, όµως, από το άρθρο 36 § 2 Σ, το άρθρο 28 § 1 εδ. α Σ ορίζει ότι οι διεθνείς συµβάσεις «αποτελούν αναπόσπαστο µέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου» «από την επικύρωσή τους µε νόµο». Ανεξάρτητα από τα προβλήµατα που έχουν επισηµανθεί ως προς τη χρησιµοποίηση από το συντακτικό νοµοθέτη των όρων «κύρωση» και «επικύρωση»στα άρθρα 36 § 2 Σ και 28 § 1 εδ. α, κατά την ορθή ερµηνεία της δεύτερης διάταξης, το Σύνταγµα απαιτεί, για την ένταξη κάθε διεθνούς σύµβασης στο εσωτερικό δίκαιο, την κύρωσή της µε τυπικό νόµο, είτε αυτή ανήκει σε κατηγορία συµβάσεων του άρθρου 36 § 2 Σ είτε όχι. ∆εδοµένου ότι οι Συµφωνίες ∆ανεισµού δεν έχουν κυρωθεί ακόµη, βάσει του συνδυασµού των διατάξεων του άρθρου 28 §§ 1 και 2 Σ, δεν
4
16
Βλ. Κ. Ιωάννου/Κ. Οικονοµίδη/Χ. Ροζάκη/Α. Φατούρου, ∆ηµόσιο ∆ιεθνές ∆ίκαιο, Αθήνα-Κοµοτηνή, 1988, σελ. 121 επόµενα, µε βιβλιογραφία. Βλ. και Ρούκουνα, ό.π., σελ. 149 επ.
ισχύουν στο εσωτερικό της Ελλάδας, µε την έννοια ότι δε δεσµεύουν ούτε µπορούν να παραγάγουν έννοµα αποτελέσµατα εσωτερικού δικαίου. Και τούτο, ανεξάρτητα από την έγκυρη ή µη σύναψή τους κατά το άρθρο 36 § 2 Σ. Σχετικά µε το ζήτηµα της ισχύος των Συµφωνιών ∆ανεισµού, σηµειώνεται ότι η επικύρωση µεν, βάσει του άρθρου 36 § 2, θα µπορούσε, ίσως, να καθυστερήσει, όπως έχει συµβεί στη διεθνή πρακτική, χωρίς να θιγεί η διεθνής δέσµευση της χώρας, αλλά χωρίς την κύρωση του άρθρου 28 § 1 –που θα κάλυπτε unoactu και την επικύρωση– δεν ισχύουν στο εσωτερικό της χώρας και, συνεπώς, όλες οι πράξεις εφαρµογής τους είναι ως αντισυνταγµατικές ανυπόστατες. Το άρθρο 28 § 2 Σ ορίζει: «Για να εξυπηρετηθεί σπουδαίο εθνικό συµφέρον και να προαχθεί η συνεργασία µε άλλα κράτη, µπορεί να αναγνωρισθούν, µε συνθήκη ή συµφωνία, σε όργανα διεθνών οργανισµών αρµοδιότητες που προβλέπονται από το Σύνταγµα. Για να την ψήφιση νόµου που κυρώνει αυτή τη συνθήκη ή συµφωνία απαιτείται πλειοψηφία των τριών πέµπτων του όλου αριθµού των βουλευτών». Είναι σαφές ότι µε τις Συµφωνίες ∆ανεισµού παραχωρείται ή αναγνωρίζεται σε όργανα διεθνών οργανισµών (στην ΕΕ, στο ∆ΝΤ και στην ΕΚΤ) και τρίτων κρατών (των κρατών µελών της Ευρωζώνης ως ∆ανειστών διµερών συµβάσεων δανείων)κύκλος αρµοδιοτήτων κατά το Σύνταγµα και των τριών λειτουργιών του κράτους. Πρόκειται για αρµοδιότητες: (1) της εκτελεστικής λειτουργίας, που ανήκουν στον Πρόεδρο της ∆ηµοκρατίας (Πτ∆), στην κυβέρνηση, στους υπουργούς και στους υφυπουργούς, καθώς και σε άλλα όργανα της διοίκησης (άρθρο 26 § 2, 82, 83, 43, 44 και 101 επ. Σ), (2) της νοµοθετικής λειτουργίας, που ανήκουν στη Βουλή και στον Πτ∆ (άρθρα 26 § 1 σε συνδ. µε τα άρθρα 64 και 73 επ. και 42 Σ) και (3) της δικαστικής λειτουργίας, που ανήκουν στα ελληνικά δικαστήρια (άρθρα 26 § 3 και 87 επ.). Όλες αυτές οι αρµοδιότητες µεταφέρονται µε τη Σύµβαση και το Μνηµόνιο σε όργανα της ΕΕ (Συµβούλιο, Επιτροπή
17
και ΕΚΤ), του ∆ΝΤ και τρίτων κρατών. Όσον αφορά στην πρώτη κατηγορία ειδικότερα, έχοµε αρµοδιότητες κυβερνητικής λειτουργίας, που, κατά το Σύνταγµα, ανήκουν στον Πτ∆, στην Κυβέρνηση και σε µέλη της Κυβέρνησης, και αρµοδιότητες διοικητικής λειτουργίας, που ανήκουν σε όργανα της ∆ιοίκησης (διοικητικές αρχές και υπηρεσίες). Οι αρµοδιότητες κυβερνητικής λειτουργίας, που αφαιρέθηκαν από την κυβέρνηση της Ελλάδας και παραχωρήθηκαν σε όργανα της ΕΕ και του ∆ΝΤ, καθώς και στις κυβερνήσεις των ∆ανειστών, είναι διάχυτες στο Μνηµόνιο σε συνδυασµό µε διατάξεις της Σύµβασης. Αναφέροµε ενδεικτικά κυβερνητικές αρµοδιότητες που παρέχονται σε ξένα όργανα: Με βάση τις διατάξεις της Σύµβασης, άρθρα 3 (4) και (5), 4 και 10, σε συνδυασµό µε τις διατάξεις του Μνηµονίου και συγκεκριµένα µε τις διατάξεις: 1) του ΜΟΧΠ (άρθρα Ι, ΙΙ, ΙΙΙ και ΙV), που ορίζουν και επιβάλλουν συγκεκριµένες υποχρεωτικές πολιτικές που ανήκουν κατά το Σύνταγµα στην κυβέρνηση, σε συνδυασµό µε τους προσαρτηµένους Πίνακες, που εξειδικεύουν και συγκεκριµενοποιούν τις πολιτικές αυτές· 2) του ΣΠΟΠ (άρθρα 1-7 –αρίθµηση αγγλικού κειµένου, λόγω προφανώς λανθασµένης αρίθµησης του ελληνικού κειµένου– µε τα τρία Παραρτήµατα), που καθορίζουν ειδικούς όρους εφαρµογής της οικονοµικής πολιτικής για τις εκταµιεύσεις των δανείων· του ΤΜ, που προσδιορίζουν ειδικά στοιχεία κυβερνητικών αποφάσεων για την επίτευξη των σκοπών του όλου προγράµµατος (καθορισµός ποσοτικών κριτηρίων απόδοσης και παρακολούθηση διαρθρωτικών στοιχείων αναφοράς ως προς τη µεταρρύθµιση του συνταξιοδοτικού συστήµατος). Όσον αφορά σε αρµοδιότητες διοικητικής λειτουργίας, αυτές είναι: (α) αρµοδιότητες εκτέλεσης και εφαρµογής των αµέσως παραπάνω αποφάσεων κυβερνητικής λειτουργίας και των εκτελεστικών νόµων της Σύµβασης και του Μνηµονίου, που ασκούνται µε εκτελεστικές, κανονιστικές και ατοµικές, διοικητικές πράξεις προκαθορισµένου περιεχοµένου (προεδρικά διατάγµατα, υπουργικές αποφάσεις, αποφάσεις άλλων οργάνων της διοίκησης) και (β) αρµοδιότητες ελέγχου,
18
που ασκούν ήδη κατά ορισµένα χρονικά διαστήµατα όργανα της Επιτροπής, της ΕΚΤ και του ∆ΝΤ («τρόικα»). Όσον αφορά στη δεύτερη κατηγορία αρµοδιοτήτων που αφαιρέθηκαν από την αποφασιστική αρµοδιότητα των νοµοθετικών µας οργάνων, είναι όλοι εκείνοι οι νόµοι που έχουν ήδη εκδοθεί και θα εκδοθούν σε εκτέλεση των διατάξεων της Σύµβασης και του Μνηµονίου που αναφέραµε ως αρµοδιότητες της εκτελεστικής εξουσίας. Αρµοδιότητες νοµοθετικής λειτουργίας αποτελούν: αφενός µεν τα ευθέως αναφερόµενα αντικείµενα λειτουργίας του νοµοθετικού σώµατος [βλ. για παράδειγµα ΣΠΟΠ, 1 (vi), 3 (i)], αφετέρου δε οι νόµοι ή διατάξεις νόµου νοµοθετικής κάλυψης όλων των µέτρων που επιβάλλουν υποχρεώσεις ή περιορίζουν δικαιώµατα, που απαιτούνται από το Σύνταγµα. Είναι φανερό ότι οι προβλεπόµενες στις Συµφωνίες ∆ανεισµού ή επιβαλλόµενες από αυτές νοµοθετικές ρυθµίσεις δεν είναι ούτε µπορεί να είναι προϊόν της νοµοθετικής βούλησης της Βουλής των Ελλήνων, αλλά των κυβερνήσεων των ∆ανειστών και των οργάνων εφαρµογής των Συµφωνιών ∆ανεισµού. Επιπλέον, πρέπει να επισηµανθεί, ότι η υποχρεωτική, βάσει του άρθρου 14 (1) της Σύµβασης, υπαγωγή στο αγγλικό δίκαιο κάθε διαφοράς σχετικής µε τις Συµφωνίες ∆ανεισµού, αποτελούν ρύθµιση που ανήκει στην ελληνική νοµοθετική εξουσία. Τέλος, όσον αφορά στην τρίτη κατηγορία αρµοδιοτήτων, που ανήκουν στα όργανα της δικαστικής λειτουργίας, οι διατάξεις του άρθρου 14 (2) και (3) συνιστούν µετάθεση δικαστικών αρµοδιοτήτων στο ∆ΕΚ. Είναι αυτονόητο ότι εκείνες από τις παραπάνω αναφερόµενες αρµοδιότητες οργάνων του ελληνικού κράτους που µεταφέρονται σε όργανα της ΕΕ είναι ειδικές και νέες και δεν ανήκουν σε εκείνες που έχει ήδη µεταβιβάσει η Ελλάδα ως µέλος της Ένωσης και της Ευρωζώνης. Συνεπώς, η νέα αυτή παραχώρηση αρµοδιοτήτων απαιτεί –και για τις αρµοδιότητες αυτές– νέο κυρωτικό νόµο, βάσει του άρθρου 28 § 2 Σ. Με βάση όσα αναπτύχθηκαν και το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 36 § 2 και 28 §§ 1 και 2, προκύπτει αβίαστα ότι,
19
για την ολοκλήρωση της συνοµολόγησης των Συµφωνιών ∆ανεισµού και για τη δεσµευτικότητά τους ως αναπόσπαστου µέρους του ελληνικού δικαίου, απαιτείται η ταυτόχρονη (unoactu) επικύρωση και κύρωση από την ολοµέλεια της Βουλής µε την πλειοψηφία των τριών πέµπτων του όλου αριθµού των βουλευτών. Παρά ταύτα, η διαδικασία αυτή, που επιβάλλει το Σύνταγµα για να εξασφαλίζονται η πλήρης γνώση, η ουσιαστική συζήτηση και η σωστή πολιτική απόφαση της λαϊκής αντιπροσωπείας, δεν ακολουθήθηκε. Αντί αυτού, στο πλαίσιο της όλης µεθόδευσης να εµφανιστεί νοµιµοφανής, κατά το διεθνές και το εθνικό δίκαιο, η επιβολή των πρωτοφανούς βαρύτητας µέτρων που προβλέπουν οι Συµφωνίες ∆ανεισµού, θεσπίστηκαν οι διατάξεις των δύο εδαφίων της παραγράφου 9 του Άρθρου Μόνου του ν. 3847/2010, που αναφέραµε ήδη. Καταργήθηκαν, δηλαδή, µε κοινό νόµο η επικύρωση και η κύρωση των συνθηκών, που προβλέπει το Σύνταγµα, και υποκαταστάθηκαν µε την απλή συζήτηση και ενηµέρωση του αντιπροσωπευτικού σώµατος. Αλλά όχι µόνο αυτό: µαζί µε την κατάργηση της επικύρωσης και της κύρωσης της Βουλής, η εν λόγω τροπολογία όρισε ότι οι Συµφωνίες ∆ανεισµού «ισχύουν και εκτελούνται από της υπογραφής τους». ∆ε χρειάζεται ιδιαίτερη επιστηµονική θεµελίωση του ότι οι διατάξεις αυτές είναι κατάφωρα αντισυνταγµατικές και ανυπόστατες. 3. Το περιεχόµενο των Συµφωνιών ∆ανεισµού από τη σκοπιά του Συντάγµατος και των θεµελιωδών αρχών του ευρωπαϊκού και του διεθνούς δικαίου
20
Οι διεθνείς συµφωνίες που συνιστούν το πλέγµα συστήµατος των Συµφωνιών ∆ανεισµού (Σύµβαση, Μνηµόνιο και Συµφωνία Έγκρισης του ∆ΝΤ) αποτελούν την κατάληξη διαπραγµατεύσεων της Ελλάδας, των κρατών-µελών της Ευρωζώνης και του ∆ΝΤ. Ορισµένες φάσεις των διαπραγµατεύσεων αυτών έγιναν γνωστές
α. Ο όρος παραίτησης της Ελλάδας από τις ασυλίες προστασίας της εθνικής κυριαρχίας της.- Σύµφωνα µε το άρθρο 14 (5)
µε τα πολιτικά κείµενα που δόθηκαν στη δηµοσιότητα και επισυνάφθηκαν ως Παραρτήµατα του ν. 3845/2010. Όπως ανακοινώθηκε µε τη «∆ήλωση για τη στήριξη της Ελλάδας από τα κράτη µέλη της Ευρωζώνης» της 11.4.2010, τα εν λόγω κράτη είχαν «συµφωνήσει για τους όρους της χρηµατοδοτικής στήριξης» της Ελλάδας, δηλαδή τουλάχιστον δώδεκα ηµέρες πριν από την, µε ηµεροµηνία 23.4.2010, αίτηση της Ελλάδας για χρηµατοδότηση µέσω διµερών δανείων από τα κράτη-µέλη της Ευρωζώνης και από το ∆ΝΤ και σχεδόν ένα µήνα πριν από την ολοκλήρωση της σύναψης των Συµφωνιών ∆ανεισµού. Συνεπώς, υπήρξε σχετική άνεση χρόνου τόσο για την τήρηση των διαδικασιών σύναψης των Συµφωνιών ∆ανεισµού που απαιτεί το Σύνταγµα, όσο και για τον έλεγχο νοµιµότητας των όρων τους. Παρά τη σηµασία των Συµφωνιών αυτών για την οικονοµική υπόσταση της χώρας και παρά τους πρωτοφανείς σε είδος και βαρύτητα όρους που επιβλήθηκαν από τους ∆ανειστές, οι εν λόγω όροι έγιναν αποδεκτοί και οι Συµφωνίες ∆ανεισµού συνήφθησαν, όπως αναπτύξαµε ήδη, χωρίς την προηγούµενη συζήτηση στη Βουλή και επικύρωση µε νόµο του αντιπροσωπευτικού σώµατος, κατά παράβαση της κοινοβουλευτικής και της αντιπροσωπευτικής αρχής του δηµοκρατικού πολιτεύµατος και του Συντάγµατος. Ανεξάρτητα, όµως, από αυτή την παράλειψη, ορισµένοι βασικοί όροι των Συµφωνιών παραβιάζουν, εκτός από το ελληνικό Σύνταγµα, θεµελιώδεις αρχές και κανόνες του διεθνούς και του ευρωπαϊκού δικαίου. Ορισµένοι, µάλιστα, από αυτούς είναι πρωτόγνωροι στο σύγχρονο διεθνές δίκαιο και υπερβαίνουν κάθε όριο δικαίου, που θα ήταν ανεκτό στο πεδίο των οικονοµικών σχέσεων των κρατών µελών της διεθνούς κοινότητας, πολύ δε περισσότερο των οικονοµικών σχέσεων των κρατών µελών της ΕΕ και ιδιαίτερα της Ευρωζώνης. Ας τους δούµε εγγύτερα:
21
της Σύµβασης, το Ελληνικό Κράτος παραιτείται «αµετάκλητα και άνευ όρων» από κάθε ασυλία που απολαύουν το ίδιο ή τα περιουσιακά του στοιχεία σε όλες τις νοµικές διαδικασίες σε σχέση µε τη Σύµβαση, στις οποίες (διαδικασίες) περιλαµβάνονται χωρίς περιορισµούς: η άσκηση αγωγής, κάθε δικαστική απόφαση ή άλλη διαταγή, η κατάσχεση, η αναστολή εκτέλεσης δικαστικής απόφασης, η προσωρινή διαταγή και η αναγκαστική εκτέλεση σε περιουσιακά στοιχεία στην έκταση που δεν απαγορεύεται από «αναγκαστικό νόµο». Στην εξίσου δεσµευτική για το ∆ανειολήπτη επεξήγηση του όρου αυτού στη Νοµική Γνωµοδότηση των δύο Νοµικών Συµβούλων του Κράτους διευκρινίζεται ότι: «Ούτε ο ∆ανειολήπτης, ούτε τα περιουσιακά του στοιχεία «έχουν ασυλία λόγω εθνικής κυριαρχίας ή για άλλο λόγο», χωρίς, όµως, να αναφέρεται η εξαίρεση του «αναγκαστικού νόµου»5. Από πρώτη ανάγνωση διαπιστώνει κανείς ότι ο όρος αυτός
5 Το κείµενο του όρου της Σύµβασης έχει ως εξής: «Με την παρούσα ο ∆ανειολήπτης αµετάκλητα και άνευ όρων παραιτείται από κάθε ασυλία που έχει ή πρόκειται να αποκτήσει, όσον αφορά τον ίδιο ή τα περιουσιακά του στοιχεία, από νοµικές διαδικασίες σε σχέση µε την παρούσα Σύµβαση, περιλαµβανοµένων, χωρίς περιορισµούς, της ασυλίας όσον αφορά την άσκηση αγωγής, δικαστική απόφαση ή άλλη διαταγή, κατάσχεση, αναστολή εκτέλεσης δικαστικής απόφασης ή προσωρινή διαταγή, και όσον αφορά την εκτέλεση και επιβολή κατά των περιουσιακών στοιχείων του στο βαθµό που δεν το απαγορεύει αναγκαστικός νόµος». Ο όρος αυτός προσδιορίζεται επεξηγηµατικά και βεβαιώνεται ως σύµφωνος µε το ελληνικό δίκαιο στη Νοµική Γνωµοδότηση ως εξής: «Ούτε ο ∆ανειολήπτης ούτε τα περιουσιακά του στοιχεία έχουν ασυλία λόγω εθνικής κυριαρχίας ή διαφορετικά (στο αγγλικό κείµενο: “are immune on the grounds of sovereignty or otherwise”), λόγω δικαιοδοσίας, κατάσχεσης – συντηρητικής ή αναγκαστικής – ή αναγκαστικής εκτέλεσης σε σχέση µε οποιαδήποτε ενέργεια ή διαδικασία σχετικά µε τη Σύµβαση».
22
είναι γενικότατος, µε την έννοια ότι καλύπτει όλες τις κατηγορίες των ασυλιών, η δε γενικότητά του είναι expressis verbis διατυπωµένη·µε τη φράση δε «αµετάκλητα και άνευ όρων» αποκλείει κάθε δυνατότητα επιφύλαξης και εξαίρεσης. Τελειώνει, ωστόσο, το κείµενο του εν λόγω όρου µε µια εξαίρεση της παραίτησης από κάθε είδους ασυλίας µε τη διατύπωση: «στο βαθµό που δεν το απαγορεύει αναγκαστικός νόµος» (η αγγλική διατύπωση: “to the extent not prohibited by mandatory law”). Η εξαίρεση, όµως, είναι ασαφής, ενώ η σαφήνεια θα ήταν ουσιώδους σηµασίας και απαραίτητη για την εφαρµογή του όρου. Ο προσδιορισµός «αναγκαστικός νόµος» δεν αποτελεί σήµερα στο ελληνικό δίκαιο νοµικό όρο6. Αν ήθελε ερµηνευθεί ως «κανόνας δηµόσιας τάξης», δε θα βρισκόταν περίπτωση παραίτησης από δικαίωµα εθνικής κυριαρχίας που να επιτρέπεται –αν ίσως εξαιρέσει κανείς κάποια δικονοµικά δικαιώµατα. Μια τρίτη εκδοχή ερµηνείας θα ήταν να θεωρηθούν «αναγκαστικός νόµος» οι αρχές και κανόνες που υπάγονται στη διεθνούς δικαίου έννοια του jus cogens7, οπότε και πάλι
6 Ο προσδιορισµός «αναγκαστικός νόµος» δεν αποτελεί νοµικό όρο του ισχύοντος δικαίου. Ως επιστηµονικός όρος ανήκει στην ιστορία του ελληνικού δικαίου. «Αναγκαστικοί νόµοι» ονοµάζονταν σε παλαιότερα συνταγµατικά συστήµατα ή αυταρχικά καθεστώτα νοµοθετήµατα της εκτελεστικής εξουσίας, τα οποία είχαν ισχύ τυπικού νόµου. Στις σύγχρονες δηµοκρατίες, έχει εκλείψει η κατηγορία αυτή. 7 Σε ελληνικά κείµενα διεθνούς δικαίου (επιστηµονικά και επίσηµα) έχει αποδοθεί ό αγγλικός όρος «peremptory” και ο αντίστοιχος γαλλικός «impératif » για τους κανόνες του jus cogens µε τον αδόκιµο όρο «αναγκαστικός». Βλ. κριτική Χρήστου Ροζάκη, στο Κ. Ιωάννου κλπ., ∆ηµόσιο ∆ιεθνές ∆ίκαιο, ό.π., σελ. 239 επ. µε κριτική στη σηµ. 366.
23
θα ετίθετο θέµα ανυποστάτου του εν λόγω όρου παραίτησης από δικαιώµατα εθνικής κυριαρχίας του άρθρου 14 (5) της Σύµβασης. Χαρακτηριστικό, πάντως, της ερµηνευτικής αµηχανίας είναι και το γεγονός ότι η εξαίρεση αυτή δεν αναφέρεται στη δεσµευτική για την Ελλάδα Νοµική Γνωµοδότηση της Σύµβασης (Παρ. 4), όπου η γενικότητα της παραίτησης διατυπώνεται ακόµη σαφέστερα: «ασυλία λόγω εθνικής κυριαρχίας ή διαφορετικά» (“are immune on the grounds of sovereignty or otherwise”), η οποία και βεβαιώνεται από τους δύο Νοµικούς Συµβούλους του Κράτους ότι είναι «έγκυρη, δεσµευτική και εκτελεστή». Άρα, η ρήτρα του «αναγκαστικού νόµου» είναι χωρίς περιεχόµενο; Το συµπέρασµα είναι ότι αποτελεί άµεση ανάγκη να ερµηνευθεί, αν ισχύει ή όχι η εξαίρεση και ποιο είναι το περιεχόµενό της. Η σαφής, πάντως, αναδιατύπωση του περιεχοµένου της παραίτησης και η µη αναφορά της εξαίρεσης στο υπόδειγµα της Νοµικής Γνωµοδότησης, που αποτελεί µέρος της Σύµβασης, καθώς και η γενικότητα του περιεχοµένου των ασυλιών στο βασικό κείµενο –σε συνδυασµό και µε την ασάφεια της εξαίρεσης σ’ αυτό– αποτελούν στοιχεία που καθιστούν άκρως επικίνδυνο το εύρος της παραίτησης. Η διατύπωση του εν λόγω όρου δεν αφήνει αµφιβολία ότι δεν πρόκειται για παραίτηση από συνήθεις και περιορισµένης σηµασίας δικονοµικές ή δικαιοδοτικές ασυλίες, όπως είναι η ετεροδικία κ.ά. Πέρα από αυτού του είδους ασυλίες, καλύπτει σαφώς και τα ουσιαστικά και τα ζωτικής σηµασίας δικαιώµατα, εξουσίες και γενικά εκφάνσεις του θεµελιώδους στοιχείου της έννοιας και της υπόστασης του κράτους, που είναι η κυριαρχία. Οι ∆ανειστές της Ελλάδας θα ήταν λογικό και σύµφωνο µε το δίκαιο να έχουν τα δικαιώµατα διασφάλισης και ικανοποίησης των απαιτήσεών τους που έχει κάθε ιδιώτης δανειστής του κράτους: δηλαδή τα δικαιώµατα ασφαλιστικών µέτρων και αναγκαστικής εκτέλεσης κατά περιουσιακών στοιχείων του κράτους που δεν έχουν σχέση µε την εθνική κυριαρχία και µε απαγορεύσεις δηµόσιας τάξης –όπως ισχύει σε όλες τις ευνοµούµενες χώρες. Ο κύ24
κλος των πραγµάτων αυτών είναι αρκετά ευρύς και επαρκής για την ικανοποίηση των δανειστών8. Είναι, συνεπώς, φανερό ότι ο όρος, όπως διατυπώθηκε από τους ∆ανειστές, έχει πολιτικό σκοπό. Με την έννοια που είναι διατυπωµένος ο όρος παραίτησης από τις ασυλίες της εθνικής κυριαρχίας, δεν είναι µόνο ο αυστηρότερος όρος της Σύµβασης· είναι όρος που παραβιάζει θεµελιώδεις αρχές του δικαίου σε όλα τα επίπεδα: του διεθνούς, του ευρωπαϊκού και του εθνικού δικαίου. Όσο µπορώ να γνωρίζω, είναι όρος πρωτοφανής στις διεθνείς οικονοµικές συνθήκες των σύγχρονων δηµοκρατιών. Πρόκειται για όρο ο οποίος παραβιάζει τη θεµελιώδη αρχή σεβασµού της κυριαρχίας του κράτους·απειλεί, θέτει σε κίνδυνο και προσβάλλει στον πυρήνα τους τα κυριαρχικά δικαιώµατα, την ίδια την κυριαρχία και την υπόσταση της χώρας. Ο κίνδυνος καθίσταται άµεσος, αν συνδυαστεί µε τον όρο της Σύµβασης, ότι οι ∆ανειστές, όλοι µαζί ή µε συµφωνία όλων, µπορούν να µεταβιβάσουν σε τρίτη χώρα τα δικαιώµατά τους από τη Σύµβαση (βλ. αµέσως πιο κάτω υπό β). Ο όρος αυτός, µέσα από την απειλή της κυριαρχίας του κράτους –έννοια της οποίας η περιεκτικότητα καλύπτει όλα τα συνταγµατικά δικαιώµατα και όλες τις συνταγµατικές αρχές– προσβάλλει τη δηµοκρατική αρχή και τα πολιτικά δικαιώµατα, καθώς και τα συνταγµατικά και τα ανθρώπινα δικαιώµατα των Ελλήνων. Ο όρος είναι, επίσης, αντίθετος προς την αρχή του κράτους δικαίου, προς την αρχή της συµβατικής ισότητας και προς την αρχή της αναλογικότητας, όχι µόνο ως
Βλ. τη µελέτη µου: Τα συνταγµατικά όρια της αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του ελληνικού ∆ηµοσίου, Τιµητικός Τόµος του Κώστα Ε. Μπέη, Αθήνα 2003, σελ. 2717 επ.
8
25
υπέρµετρος και καταχρηστικός, αλλά και ως άσχετος προς το αντικείµενο της Σύµβασης, για τη διασφάλιση του οποίου τέθηκε. Τέλος είναι αντίθετος προς τη θεµελιώδη αρχή σεβασµού της πολιτείας, ως κοινωνικής, πολιτικής και νοµικής οντότητας, και προς την αρχή του κράτους δικαίου, λόγω του στοιχείου καταλυτικού εξαναγκασµού και σε ανεπίτρεπτο βαθµό απειλής της ως οφειλέτη που ενέχει. Αν ο όρος ήθελε ερµηνευθεί µε την ευρύτητα της διατύπωσής του, είναι, αναµφίβολα, ανυπόστατος ως αντίθετος προς τους κανόνες και τις αρχές εκείνες του διεθνούς δικαίου που αποτελούν για τη συµβατική ελευθερία jus cogens. Ειδικότερα, ως προς τη συµβατότητα του εν λόγω όρου παραίτησης από τις ασυλίες εθνικής κυριαρχίας προς τους κανόνες του διεθνούς δικαίου που δεσµεύουν τη συµβατική ελευθερία (juscogens), πρέπει να επισηµανθεί ότι η επιβολή τέτοιου όρου από κράτη-∆ανειστές σε κράτος-∆ανειολήπτη, ο οποίος θα βρισκόταν, κατά τη διαπραγµάτευση δανειοδοτικής σύµβασης, στην οικονοµική κατάσταση που βρισκόταν η Ελλάδα κατά τη σύναψη των Συµφωνιών ∆ανεισµού, αποτελεί, αναµφίβολα, άσκηση οικονοµικής και πολιτικής βίας και απειλή του ύψιστου πολιτειακού αγαθού, της εθνικής κυριαρχίας. Θα πρέπει, συνεπώς, να ερευνηθεί από τους ειδικούς, αν ο όρος αυτός του άρθρου 14 (5) της Σύµβασης παραβιάζει θεµελιώδεις αρχές του ∆ιεθνούς ∆ικαίου και διατάξεις της ∆ιεθνούς Σύµβασης της Βιέννης του 19699. Ανεξάρτητα, πάντως, από το ζήτηµα συµβατότητας του εν λόγω
9
26
Το άρθρο 4 § 2 του Χάρτη των Ηνωµένων Εθνών περιέχει την αρχή: «Όλα τα µέλη πρέπει να απέχουν στις διεθνείς σχέσεις τους από την απειλή ή τη χρήση βίας εναντίον της εδαφικής ακεραιότητας ή της πολιτικής ανεξαρτησίας οποιουδήποτε κράτους ή µε οποιοδήποτε άλλο τρόπο που είναι ασυµβίβα-
β. Το δικαίωµα µεταβίβασης των δικαιωµάτων από τη Σύµβαση.- Με βάση το άρθρο 2 (3) σε συνδυασµό µε το άρθρο 13 της Σύµβασης, οι δανειστές, ένας, περισσότεροι ή και όλοι, αλλά πάντοτε µε τη συναίνεση όλων των δανειστών µπορούν να µεταβιβάσουν µε οποιοδήποτε τρόπο σε τρίτο οποιοδήποτε από τα δικαιώµατα ή τις υποχρεώσεις που έχουν από τη Σύµβαση ∆ανεισµού, ενώ η Ελλάδα, ως οφειλέτης, δεν µπορεί ούτε να αρνηθεί µια τέτοια µεταβίβαση, ούτε να µεταβιβάσει µέρος ή το όλο των δικαιωµάτων και υποχρεώσεών της από τη Σύµβαση προς τρίτο. Με αυτό τον τρόπο, παρέχεται στους δανειστές το δικαίωµα να δηµιουργήσουν, µε βάση τη Σύµβαση ∆ανεισµού, πολιτικό και οικονοµικό µπλοκ σχέσεων µε τους δανειστές και µε τρίτες χώρες δεσµευτικό για την Ελλάδα, χωρίς τη βούλησή της. ∆εδοµένου δε ότι ανάλογος όρος δεν ισχύει για το ∆ανειολήπτη, αποτελεί σοβαρή παράβαση της αρχής της συµβατικής ισότητας.
όρου, κρινόµενος µε βάση το γεγονός ότι τίθεται από κράτη µέλη της ΕΕ σε κράτος µέλος της ΕΕ, αποτελεί όρο ασύµβατο µε τις αρχές της ευρωπαϊκής νοµιµότητας και τον ευρωπαϊκό πολιτισµό.
στος µε τους σκοπούς των Ηνωµένων Εθνών». Το άρθρο 52 της Σύµβασης της Βιέννης ορίζει: «Μία συνθήκη είναι άκυρη εάν η συνοµολόγησή της προξενήθηκε µε την απειλή ή τη χρήση βίας, µε την παραβίαση των αρχών του ∆ιεθνούς ∆ικαίου και του Χάρτη των Ηνωµένων Εθνών». Το άρθρο 53 της ίδιας Σύµβασης ορίζει: «Μία συνθήκη είναι άκυρη εάν στο χρόνο της συνοµολόγησής της συγκρούεται µε έναν αναγκαστικό κανόνα του Γενικού ∆ιεθνούς ∆ικαίου». Για την ερµηνεία των εν λόγω διατάξεων και ιδίως για το ζήτηµα της απειλής οικονοµικής και πολιτικής βίας, βλ. ανάπτυξη Χρήστου Ροζάκη, ό.π., § 96 και § 97, από όπου και τα παρατιθέµενα κείµενα.
27
γ. Ο όρος της γνωµοδότησης των Νοµικών Συµβούλων του Κράτους για τη νοµιµότητα της Σύµβασης.- Με το άρθρο 3 (4) (α) της Σύµβασης επιβάλλεται η µειωτική για κάθε κυβερνητικό όργανο που εκπροσωπεί κράτος κατάθεση «νοµικής γνωµοδότησης που ικανοποιεί τους ∆ανειστές και παρέχεται από τον Νοµικό Σύµβουλο του Κράτους του Υπουργείου ∆ικαιοσύνης, ∆ιαφάνειας και Ανθρωπίνων ∆ικαιωµάτων και από τον Νοµικό Σύµβουλο του Υπουργείου Οικονοµικών, µε βάση το υπόδειγµα που προβλέπεται στο Παράρτηµα 4». Σύµφωνα δε µε το άρθρο 3 (5) (α) της Σύµβασης, η κυβέρνηση είναι υποχρεωµένη, µετά από κάθε αίτηση χρηµατοδότησης για τις επόµενες δόσεις δανείου, να βεβαιώνει «ότι δεν έχει συµβεί κανένα γεγονός τέτοιο που να καθιστά εσφαλµένη οποιαδήποτε δήλωση που περιέχεται στη νοµική γνωµοδότηση». Πρέπει, δηλαδή, να βεβαιώνεται, πριν από την εκταµίευση κάθε νέας δόσης του δανείου, η ισχύς της νοµικής γνωµοδότησης. Τέλος, σύµφωνα µε το άρθρο 4 (1) (β) της Σύµβασης, «ο ∆ανειολήπτης αναγνωρίζει και εγγυάται στους ∆ανειστές κατά την ηµεροµηνία έναρξης της ισχύος της Σύµβασης, καθώς και για Κάθε Ηµεροµηνία Πληρωµής Τόκων ότι»: «Η νοµική γνωµοδότηση (...) που παρέχεται σύµφωνα µε το Άρθρο 3 (4) (α) είναι ακριβής και ορθή» (sic). Σύµφωνα µε το επισυναπτόµενο στο Παράρτηµα 4 της Σύµβασης Υπόδειγµα Νοµικής Γνωµοδότησης, οι παραπάνω Νοµικοί Σύµβουλοι του Κράτους βεβαιώνουν ότι όλα τα στοιχεία, τυπικά (γνησιότητα υπογραφών, αρµοδιότητα οργάνων του κράτους που υπογράφουν και δεσµεύονται, εγκυρότητα, δεσµευτική ισχύς και εκτελεστότητα της Σύµβασης και του Μνηµονίου) και ουσιαστικά, καθώς και όλοι οι όροι που περιέχουν οι Συµφωνίες ∆ανεισµού είναι σύµφωνα µε το ελληνικό δίκαιο, ισχυρά και έγκυρα, έχουν δε την έννοια που έχει καθοριστεί στη Σύµβαση και στο Μνηµόνιο Συνεννόησης. Αναφέροµε ενδεικτικά ορισµένες διαβεβαιώσεις της Γνωµοδότησης, οι οποίες επαναλαµβάνονται από την Κυβέρνηση πριν από κάθε δόση δανείου: (α) «Η εκ µέρους του ∆ανειολήπτη
28
εφαρµογή, αποδοχή και καλή εκτέλεση της Σύµβασης και του Μνηµονίου Συνεννόησης: (i) (...) και (ii) δεν έχουν και δεν πρόκειται να παραβιάσουν οποιοδήποτε εφαρµοστέο δίκαιο ή απόφαση αρµόδιας αρχής ή οποιαδήποτε δεσµευτική συµφωνία ή συνθήκη· (β) «Η Σύµβαση και το Μνηµόνιο Συνεννόησης είναι στην κατάλληλη νοµική µορφή, σύµφωνα µε την Ελληνική νοµοθεσία, για την εφαρµογή κατά του ∆ανειολήπτη και του Αντιπροσώπου του ∆ανειολήπτη. Η εφαρµογή της Σύµβασης δεν είναι αντίθετη µε κανόνες δηµόσιας τάξης του ελληνικού δικαίου, µε τη δηµόσια τάξη στην Ελληνική ∆ηµοκρατία, µε τις διεθνείς συνθήκες ή τις γενικώς παραδεδεγµένες αρχές του διεθνούς δικαίου που δεσµεύουν το ∆ανειολήπτη»· (γ) «Προκειµένου να διασφαλισθεί η νοµιµότητα, η εγκυρότητα ή εκτελεστότητα της Σύµβασης και του Μνηµονίου Συνεννόησης, δεν είναι απαραίτητο αυτά να κατατεθούν, καταχωρηθούν ή εγγραφούν σε οποιαδήποτε δικαστική ή άλλη αρχή στην Ελληνική ∆ηµοκρατία»· (δ) «Ούτε ο ∆ανειολήπτης ούτε τα περιουσιακά του στοιχεία έχουν ασυλία λόγω εθνικής κυριαρχίας ή διαφορετικά λόγω της δικαιοδοσίας, κατάσχεσης –συντηρητικής ή αναγκαστικής– αναγκαστικής εκτέλεσης σε σχέση µε οποιαδήποτε ενέργεια ή διαδικασία σχετικά µε τη Σύµβαση». Η Νοµική Γνωµοδότηση, η οποία, όπως επισηµάνθηκε, αποτελεί αναπόσπαστο µέρος της Σύµβασης και δεσµεύει την Ελλάδα, αποτελεί ένα εφεύρηµα και µέσο επιβολής των ∆ανειστών µη θεµιτό, οπωσδήποτε δε άκρως κυνικό, για τους ακόλουθους λόγους: (α) Αποτελεί λογικά αλλοπρόσαλλο σχήµα συµφωνίας: Οι ∆ανειστές δεν εµπιστεύονται την υπογραφή της πολιτικής (κυβερνητικής) εκπροσώπησης του ∆ανειολήπτη κατά το εθνικό και το διεθνές δίκαιο και απαιτούν νοµική γνωµοδότηση του υφιστάµενου της κυβέρνησης διοικητικού οργάνου για το ότι η Σύµβαση είναι σύµφωνη µε το ελληνικό δίκαιο Ý Αλλά ούτε η υπογεγραµµένη Νοµική Γνωµοδότηση είναι αξιόπιστη για τους ∆ανειστές, γι’ αυτό θέτουν τον όρο να βεβαιώσει (!) η Κυβέρνηση την ακρίβεια
29
και την ορθότητά της Ý Ούτε ο όρος της παροχής Γνωµοδότησης αρκεί, αλλά οι ∆ανειστές διατυπώνουν υπόδειγµα της Νοµικής Γνωµοδότησης και την επισυνάπτουν στη Σύµβαση ως Παράρτηµα 4 Ý Ακολούθως, η Κυβέρνηση του Ελληνικού Κράτους (του ∆ανειολήπτη) δίνει εντολή στο υφιστάµενό της γνωµοδοτικό όργανο να συντάξει, κατά το υπόδειγµα, την απαιτούµενη Νοµική Γνωµοδότηση ότι η σύµβαση, την οποία αποφάσισε να υπογράψει για το συµφέρον της χώρας, είναι σύµφωνη µε το ελληνικό δίκαιο Ý Η Νοµική Γνωµοδότηση συντάσσεται και υπογράφεται και η Κυβέρνηση βεβαιώνει την ακρίβεια και την ορθότητά της. Εδώ κλείνει ο φαύλος δικολαβικός κύκλος. Σε απλό σχήµα: Ο σύµβουλος της κυβέρνησης βεβαιώνει το έγκυρο κατά το δίκαιο των συµφωνιών της και η κυβέρνηση βεβαιώνει την ορθότητα της βεβαίωσης του συµβούλου της. Μόνο ως παραλογισµός, το σχήµα αυτό συµφωνίας είναι αντίθετο προς την αρχή του κράτους δικαίου. Αλλά εκτός από αυτό, ο φαύλος αυτός κύκλος γνωµοδότησης και βεβαίωσης της ορθότητάς της, είναι και αλυσιτελής και, συνεπώς, εκτός των ορίων της αρχής της αναλογικότητας και της λογικής του δικαίου, αφού το κράτος, σύµφωνα µε τα δίκαια των σύγχρονων έννοµων τάξεων, ευθύνεται για τη νοµιµότητα των πράξεων και παραλείψεων των οργάνων του –και των γνωµοδοτούντων. Προς τι, εποµένως, ο φαύλος κύκλος αλληλοβεβαιώσεων και αλληλοπιστοποιήσεων µεταξύ Κυβέρνησης και υφιστάµενών της Συµβούλων; (β) Ο όρος των ∆ανειστών που εξανάγκασε τον οφειλέτη-κράτος να επιβάλει σε όργανό του, στους δύο Νοµικούς Συµβούλους του, να βεβαιώσουν, µε βάση τις αρχές της νοµικής επιστήµης και µε τη δεσµευτικότητα διεθνούς σύµβασης, την εγκυρότητα και τη νοµιµότητα των Συµφωνιών ∆ανεισµού, την οποία υπογράφουν και εγγυώνται οι βάσει του Συντάγµατος πολιτικοί εκπρόσωποι του κυρίαρχου κράτους, αποτελεί προσβολή και του Συντάγµατος και της κυριαρχίας του κράτους.
30
(γ) Η υποχρέωση να συνταχθεί η Νοµική Γνωµοδότηση, να ενταχθεί στη Σύµβαση και να αποτελέσει αναπόσπαστο µέρος και συνάµα όρο για τη σύναψή της, ανεξάρτητα από την ευθύνη των δύο Νοµικών Συµβούλων του Κράτους και του ∆ανειολήπτη, είναι αθέµιτη, γιατί, πλην της προσβολής που ενέχει σύµφωνα µε την προηγούµενη σκέψη, αποτελεί, ως όρος σύναψης της σύµβασης, αθέµιτη πίεση και έµµεσο εξαναγκασµό της επιστηµονικής συνείδησης και της συνείδησης καθήκοντος του δηµόσιου λειτουργού και υφισταµένου του ∆ανειολήπτη. Γενικά δε, ορισµένη εκ των προτέρων επιστηµονική ερµηνεία µιας σύµβασης από τρίτο δεν µπορεί, µε βάση τη λογική του δικαίου και την ελευθερία της επιστήµης, να ορίζεται ως όρος της σύµβασης. Ένας τέτοιος όρος, εκτός από το ότι παραβιάζει την ελευθερία της επιστήµης, καθιστά αδύνατη την περαιτέρω ερµηνεία της σύµβασης. (δ) Η Νοµική Γνωµοδότηση, ανεξάρτητα από την ευθύνη των γνωµοδοτούντων και του ∆ανειολήπτη, είναι αθέµιτη, γιατί ως προϊόν πίεσης και εξαναγκασµού, είναι σε πολλά βασικά της σηµεία, όπως φαίνεται στα παραπάνω ως παράδειγµα αναφερόµενα και εκτενώς στα επόµενα, νοµικά αβάσιµη, κατάφωρα αντίθετη προς θεµελιώδεις αρχές του δικαίου και ανακριβής ως προς τη βεβαίωση ότι η Σύµβαση και το Μνηµόνιο Συνεννόησης έχουν κυρωθεί νόµιµα –εάν πράγµατι έχει έτσι συµπληρωθεί το σχετικό σηµείο του υποδείγµατος της Νοµικής Γνωµοδότησης. (ε) Το υπόδειγµα της Νοµικής Γνωµοδότησης που επέβαλλαν στην Ελλάδα οι ∆ανειστές είναι, από τη σκοπιά του διεθνούς δικαίου και των κανόνων δεοντολογίας των διεθνών σχέσεων, κυρίως δε από τη σκοπιά των αρχών και κανόνων που διέπουν τις σχέσεις των κρατών µελών της ΕΕ, αθέµιτο, γιατί δεν είναι συντεταγµένο µε βάση τους κανόνες του διεθνούς δικαίου και της διεθνούς νοµιµότητας, αφού απαιτεί να επιβεβαιωθεί η νοµιµότητα πολλών ασύµβατων µε το δίκαιο διατάξεων και όρων των Συµφωνιών του ∆ανεισµού.
31
δ. Τα δικαιώµατα των ∆ανειστών λόγω ακύρωσης των όρων της Σύµβασης.- Σύµφωνα µε το άρθρο 6 (6) (α)-(β) της Σύµβασης, αν το ∆ικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή συνταγµατικό ή άλλο καθ’ ύλην αρµόδιο δικαστήριο ∆ανειστή κρίνει: ότι η Σύµβαση παραβιάζει το δίκαιο της ΕΕ ή το Σύνταγµα του ∆ανειστή και η παραβίαση αυτή δεν µπορεί να αποκατασταθεί, τότε ακυρώνεται αµέσως και αµετάκλητα η Σύµβαση, στην πρώτη περίπτωση για όλους τους ∆ανειστές και στη δεύτερη για το ∆ανειστή του οποίου το Σύνταγµα παραβιάζει. Η Σύµβαση, όµως, παραµένει αλώβητη για τους ∆ανειστές10. Οι ∆ανειστές δε φρόντισαν µόνο να τεθεί ο διπλός αυτός όρος µόνο υπέρ τους και όχι και υπέρ του ∆ανειολήπτη, παραβιάζοντας έτσι την αρχή της ισότητας, αλλά αντιµετώπισαν –µε πρόσθετη ουσιαστική παραβίαση της εν λόγω θεµελιώδους αρχής– και το ενδεχόµενο να κριθούν οι επιµέρους υποχρεώσεις
10 Οι σχετικές διατάξεις ορίζουν: Άρθρο 6 (6) (α), «Αν το ∆ικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης µε σχετική του απόφαση κρίνει ότι αυτή η Σύµβαση ή η σύναψη των ∆ανείων παραβιάζει το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η παραβίαση αυτή δεν µπορεί να αποκατασταθεί, τότε η ∆ανειακή ∆ιευκόλυνση ως σύνολο (π.χ. οι ∆εσµεύσεις όλων των ∆ανειστών σύµφωνα µε το παρόν) ακυρώνεται αµέσως και αµετάκλητα, αλλά αυτό δεν εγείρει αξίωση για την επίσπευση (πρόωρη εξόφληση) των υφιστάµενων ∆ανείων». Άρθρο 6 (6) (β): «Αν Συνταγµατικό ∆ικαστήριο ∆ανειστή ή άλλο καθ’ ύλην αρµόδιο δικαστήριο για κάθε τέτοιο ∆ανειστή κρίνει µε οριστική απόφαση ότι αυτή η Σύµβαση ή ένα ∆άνειο παραβιάζει το Σύνταγµα του ∆ανειστή και αυτή η παραβίαση δεν µπορεί να αποκατασταθεί, τότε µόνο η δέσµευση κάθε ∆ανειστή ακυρώνεται αµέσως και αµετάκλητα, αλλά αυτό δεν εγείρει αξίωση για την επίσπευση (πρόωρη εξόφληση) των υφιστάµενων ∆ανείων».
32
του από οποιοδήποτε δικαστήριο (προφανώς, εννοούν: του ∆ανειολήπτη) µη δεσµευτικές ή µη εκτελεστές εναντίον του ή παράνοµες. Έτσι, στην περίπτωση αυτή, οι ∆ανειστές, σύµφωνα µε το άρθρο 8 (1) (γ) της Σύµβασης, µπορούν να ακυρώσουν τη Σύµβαση ή/και να απαιτήσουν το ανεξόφλητο κεφάλαιο των ∆ανείων ως αµέσως απαιτητό και πληρωτέο, µαζί µε τους δεδουλευµένους τόκους11. Τέλος, οι ∆ανειστές, µη αρκούµενοι ούτε στην παραπάνω διασφάλιση των συµφερόντων τους από τη Σύµβαση για τις περιπτώσεις ακυρότητας από οποιοδήποτε δικαστήριο, επέβαλαν, επιπλέον, και τον ακόλουθο όρο του άρθρου 11 (1) της Σύµβασης: Σε περίπτωση που µία ή περισσότερες διατάξεις της Σύµβασης ήθελε καταστούν εν όλω ή εν µέρει άκυρες, παράνοµες ή µη εκτελεστές από οποιαδήποτε άποψη και µε βάση οποιουδήποτε δικαίου, η ισχύς, η νοµιµότητα και η εκτελεστότητα των λοιπών δεν επηρεάζεται, οι δε άκυρες, παράνοµες ή µη εκτελεστές ερµηνεύ-
Η σχετική διάταξη-όρος του άρθρου 8 (1) (γ) της Σύµβασης έχει ως εξής: «Οι ∆ανειστές µπορούν µε γραπτή ειδοποίηση (που επιδίδεται από την Επιτροπή ενεργώντας εκ µέρους τους) (και ενεργώντας σύµφωνα µε τους όρους της Συµφωνίας µεταξύ των Πιστωτών) προς τον ∆ανειολήπτη, να ακυρώσουν τη ∆ανειακή ∆ιευκόλυνση και/ή να απαιτήσουν το ανεξόφλητο κεφάλαιο των ∆ανείων ως άµεσα απαιτητό και πληρωτέο, µαζί µε τους δεδουλευµένους τόκους, σε περίπτωση που: (…) (γ) οι υποχρεώσεις του ∆ανειολήπτη στο πλαίσιο της παρούσας Σύµβασης κρίνονται από οποιοδήποτε καθ’ ύλην αρµόδιο δικαστήριο ως µη δεσµευτικές ή εκτελεστές έναντι του ∆ανειολήπτη ή κρίνονται παράνοµες».
11
33
ονται σύµφωνα µε το πνεύµα και το σκοπό της Σύµβασης12. Εδώ, προφανώς, θέλουν οι ∆ανειστές να καλύψουν τα δανειακά τους συµφέροντα από παρέµβαση διεθνούς ή ελληνικής αρχής και ελληνικών δικαστικών αρχών κυρίως ως προς τη δυνατότητα αναγκαστικής εκτέλεσης. Για το προνοµιακό αυτό σύστηµα προστασίας του συµφέροντος των ∆ανειστών σε περίπτωση δικαστικής διαπίστωσης παράνοµων όρων και άλλων παρανοµιών της Σύµβασης, για την οποία υπεύθυνοι είναι κυρίως οι ίδιοι ως το ισχυρότερο µέρος των συµβαλλοµένων, παρατηρούµε τα ακόλουθα: (α) Οι ∆ανειστές, γνωρίζοντας, προφανώς, την, καταφανή άλλωστε, αντίθεση της Σύµβασης προς το διεθνές δίκαιο, προς το δίκαιο της ΕΕ και προς τα εθνικά τους Συντάγµατα, κατέβαλαν κάθε προσπάθεια να διασφαλίσουν τα συµφέροντά τους απέναντι στον οφειλέτη και να αποτρέψουν κάθε δυσµενή γι’ αυτούς συνέπεια, σε όλες τις περιπτώσεις παραβάσεων του δικαίου, ακυροτήτων και αδυναµίας εκτέλεσης των διατάξεων της Σύµβασης. Οι όροι αυτοί που εκφράζουν αυτή την προσπάθεια είναι, ασφαλώς, άκυροι, ως αντίθετοι προς τις αρχές του δικαίου και εκφράζουν
Η διάταξη του άρθρου 11 (1) της Σύµβασης έχει ως εξής: «Σε περίπτωση που µία ή περισσότερες από τις διατάξεις που περιλαµβάνονται στην παρούσα Σύµβαση είναι ή καταστούν εξ ολοκλήρου ή εν µέρει άκυρες, παράνοµες ή µη εκτελεστές από οποιαδήποτε άποψη βάσει οποιουδήποτε εφαρµοστέου νόµου, η ισχύς, η νοµιµότητα και η εκτελεστότητα των υπολοίπων διατάξεων που περιλαµβάνονται στην παρούσα Σύµβαση επ’ ουδενί τρόπω επηρεάζεται ή κλονίζεται για το λόγο αυτό. Οι διατάξεις που είναι εξ ολοκλήρου ή εν µέρει άκυρες, παράνοµες ή µη εκτελεστές ερµηνεύονται και ως εκ τούτου εφαρµόζονται σύµφωνα µε το πνεύµα και το σκοπό της παρούσας Σύµβασης.
12
34
πνεύµα σοφιστικού και δικολαβικού χαρακτήρα. Είναι δε χαρακτηριστική και η παράβαση, µε τους όρους αυτούς, της συµβατικής ισότητας των µερών, δεδοµένου ότι δεν τέθηκαν οι εν λόγω όροι και υπέρ του ∆ανειολήπτη. (β) Η βασική αρχή που ισχύει στις συναλλαγές ως προς τις συνέπειες της ανυπαίτιας ακυρότητας της σύµβασης είναι η επιστροφή του αδικαιολόγητου πλουτισµού. Αυτό επιβάλλεται τόσο από την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, όσο και από την αρχή της ισότητας των µη υπαίτιων ή συνυπαίτιων για την ακυρότητα συµβαλλόµενων µερών. Εντούτοις, µε βάση αυτούς τους όρους, το χρέος του ∆ανειολήπτη παραµένει πλήρες υπέρ των πανίσχυρων ∆ανειστών, οι οποίοι µόνο την πρόωρη εξόφληση δεν µπορούν να ζητήσουν και µόνο στην πρώτη περίπτωση ακυρότητας του άρθρου 6 (6) (α)-(β), ενώ στις άλλες περιπτώσεις ακυροτήτων µπορούν να ζητήσουν και την πρόωρη εξόφληση. Αν ληφθεί υπ’ όψιν ότι η θέση των ∆ανειστών απέναντι στο ∆ανειολήπτη στη συγκεκριµένη περίπτωση ήταν πανίσχυρη, ώστε να επιβάλλουν εκείνοι τους όρους τους, τότε η καταχρηστικότητα και η αντίθεση προς τις αρχές της ισότητας και του κράτους δικαίου είναι προφανείς. (γ) Η αντίθεση των παραπάνω όρων προς την αρχή του κράτους δικαίου, που εγγυάται σήµερα το υπερκείµενο δίκαιο όλων των επιπέδων (συνταγµατικό, ευρωπαϊκό και διεθνές δίκαιο), είναι προφανής, γιατί, µε τους εν λόγω όρους, καταβάλλεται η –άκυρη βεβαίως– προσπάθεια, η Σύµβαση να τεθεί πάνω από το δίκαιο και το δικαστικό έλεγχο της νοµιµότητάς της, αφού οι συνέπειες των ακυροτήτων λόγω αντίθεσης µε το υπερκείµενο δίκαιο ορίζονται ως όροι της Σύµβασης κατ’ απόκλιση των συνεπειών που ορίζει το δίκαιο και της δικαστικής προστασίας του ∆ανειολήπτη. ε. Οι παραβιάσεις του ελληνικού Συντάγµατος.- Οι παραβιάσεις θεµελιωδών αρχών, θεµελιωδών δικαιωµάτων και γενικά εγγυήσεων του υπερκείµενου δικαίου από τις Συµφωνίες ∆ανεισµού
35
που εκθέσαµε πιο πάνω και θα δούµε και στα επόµενα, αποτελούν συγχρόνως και παραβιάσεις του ελληνικού Συντάγµατος, είτε ευθέως, είτε ως εγγυήσεις του διεθνούς και του ευρωπαϊκού δικαίου, που αποτελούν αναπόσπαστο µέρος του εσωτερικού δικαίου. Αυτό έχει τη σοβαρή συνέπεια ότι η Βουλή των Ελλήνων δεν µπορεί να κυρώσει κατά το Σύνταγµα τις εν λόγω Συµφωνίες, λόγω αυτών των αντιθέσεων προς αυτό, δεδοµένου, µάλιστα, ότι δεν έχει και τη δυνατότητα επιλογής των σύµφωνων µε το Σύνταγµα όρων και διατάξεων, γιατί, όπως είναι γνωστό, η κύρωση των διεθνών συνθηκών γίνεται in globo. Ιδιαίτερα επισηµαίνεται, ότι ο όρος παραίτησης από τις ασυλίες της εθνικής κυριαρχίας καθιστά αδύνατη την κύρωση από τη Βουλή, γιατί ούτε το αντιπροσωπευτικό σώµα του Ελληνικού λαού έχει αυτή την εξουσία. 4. Τα µέτρα του Μνηµονίου και η παραβίαση θεµελιωδών δικαιωµάτων και αρχών
α. Η ενιαία βάση εγγυήσεων του υπερκείµενου δικαίου.- Οι Συµφωνίες ∆ανεισµού, µε µια σειρά διατάξεων του Μνηµονίου, που εξειδικεύουν τους όρους της Σύµβασης, επιβάλλουν στο ελληνικό κράτος λήψη συγκεκριµένων µέτρων, τα οποία προσβάλλουν δικαιώµατα προσώπων που εγγυώνται το Σύνταγµα, η Ευρωπαϊκή Σύµβαση για την Προάσπιση των ∆ικαιωµάτων του Ανθρώπου και των Θεµελιωδών Ελευθεριών (ΕΣ∆Α) και ο Χάρτης των Θεµελιωδών ∆ικαιωµάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΧΘ∆). Σύµφωνα µε το άρθρο 6 § 1 της ίδιας ΣυνθΕΕ, ο ΧΘ∆ «έχει το ίδιο νοµικό κύρος µε τις Συνθήκες», ενώ ταυτόχρονα το ίδιο άρθρο 6 § 2 της ΣυνθΕΕ ορίζει ότι «η Ένωση προσχωρεί» στην ΕΣ∆Α. Επιπλέον, το ίδιο άρθρο 6 § 3 της ΣυνθΕΕ ορίζει ότι τα θεµελιώδη δικαιώµατα κατοχυρώνονται από την ΕΕ, «όπως κατοχυρώνονται από την Ευρωπαϊκή Σύµβαση των ∆ικαιωµάτων του Ανθρώπου και όπως απορρέουν από τις κοινές συνταγµατικές
36
παραδόσεις των κρατών-µελών» και ότι «αποτελούν µέρος των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης». Σε σχέση µε τη βάση δικαίου για τις παραβιάσεις θεµελιωδών δικαιωµάτων, πρέπει να ληφθούν υπ’ όψιν, εκτός από τις παραπάνω διατάξεις, και οι διατάξεις του άρθρου 52 του ΧΘ∆, µε τίτλο «Εµβέλεια και ερµηνεία των δικαιωµάτων και των αρχών». Σύµφωνα µε τις διατάξεις αυτές, οι εγγυήσεις της ΕΣ∆Α, οι εγγυήσεις του ΧΘ∆, το προσαρτηµένο στο Χάρτη κείµενο των «Επεξηγήσεων σχετικά µε Χάρτη των Θεµελιωδών ∆ικαιωµάτων» της ΕΕ και η νοµολογία του Ε∆∆Α δεσµεύουν τα ελληνικά δικαστήρια. Είναι σαφές ότι η ΕΕ, µε όλες τις παραπάνω διατάξεις, επιβάλλει σε όλα τα κράτη-µέλη της ενιαία προστασία των θεµελιωδών δικαιωµάτων, όπως αυτή έχει διαµορφωθεί και διαµορφώνεται µε βάση την ΕΣ∆Α, το ΧΘ∆, τη νοµολογία του Ε∆∆Α και την επίσηµη ερµηνεία των «Επεξηγήσεων». Άλλωστε, η ενιαία προστασία των δικαιωµάτων του ανθρώπου, όπως αυτά ορίζονται στην ΕΣ∆Α, επιβαλλόταν ήδη –χαλαρότερα– στα κράτη µέλη του Συµβουλίου της Ευρώπης µε τη νοµολογία του Ε∆∆Α. Η επιβαλλόµενη σήµερα από την ΕΕ ενιαία προστασία των θεµελιωδών δικαιωµάτων και αρχών θεµελιώνεται σε ένα ενιαίο σύστηµα δικαίου και είναι αυστηρή για τα κράτη µέλη της Ένωσης, χωρίς δυνατότητα αποκλίσεων από κράτος σε κράτος, παρά µόνο αποκλίσεων που, βάσει των εθνικών συνταγµάτων, παρέχουν µεγαλύτερη προστασία13.
13 Για τη νοµολογιακή επιδίωξη της ενότητας της ευρωπαϊκής έννοµης τάξης, που αφορά και στην ενιαία βάση εγγυήσεων, βλ. µελέτη µου: Μορφές ερµηνείας ιεραρχικής εναρµόνισης του δικαίου. Οι νέες διαστάσεις της συστηµατικής ερµηνείας του δικαίου, επιθεώρηση Το Σύνταγµα, 1/2006, σελ. 5 επ.
37
β. Οι µη συµβατές προς τις εγγυήσεις των θεµελιωδών δικαιωµάτων διατάξεις του Μνηµονίου.- Η Σύµβαση και το Μνηµόνιο, ενώ υπογράφονται από τα κράτη µέλη της Ευρωζώνης, που αποτελεί το σκληρό πυρήνα της ΕΕ και της ευρωπαϊκής έννοµης τάξης, περιέχουν διατάξεις και όρους που δε συµβιβάζονται µε ένα ευρύ φάσµα θεµελιωδών δικαιωµάτων τα οποία εγγυώνται η ΕΕ και τα Συντάγµατα των κρατών µελών της, καθώς και το Συµβούλιο της Ευρώπης, που καλύπτει τον ευρύτερο χώρο της ευρωπαϊκής νοµιµότητας. Οι διατάξεις και οι όροι που έρχονται σε ευθεία αντίθεση µε παραπάνω αναφερόµενες εγγυήσεις του Συµβουλίου της Ευρώπης και της ΕΕ είναι διατάξεις όρων του Μνηµονίου οι οποίες εξειδικεύουν τις συµβατικές υποχρεώσεις που επιβάλλει στην Ελλάδα η Σύµβαση. Πρόκειται κυρίως για διατάξεις που προσδιορίζουν αναγκαστικές περικοπές και µειώσεις µισθών, επιδοµάτων, συντάξεων, επιδοµάτων ανεργίας και «πάγωµα» µισθών και συντάξεων µε νοµοθετηµένες προβλέψεις αυξήσεων, όπως, για παράδειγµα, οι σχετικές µε τέτοιες µειώσεις διατάξεις του ΜΟΧΠ, στους Πίνακες 1 και 3, και του ΣΠΟΠ, στα άρθρα 1 (i), 2 (i) και (ii), 6 (i) κ.ά. Τίθεται το ζήτηµα, αν οι διατάξεις του Μνηµονίου που συγκεκριµενοποιούν µέτρα ασύµβατα µε τις εγγυήσεις των θεµελιωδών δικαιωµάτων προσβάλλουν πράγµατι υφιστάµενα δικαιώµατα προσώπων, δεδοµένου ότι για την πραγµατοποίηση της προσβολής απαιτείται: πρώτον, κυρωτικός και εκτελεστικός νόµος του ελληνικού κράτους και, δεύτερον, διοικητική πράξη προσβολής. Σύµφωνα µε την απόφαση του Ε∆∆Α Holy Monasteries v. Greece της 9.12.199414, η ισχύς και µόνο νόµου που προβλέπει αντίθετες
14
38
Βλ. σκέψεις 64 και 65 σε σχέση µε τις §§ 39-43 του ιστορικού της ίδιας απόφασης σχετικά µε την εφαρµογή των ν. 1770/1987 και 1811/1988: 64. The Government relied on the fact that none of the applicant monasteries had to
προς τις εγγυήσεις του υπερκείµενου δικαίου πράξεις αποτελεί, αυτή καθ’ εαυτήν, προσβολή των συγκεκριµένων δικαιωµάτων. Συνεπώς, ανεξάρτητα από τη νοµοθετική βάση και τις εκτελεστές πράξεις της ελληνικής πολιτείας, η ισχύς και µόνη του Μνηµονίου ως διεθνούς συνθήκης θέτει σε αµφιβολία ισχύος τα συγκεκριµένα δικαιώµατα και συνιστά, έτσι, προσβολή τους. Είναι αυτονόητο ότι τα µέτρα που επιβάλλει το Μνηµόνιο µπορεί να ενέχουν, εκτός από τις προβλεπόµενες περικοπές και µειώσεις αποδοχών, προσβολή και άλλων δικαιωµάτων οικονοµικού περιεχοµένου, για την οποία απαιτείται ειδική µελέτη. Πρέπει, επίσης, να επισηµανθεί ότι τα επιβαλλόµενα µέτρα από το Μνηµόνιο για την εξυπηρέτηση του δανεισµού παρέχουν ευρύτατη βάση για προσβολή, πέρα από τα δικαιώµατα που ήδη έχουν προσβληθεί και τίθενται στο επίκεντρο αυτών των σκέψεων, πολλών άλλων εγγυηµένων από το δίκαιο της ΕΕ και το Σύνταγµα δικαιωµάτων. Οι σκέψεις που κατατίθενται εδώ µπορεί να αποτελέσουν αφετηρία για κάθε άλλη προσβολή δικαιωµάτων µε βάση
date transferred the property in issue to the State and no administrative eviction order had been served on any of the monasteries, as the decree which was to lay down the detailed arrangements for implementing sections 3 and 4 (section 4(9) of the Law) had still not been issued....65.... The fact that no administrative eviction order has yet been issued is no guarantee that none will be issued in the future, particularly in view of the circulars of 5 January and 20 February 1989 (see paragraph 39 above), which are still in force, and of the administrative authorities’ attitude (see paragraph 43 above) after the agreement was concluded.
39
τα µέτρα του Μνηµονίου. Επισηµαίνεται, τέλος, ότι τα δικαιώµατα οικονοµικού περιεχοµένου που κυρίως µας απασχολούν εδώ ανήκουν στον κύκλο των κοινωνικών δικαιωµάτων µε την ευρύτερη έννοια του όρου, που περιλαµβάνει δικαιώµατα αποδοχών εργαζοµένων στο δηµόσιο και τον ιδιωτικό τοµέα µε σχέση εξαρτηµένης εργασίας και των αντίστοιχων ασφαλισµένων στο σύστηµα δηµόσιας κοινωνικής ασφάλισης. Τα δικαιώµατα αυτά προστατεύονται από το υπερκείµενο του κοινού νοµοθέτη δίκαιο µε πολύπλευρο σύστηµα εγγυήσεων, το οποίο σκιαγραφούµε αµέσως πιο κάτω. (α) Προστασία των εγγυήσεων της ιδιοκτησίας.- Η εγγύηση της ιδιοκτησίας αποτελεί, όπως είναι γνωστό, το θεσµικό θεµέλιο του οικονοµικού συστήµατος του αστικού κράτους. Με την κοινωνική ευαισθησία των δηµοκρατικών έννοµων τάξεων της Ευρώπης, αλλά και µε την πίεση της εξέλιξης της αρχής του κοινωνικού κράτους, η εγγύηση αυτή, από πολλές δεκαετίες, διευρύνθηκε, περιλαµβάνοντας και τα οικονοµικού περιεχοµένου εργασιακά και κοινωνικά δικαιώµατα των εργαζοµένων. Με αυτή την κοινωνική διεύρυνση, η εγγύηση της ιδιοκτησίας περιέλαβε µια σειρά περιουσιακών δικαιωµάτων του προσώπου µεταξύ των οποίων είναι, όπως ήδη αναφέραµε, τα δικαιώµατα µισθών, συντάξεων, επιδοµάτων και κάθε άλλης µορφής αποδοχών εργαζοµένων ή δικαιούχων κοινωνικής ασφάλισης ή περιοδικών, κατά δόσεις ή εφάπαξ, παροχών προς αυτούς, εφόσον είναι προσδιορισµένα µε νόµο ή προσδιορίσιµα βάσει νόµου ή συνιστούν αντικειµενικώς νόµιµη προσδοκία που θα µπορούσε να θεµελιωθεί στο ισχύον µέχρι την προσβολή δίκαιο. Με άλλες λέξεις: πρόκειται για οικονοµικού περιεχοµένου δικαιώµατα που µπορεί να διεκδικηθούν από τους δικαιούχους βάσει του ισχύοντος δικαίου· θεµελιώνονται στο ισχύον δίκαιο και ως εκ τούτου είναι ή λογίζονται κεκτηµένα, και αν ακόµη η αξία τους δεν έχει προσδιοριστεί και εισπραχθεί από τους δικαιούχους. Τα εν λόγω δικαιώµατα, κατά πάγια νοµολογία του Ευρωπαϊκού ∆ικαστηρίου των ∆ικαιωµάτων του Ανθρώπου
40
(Ε∆∆Α)15, που ακολούθησε εξαρχής τα κρατούντα στις συνταγµατικές τάξεις των ευρωπαϊκών κρατών, υπάγονται στην έννοια της ιδιοκτησίας ή περιουσίας που εγγυώνται: το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣ∆Α (ΠΠΠ/ΕΣ∆Α). Τα δικαιώµατα αυτά εγγυώνται επιπροσθέτως σήµερα: το άρθρο 17 του ΧΘ∆ σε συνδ. µε την «Επεξήγηση σχετικά µε το άρθρο 17 - ∆ικαίωµα ιδιοκτησίας» του προσαρτηµένου σ’ αυτόν κειµένου των «Επεξηγήσεων σχετικά µε Χάρτη των Θεµελιωδών ∆ικαιωµάτων» της ΕΕ, καθώς και το άρθρο 17 §§ 1 και 2 του ελληνικού Συντάγµατος, το οποίο πρέπει να ερµηνεύεται πια µε βάση τη νοµολογία του Ε∆∆Α. Η εγγύηση αυτή δεν είναι µόνο εγγύηση δικαιώµατος του ανθρώπου αλλά αποτελεί και «θεµελιώδη αρχή που είναι κοινή σε όλα τα εθνικά συντάγµατα» και «έχει κατοχυρωθεί από τη νοµολογία του ∆ικαστηρίου...»16. Η εν λόγω επίσηµη «Επεξήγηση» για την πάγια κατοχύρωση της θεµελιώδους αρχής προστασίας
Η νοµολογία του Ε∆∆Α είναι πολύ µεγάλη και έχει αντιµετωπίσει την προστασία ευρύτατου κύκλου κατηγοριών περιουσιακών ή ιδιοκτησιακών δικαιωµάτων που υπάγονται στην εγγύηση του άρθρου 1 του ΠΠΠ/ΕΣ∆Α. Έτσι, µπορεί κανείς να βρει τη νοµολογιακή αντιµετώπιση της ειδικής περίπτωσης ή µορφής ιδιοκτησιακού αγαθού που τον ενδιαφέρει. Αναφέροµε εδώ τις παλαιότερες αποφάσεις του ∆ικαστηρίου, πάνω στις οποίες οικοδοµήθηκε η µετέπειτα νοµολογία του: Marckx Case-1978, Case of Sporrong and Lönnroth-1981, Case James and Others-1986 και Case of Lithgow-1986. Από την πρόσφατη νοµολογία, βλ. Case of Azinas v. Cyprus , 1202· Case of Kondrashina v. Russiam 2007· Υπόθ. Ρεβελιώτης κατά Ελλάδας, 2008· Υπόθ. Αποστολολάκη κατά Ελλάδας, 2009. 16 Έτσι στην «Επεξήγηση σχετικά µε το άρθρο 17 - ∆ικαίωµα ιδιοκτησίας» στο κείµενο «Επεξηγήσεων σχετικά µε το Χάρτη Θεµελιωδών ∆ικαιωµάτων».
15
41
της περιουσίας παραπέµπει: «κατά κύριο λόγο στην απόφαση Hauer» του Ε∆∆Α (13 ∆εκεµβρίου 1979, Συλλ. 1979, σ. 3527), προσθέτοντας επιπλέον ότι και µετά τον εκσυγχρονισµό, µε το άρθρο 17 του ΧΘ∆, της παλαιάς διατύπωσης του άρθρου 1 του ΠΠΠ/ΕΣ∆Α: «σύµφωνα µε το άρθρο 52, παράγραφος 3, το δικαίωµα αυτό έχει την ίδια έννοια και την ίδια εµβέλεια µε το δικαίωµα που κατοχυρώνεται στην ΕΣ∆Α και δεν επιτρέπεται η υπέρβαση των περιορισµών που προβλέπονται σε αυτήν». Πρέπει ιδιαίτερα να υπογραµµιστεί, σε σχέση µε τις παραβιάσεις των περιουσιακών δικαιωµάτων των εργαζοµένων, των συνταξιούχων κ. ά., στις οποίες αφορούν οι προκείµενες σκέψεις, ότι οι εγγυήσεις και η ερµηνεία των εν λόγω δικαιωµάτων που περιέχουν το άρθρο 1 του ΠΠΠ/ΕΣ∆Α, το άρθρο 17 του ΧΘ∆ και η ερµηνεία τους από την νοµολογία του Ε∆∆Α και της «Επεξήγησης σχετικά µε το άρθρο 17 - ∆ικαίωµα ιδιοκτησίας» του προσαρτηµένου στο κειµένου των «Επεξηγήσεων σχετικά µε Χάρτη των Θεµελιωδών ∆ικαιωµάτων» της ΕΕ, είναι, όπως αναφέραµε για το σύνολο των προστατευόµενων θεµελιωδών δικαιωµάτων και αρχών, δεσµευτικά για τα ελληνικά δικαστήρια17. Τα σηµαντικότερα περιουσιακά δικαιώµατα ή δικαιώµατα οικονοµικού περιεχοµένου προσώπων, τα οποία καλύπτονται µε τις παραπάνω αναφερόµενες εγγυήσεις και παραβιάζονται µε όρους ή βάσει διατάξεων των Συµφωνιών ∆ανεισµού, είναι, ενδεικτικά: τα δικαιώµατα αποδοχών των εργαζοµένων στο δηµόσιο µε
17 Η απόφαση 40/1998 της Ολοµέλειας του Αρείου Πάγου έχει ήδη δεχθεί πλήρως τη νοµολογία του Ε∆∆Α ως προς την προστασία των οικονοµικού περιεχοµένου δικαιωµάτων του άρθρου 1 του ΠΠΠ/ΕΣ∆Α. Βλ. Σχολιασµό της εν λόγω απόφασης Γ. Κασιµάτη, ΝοΒ 47(1999), σελ. 4 επ. και στις Μελέτες ΙΙΙ, Αθήνα-Κοµοτηνή 2000 του ιδίου, σελ. 175 επ.
42
σχέση δηµοσίου ή ιδιωτικού δικαίου ή στον ιδιωτικό τοµέα, εφόσον αυτά θεµελιώνονται και προσδιορίζονται κατά είδος και ποσό σε νόµο ή σε κανονιστική διοικητική πράξη βάσει νοµοθετικής εξουσιοδοτήσεως ή σε συλλογικές συµβάσεις εργασίας ή σε συµβάσεις ιδιωτικού δικαίου (µισθοί, κάθε είδους επιδόµατα, «δώρα» Χριστουγέννων και Πάσχα –«13ος και 14ος µισθός»– προκαθορισµένες ή προσυµφωνηµένες αυξήσεις κλπ.), καθώς και οι κάθε είδους, µηνιαίες, ετήσιες ή εφάπαξ, ασφαλιστικές παροχές (συντάξεις, επιδόµατα, «13η και 14η σύνταξη», εφάπαξ παροχές κύριας και επικουρικής ασφάλισης κλπ.). Σ’ αυτά ανήκουν και τα δικαιώµατα που δεν είναι προσδιορισµένα, αλλά µπορούν, βάσει των εν λόγω διατάξεων, να προσδιοριστούν κατά ποσό, όπως είναι: νοµοθετηµένες ή συµφωνηµένες διµερώς ή µε συλλογικές συµβάσεις εργασίας αυξήσεις αποδοχών, που θα υπολογιστούν βάσει συγκεκριµένων µελλοντικών στοιχείων, δικαιώµατα αποζηµίωσης λόγω απόλυσης ή ατυχήµατος κ.ά. Όλα τα παραπάνω αναφερόµενα οικονοµικού περιεχοµένου δικαιώµατα θεµελιώνονται αυτοτελώς, το κάθε ένα χωριστά, στο νόµο, ενέχουν και κατ’ ουσίαν αυτοτελείς απαιτήσεις, στηριζόµενες σε ειδικό νοµοθετικό λόγο (ratio legis) το κάθε ένα χωριστά και, συνεπώς, αποτελούν νοµικώς αυτοτελή ιδιοκτησιακά δικαιώµατα. Παγίως δε ισχύει σε όλες τις έννοµες τάξεις της Ευρώπης ότι απολαύουν αυτοτελούς προστασίας και όχι ως τµήµατα της τυχόν ευρύτερης περιουσίας του προσώπου. Γι’ αυτό και η εν όλω ή εν µέρει αφαίρεση αυτοτελούς ιδιοκτησιακού δικαιώµατος µόνο µέσω και µε τους όρους αναγκαστικής απαλλοτρίωσης µπορεί να γίνει. Άρα, η εν όλω ή εν µέρει κατάργηση των εν λόγω δικαιωµάτων αποτελεί εν όλω ή εν µέρει στέρηση αυτοτελών ιδιοκτησιακών ή περιουσιακών δικαιωµάτων. Συνεπώς, η ολική ή η µερική στέρηση των παραπάνω αναφερόµενων περιουσιακών δικαιωµάτων εργαζοµένων και ασφαλισµένων, η οποία δεν έγινε, ούτε µπορούσε να γίνει, λόγω της χρηµατικής τους υπόστασης, µέσω του µόνου νόµιµου τρόπου: της διαδικασίας και των όρων της ανα43
γκαστικής απαλλοτρίωσης, είναι αντίθετη προς τις διατάξεις του άρθρου 1 του ΠΠΠ/ΕΣ∆Α και του άρθρου 17 § 1 ΧΘ∆, που προβλέπουν µεν στέρηση ιδιοκτησίας για δηµόσια ωφέλεια, αλλά πάντοτε «υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο νόµο και έναντι έγκαιρης και δίκαιης αποζηµίωσης για την απώλειά της». Σύµφωνα δε µε το άρθρο 17 § 2 Σ, απαιτείται, πλην της νόµιµης διαδικασίας για αναγκαστική απαλλοτρίωση, και προκαταβολή πλήρους αποζηµίωσης, προϋπόθεση που δεν µπορεί να εφαρµοστεί, όπως σηµειώσαµε, σε στέρηση ιδιοκτησιακού δικαιώµατος σε χρήµα. Συνεπώς, ήδη βάσει αυτού του λόγου, η ολική ή µερική περικοπή, ως αντίθετη προς τις διατάξεις του υπερκείµενου δικαίου, είναι παράνοµη και θεµελιώνει την αστική ευθύνη του κράτους και των αρµόδιων νοµικών προσώπων δηµοσίου δικαίου, µε βάση τα άρθρα 105 και 106 ΕισΝΑΚ. Η αποζηµίωση δε αυτή είναι πλήρης και αντικειµενική, περιλαµβάνοντας κάθε θετική ή αποθετική ζηµία, όχι µόνο βάσει των διατάξεων αυτών του ΕισΝΑΚ, αλλά και βάσει του άρθρου 17 § 2, ως αποζηµίωση οιονεί αναγκαστικής απαλλοτρίωσης. Εάν οι ολικές ή οι µερικές περικοπές των αποδοχών των εργαζοµένων και των ασφαλισµένων ήθελαν θεωρηθεί «κοινωνικοί περιορισµοί» ή «περιορισµοί χάριν του δηµόσιου συµφέροντος», η έννοια και η προστασία της ιδιοκτησίας θα µεταβάλλονταν άρδην. Μέχρι σήµερα, το σύστηµα εγγύησης και προστασίας της ιδιοκτησίας περιλαµβάνει την εγγύηση και προστασία του θεσµού της ιδιοκτησίας (αντικειµενική εγγύηση) και την εγγύηση και προστασία κάθε συγκεκριµένου και αυτοτελούς δικαιώµατος ιδιοκτησίας. Ως συγκεκριµένο και αυτοτελές δικαίωµα ιδιοκτησίας νοείται το δικαίωµα ιδιοκτησίας ενός συγκεκριµένου προσώπου µε αντικείµενο ένα ή περισσότερα διαιρετά ή εξ αδιαιρέτου ιδιοκτησιακά δικαιώµατα. Ως δικαίωµα ιδιοκτησίας στο σύστηµα αυτό προστασίας είναι κάθε δικαίωµα κτήσης, χρήσης, κάρπωσης ή διάθεσης του ιδιοκτησιακού αντικειµένου· ως ιδιοκτησιακό δε αντικείµενο νοείται κάθε οικονοµικής αξίας αγαθό, δικαίωµα, απαίτηση ή έν44
νοµο συµφέρον. Κάθε µερική ή ολική αφαίρεση αυτού του δικαιώµατος από το υποκείµενό του συνιστά για το υποκείµενο αυτό στέρηση ιδιοκτησίας, η οποία, όπως ήδη αναφέραµε, µόνο µέσα από τη διαδικασία και µε τους όρους της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης µπορεί να γίνει νοµίµως. Το δικαίωµα ιδιοκτησίας υπόκειται, βεβαίως, σε νόµιµους περιορισµούς (µε νόµο ή βάσει νόµου) για την εξυπηρέτηση του γενικού συµφέροντος. Οι περιορισµοί, όµως, αυτοί διακρίνονται σαφώς από την έννοια της στέρησης της ιδιοκτησίας, που σηµαίνει αφαίρεση ή αυτούσια περικοπή ή µείωση αυτοτελούς ιδιοκτησιακού αντικειµένου. Τη λέξη αυτή («στέρηση») χρησιµοποιούν το άρθρο 1 του ΠΠΠ/ΕΣ∆Α, το άρθρο 17 § 1 εδ. β του ΧΘ∆ και το άρθρο 17 § 2 εδ. α Σ. Οι περιορισµοί, αντίθετα, αναφέρονται στη χρήση του ιδιοκτησιακού αντικειµένου, γι’ αυτό προσδιορίζονται και στις τρεις αυτές εγγυήσεις της ιδιοκτησίας ως περιορισµοί της χρήσης του αγαθού ή της άσκησης του ιδιοκτησιακού δικαιώµατος18. Η εννοιολογική διαφορά από τη στέρηση είναι σαφέστατη.
18 Το άρθρο 1, εδ. β του ΠΠΠ/ΕΣ∆Α ορίζει (επίσηµη µετάφραση): “Αι προαναφερόµεναι διατάξεις δε θίγουσι το δικαίωµα παντός Κράτους όπως θέση εν ισχύι Νόµους ούς ήθελε κρίνη αναγκαίον προς ρύθµισιν της χρήσεως αγαθών προς το δηµόσιον συµφέρον”. Το άρθρο 17 § 1 εδ. γ του ΧΘ∆ ορίζει: «Χρήση των αγαθών µπορεί να υπόκειται σε περιορισµούς από το νόµο, εφόσον αυτό είναι αναγκαίο προς το γενικό συµφέρον». Βλ. και «Επεξηγήσεις σχετικά µε το Χάρτη των Θεµελιωδών ∆ικαιωµάτων», «Επεξήγηση» στο άρθρο 17: «Η διατύπωση (εννοεί το άρθρο 1 του ΠΠΠ/ΕΣ∆Α), εκσυγχρονίστηκε, αλλά σύµφωνα µε το άρθρο 52, παράγραφος 3 το δικαίωµα αυτό έχει την ίδια έννοια και την ίδια εµβέλεια µε το δικαίωµα που κατοχυρώνεται στην ΕΣ∆Α και δεν επιτρέπεται η υπέρβαση των περιορισµών που προβλέπονται σε αυτήν». Το ελληνικό Σύνταγµα, τέλος, στο άρθρο 17 § 1: Η ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του Κράτους, τα δικαιώµατα όµως που απορρέουν από αυτή δεν µπορούν να ασκούνται σε βάρος του γενικού συµφέροντος (οι τονισµοί σηµασίας των λέξεων είναι του σ.).
45
Τέτοιοι περιορισµοί σε ιδιοκτησιακό δικαίωµα µε χρηµατικό αντικείµενο θα µπορούσε, για παράδειγµα, να είναι: προσωρινή δέσµευση καταθέσεων, µείωση της συναλλαγµατικής αξίας του νοµίσµατος, συναλλαγµατική περιορισµοί, ακόµη και µείωση της ονοµαστικής αξίας του νοµίσµατος κ.ά.19 Αφαίρεση, όµως, ή περικοπή χρηµατικών απαιτήσεων υπέρ του δηµοσίου δε θα µπορούσε να θεωρηθεί περιορισµός. Τίθεται το ζήτηµα, αν η µείωση και η κατάργηση νοµοθετηµένων παροχών προς εργαζοµένους του δηµοσίου και συνταξιούχους, που ήδη επιβάλλεται βάσει των Συµφωνιών ∆ανεισµού, θα µπορούσαν να θεωρηθούν οικονοµικό βάρος (φόρος ή εισφορά), που προβλέπει το άρθρο 1 ΠΠΠ/ΕΣ∆Α εδ. β και το άρθρο 4 § 5 Σ. Η αρνητική απάντηση είναι αυτονόητη, για δύο λόγους: Πρώτον, γιατί το οικονοµικό βάρος που επιβάλλεται για εξυπηρέτηση του δηµόσιου συµφέροντος αποτελεί πολύ µικρό ποσοστό του ιδιοκτησιακού αντικειµένου που υπόκειται στο συγκεκριµένο οικονοµικό βάρος, το οποίο µπορεί να ανέλθει σε µεγάλο ύψος µόνο αναλογικά και σε πολύ µεγάλης οικονοµικής αξίας αντικείµενα (περιουσίας, εισοδηµάτων) –διαφορετικά συνιστά παραβίαση του δικαιώµατος ιδιοκτησίας· δεύτερον, το επιβαλλόµενο οικονοµικό βάρος υπόκειται στους δύο όρους που ορίζει ρητά το άρθρο 4 §
Στην έννοια αυτή των νόµιµων περιορισµών για την εξυπηρέτηση του γενικού ή κοινωνικού συµφέροντος στηρίζεται και η θεωρία και η νοµολογία που αναπτύχθηκαν για την προστασία του πυρήνα της ιδιοκτησίας. Όταν χάριν του γενικού συµφέροντος νόµιµος περιορισµός υπερβεί τα θεµιτά όρια της έννοιάς του ως περιορισµού της άσκησης συγκεκριµένου ιδιοκτησιακού δικαιώµατος, σηµαίνει ότι έθιξε το πυρήνα του, όποτε αποτελεί αντισυνταγµατική επέµβαση στο όλο εν λόγω ιδιοκτησιακό δικαίωµα. Προστασία, όµως, πυρήνα ιδιοκτησίας στη στέρηση ιδιοκτησιακού δικαιώµατος δε νοείται.
19
46
5 Σ, οι οποίοι ισχύουν –και χωρίς να αναφέρονται– σε όλες τις έννοµες τάξεις της Ευρώπης: στον όρο της επιβολής «χωρίς διακρίσεις» (αρχή της ισότητας - απαγόρευση των διακρίσεων) και στον όρο της αναλογικότητας (αρχή της αναλογικότητας). Τα µέτρα περικοπής και µείωσης των αποδοχών και των συντάξεων επιβλήθηκαν, µε καταφανώς δυσµενή διάκριση, µόνο στους εργαζόµενους του δηµοσίου και στους συνταξιούχους, που ανήκουν στις ασθενέστερες εισοδηµατικές κατηγορίες των Ελλήνων· οι κάποιες δε διαφοροποιήσεις των περικοπών είναι αυθαίρετες και δεν ακολουθούν την αρχή της αναλογικότητας της οικονοµικής δύναµης (των εισοδηµάτων) των υπόχρεων, όπως απαιτεί το άρθρο 4 § 5 Σ, δεδοµένου ότι δεν εφαρµόζεται η µέθοδος της εισοδηµατικής κλίµακας, όπως στη φορολογία του εισοδήµατος, ή άλλη ανάλογη µέθοδος. Ούτε οι έκτακτες εισφορές που επιβλήθηκαν σε ορισµένες επιχειρήσεις ή σε µεγάλα ακίνητα ακολούθησαν, λόγω της εφάπαξ επιβολής τους και λόγω ποσού, την αρχή της αναλογικότητας βαρών και οικονοµικής δύναµης κάθε υπόχρεου. Αντίθετα, η επιβολή των περικοπών των αποδοχών και συντάξεων αυτών στηρίζεται, όπως φαίνεται σαφώς, σε κριτήρια εύκολης εκταµίευσης. Η απίθανη σκέψη να καταστήσει κανείς βάση επιβολής οικονοµικών βαρών το σύνολο της περιουσίας, πέραν του ότι θα ήταν παραλογισµός και πολλαπλώς αντίθετη προς το δίκαιο, θα µετάβαλλε, όπως ήδη σηµειώσαµε, ριζικά την έννοια της προστασίας της ιδιοκτησίας και θα άλλαζε πλήρως την εµβέλεια της αρχής της αναλογικότητας, η εφαρµογή της οποίας θα άνοιγε το δρόµο για ανυπολόγιστης έκτασης συνέπειες για τις µεγάλες περιουσιακές µονάδες. Πρέπει δε να υπογραµµιστεί ότι η αρχή της αναλογικότητας των οικονοµικών βαρών κατά το άρθρο 4 § 5 Σ και η γενική αρχή της αναλογικότητας που θεσπίζεται πια ρητά στο άρθρο 25 § 1 εδ. δ για όλους τους περιορισµούς των δικαιωµάτων –φυσικά, και της ιδιοκτησίας– δεν είναι απλώς ζήτηµα πολιτικής, αλλά ζήτηµα εφαρµογής νοµικών αρχών που ελέγχεται από τα δικαστήρια.
47
(β) Η προστασία βάσει των θεµελιωδών αρχών: του κράτους δικαίου, της ασφάλειας του δικαίου και του σεβασµού της δικαιολογηµένης εµπιστοσύνης.- Η παραβίαση των θεµελιωδών αυτών αρχών που επιφέρει η κατάργηση νοµοθετηµένων δικαιωµάτων των εργαζοµένων και των συνταξιούχων είναι τόσο κατάφωρη, ώστε θα αρκούσε η αναφορά της χωρίς ιδιαίτερη θεµελίωση. Όταν ένα κράτος καταργεί, εν όλω ή εν µέρει, την απόλαυση δικαιωµάτων συγκεκριµένων προσώπων ή κατηγοριών προσώπων που θεµελιώνονται –και συνεπώς είναι κεκτηµένα– στο ισχύον δίκαιο που έθεσε σε ισχύ το ίδιο το κράτος, είναι φανερό ότι προσβάλλει και υποσκάπτει τα θεµέλια της αρχής του κράτους δικαίου. ∆ε χρειάζεται, επίσης, θεµελίωση ότι η µερική ή ολική στέρηση της απόλαυσης νοµοθετηµένων δικαιωµάτων για ορισµένα πρόσωπα-υποκείµενα των δικαιωµάτων αποτελεί ανατροπή εκ θεµελίων της βεβαιότητας και της ασφάλειας του δικαίου. Όταν δε τα δικαιώµατα αυτά ανήκουν στην κατηγορία των κοινωνικών δικαιωµάτων, όπως στην προκείµενη περίπτωση, η αρχή του κοινωνικού κράτους, µόνη ή ως αρχή κοινωνικού κράτους δικαίου (άρθρο 25 § 1 εδ. α), χάνει κάθε περιεχόµενο. Όπως δε αναπτύχθηκε, η µερική ή ολική κατάργηση δεν µπορεί να συγχέεται µε τους κοινωνικούς περιορισµούς των δικαιωµάτων, που δεν αποτελούν κατάργηση δικαιώµατος, αλλά περιορισµούς χρήσης. Ούτε, άλλωστε, η επιβολή κοινωνικών περιορισµών ή περιορισµών αλληλεγγύης αρχίζει από τα ασθενέστερα κοινωνικά στρώµατα, όταν, µάλιστα, δεν είναι εφάπαξ αλλά µένει σταθερά σ’ αυτά, όπως στην προκείµενη περίπτωση. Ας παραµείνοµε λίγο στη θεµελιώδη αρχή σεβασµού της δικαιολογηµένης εµπιστοσύνης, η οποία, άλλωστε, ανήκει στη βάση ουσίας της αρχής του κράτους δικαίου. Η αρχή σεβασµού της δικαιολογηµένης εµπιστοσύνης, της οποίας η διάπλαση στην ευρωπαϊκή έννοµη τάξη συµβάλλει ουσιαστικά στις σχέσεις κράτους και κοινωνίας, αποτελεί µια θεµελιώδη αρχή στην οποία το ∆ΕΚ έχει δώσει ιδιαίτερη προσοχή µε
48
τη νοµολογία του ιδίως στον οικονοµικό τοµέα, έχει γίνει δε δεκτή ως συνταγµατική αρχή20 από την ελληνική νοµολογία και ιδιαίτερα από τη νοµολογία του Συµβουλίου της Επικρατείας21. Επισηµαί-
20 Η εν λόγω αρχή αποτελεί ουσιαστικό θεµέλιο της αρχής του κοινωνικού κράτους δικαίου και ανήκει στην κορυφή του ισχύοντος δικαιικού συστήµατος. Γι’ αυτό και ο Roman Herzog, Maunz-Dürig-Herzog, Grundgesetz, Art. 20 VII, αρ. περιθ. 64, επισηµαίνει ότι η αρχή είναι µη αναθεωρήσιµη. 21 Από τη νοµολογία του Συµβουλίου της Επικρατείας, βλ. αποφάσεις: (Ολ.) 5116/1996, σκέψη 12, (Ολ) 675, 676/2010 και γνώµη της µειοψηφίας, (Ολ) 38/1010, 632/2010, σκέψη 10, 722/2010, (Ολ) 3839/2009 µε γνώµη της µειοψηφίας, 3611/2009, 398/2009. Από την πάγια νοµολογία του ∆ΕΚ, ήδη από το 1974, βλ.: 74/1974, Comptoir National Technique Agricole (CNTA), 112/1980, Dürbeck, που ρητώς περιέλαβε την αρχή της δικαιολογηµένης εµπιστοσύνης στις θεµελιώδεις αρχές της Κοινότητας, 224/1982, Meiko, 120/1987, Mulder, απόφ. και von Deetzen της 24.4.1988, REurGRZ, 1988, σελ. 321 επ. και 324 επ. αντίστοιχα. Νεότερες αποφάσεις∆ΕΚ: (τρίτο τµήµα) της 10ης Σεπτεµβρίου 2009, Plantanol GmbH & Co. KG κατά Hauptzollamt Darmstadt, C-201/08, Συλλογή 2009, σ. I-08343· (δεύτερο τµήµα) της 11ης ∆εκεµβρίου 2008, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Freistaat Sachsen, C-334/07 P, Συλλογή 2008, σ. I-9465· (τρίτο τµήµα) της 13ης Μαρτίου 2008, Vereniging Nationaal Overlegorgaan Sociale Werkvoorziening (C383/06) και Gemeente Rotterdam (C-384/06) κατά Minister van Sociale Zaken en Werkgelegenheid και Sociaal Economische Samenwerking WestBrabant (C-385/06) κατά Algemene Directie voor de Arbeidsvoorziening, Συλλογή 2008, σ. I-1561· (δεύτερο τµήµα) της 7ης Σεπτεµβρίου 2006,Βασίλειο της Ισπανίας κατά Συµβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, C310/04, Συλλογή 2006, σ. I-7285· (δεύτερο τµήµα) της 22ας Ιουνίου 2006, Βασίλειο του Βελγίου (C-182/03) και Forum 187 ASBL (C-217/03) κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 2006, σ. I-5479. Από τη βιβλιογραφία βλ.: τον τόµο-αφιέρωµα της επιθεώρησης ∆ικαιώµατα του Ανθρώπου, τόµος έκτος της σειράς, µε τίτλο Κράτος ∆ικαίου και Προστατευόµενη Εµπιστοσύνη, Αθήνα 2003, µε τις µελέτες για το θέµα της αρχής της δικαιολογηµένης εµπιστοσύνης των: Πέτρου Παραρά, Επαµ. Σπηλιοτοπού-
49
νεται δε ότι ο βασικός τοµέας σχέσεων κράτους και προσώπου στον οποίο έχει αναπτυχθεί η αρχή του σεβασµού της δικαιολογηµένης εµπιστοσύνης είναι ο οικονοµικός και ιδιαίτερα ο τοµέας των ιδιοκτησιακών δικαιωµάτων. Τα κεκτηµένα ιδιοκτησιακά δικαιώµατα, ακόµη και οι διαµορφωµένες ιδιοκτησιακές πραγµατικές καταστάσεις, αποτελούν το κατεξοχήν αντικείµενο προστασίας της αρχής22.
λου, Κώστα Χρυσόγονου/Γιώργου Πινακίδη, Απόσττολου Γέροντα, Πάνου Λαζαράτου, Μιχ. Αυγουστιανάκη, Γιώργου Κατρούγκαλου, Ευγενίας Πρεβεδούρου, Σπυρίδωνος Βλαχοπούλου και Ευγενίας Πρεβεδούρου (µε δεύτερη µελέτη στον τόµο), καθώς και σχετική νοµολογία· την εµπεριστατωµένη µελέτη της Eugénie Prévédourou, Le principe de confiance légitime en droit public français, Athènes 1998, στην επιστηµονική σειρά του Ινστιτούτου Συνταγµατικών Ερευνών (πρ. Ινστιτούτου Ελληνικής Συνταγµατικής Ιστορίας και Επιστήµης): ∆ιεύθυνση Γ. Κασιµάτη, Μελέτες 8, σελ. 18 επ., 64 επ. και passim, µε αρκετές συγκριτικές παραθέσεις των κυριότερων ευρωπαϊκών έννοµων τάξεων· το επίσης εµπεριστατωµένο και µε συγκριτικές αναπτύξεις άρθρο του Γιώργου Κατρούγκαλου, Η προστασία της εµπιστοσύνης του πολίτη προς το κράτος, ∆ιοικητική ∆ίκη 5 (1993), σελ. 940 επ., µε ελληνική και ξένη νοµολογία και βιβλιογραφία· Γ. Κασιµάτη, Η απόφαση 40/1998 της Ολοµέλειας του Αρείου Πάγου, ό.π. (σηµ. 4), ΝοΒ 47(1999), σελ. 705 επ., και στον τόµο του ιδίου Μελέτες ΙΙΙ, σελ. 189 επ.· Klaus-Dieter Boschardt, Vertrauensschutz im Europäischen Gemeinschaftsrecht, Europäische Grundrechte-Zeitschrift (EuGRZ), 1988, σελ. 309 επ., µε πλήρη και συνοπτική ανασκόπηση της εξέλιξης της νοµολογίας του ∆ΕΚ· Roman Herzog, ό.π., όπου παρατίθεται νοµολογία του Οµοσπονδιακού Συνταγµατικού ∆ικαστηρίου· Hartmut Maurer, Kontinuitätsgewähr und Vertauensschutz, IsenseeKirchhof, Handbuch des Staatsrechts, Band III, 1988, § 60 σελ. 211 επ., µε πλούσια νοµολογία και βιβλιογραφία· Jürgen Schwarze, Europäisches Verwaltungsrecht, Band II, σελ. 960 επ.· Weber - Dürler, Vertrauensschutz im öffentlichen Recht, 1983, σελ. 59 επ. Stefan Muckel, Kriterien des verfassungsrechtlichen Vertrauensschutzes bei Gesetzesänd - erungen, 1990, σελ. 35 επ. 22 Βλ. Muckel, ό.π., σελ. 40 επ., Weber, όπ., σελ. 61 επ.
50
(γ) Η προστασία των κοινωνικών δικαιωµάτων και της αρχής του κοινωνικού κράτους.- Οι Συµφωνίες ∆ανεισµού, από το σύνολο των ιδιοκτησιακών δικαιωµάτων που υπάγονται στην προστασία των εγγυήσεων της ιδιοκτησίας και της αρχής της δικαιολογηµένης εµπιστοσύνης, επέλεξαν, ως άµεσης απόδοσης µέτρο, την προσβολή των δικαιωµάτων των εργαζοµένων και των συνταξιούχων για την ταµειακή εξυπηρέτηση του δανεισµού. Η επιλογή αυτή ανατρέπει άρδην τη λογική του δικαίου και τη λογική της αρχής του κοινωνικού κράτους δικαίου και καθιστά εµφανέστατη την αντίθεση των σχετικών µέτρων µε το σύστηµα προστασίας των κοινωνικών δικαιωµάτων, που ισχύει τόσο στο επίπεδο του δικαίου της ΕΕ, όσο και στο επίπεδο του ελληνικού Συντάγµα51
Είναι, ασφαλώς, αυτονόητο ότι οι καταφανέστερες περιπτώσεις παραβίασης της αρχής σεβασµού της δικαιολογηµένης εµπιστοσύνης αποτελούν εκείνες που ενέχουν ανατροπή νοµοθετηµένων δικαιωµάτων. Οι περιπτώσεις αυτές αποτελούν και το κατεξοχήν πεδίο εφαρµογής της αρχής στη νοµολογία του Συµβουλίου της Επικρατείας. Στην προκείµενη περίπτωση της περικοπής νοµοθετηµένων παροχών των εργαζοµένων και των ασφαλισµένων, είναι καταφανές ότι καταλύεται πλήρως η αρχή της δικαιολογηµένης εµπιστοσύνης που έχουν τα υποκείµενα δικαίου προς την πρώτη λειτουργία του κράτους, τη νοµοθετική. Αλλά η αρχή της δικαιολογηµένης εµπιστοσύνης –όπως, άλλωστε, και η αρχή προστασίας της ιδιοκτησίας, σύµφωνα µε όσα εκθέσαµε πιο πάνω– δεν καλύπτει µόνο τις περιπτώσεις των ήδη προσδιορισµένων νοµοθετικά εργασιακών και ασφαλιστικών δικαιωµάτων, των δικαιωµάτων που θεµελιώνονται ευθέως στο νόµο, αλλά και εκείνων που το πρόσωπο-υποκείµενο δικαίου, και ιδίως ο εργαζόµενος και ο ασφαλισµένος, στηριζόµενο σε παγιωµένη πολιτειακή πρακτική και συµπεριφορά, δικαιολογηµένα προσδοκά και, βάσει αυτών των προσδοκιών, καθορίζει την προσωπική και οικογενειακή του ζωή.
τος. Πέραν της κοινωνικής ανισότητας που προκαλεί η επιλογή των κατηγοριών των εργαζοµένων στο δηµόσιο και των συνταξιούχων, η κατάργηση πολλών επιδοµάτων προσβάλλει τη µεταξύ των εργαζοµένων και συνταξιούχων ισότητα, δεδοµένου ότι θεσπίζονται επιδόµατα –και είχαν πράγµατι θεσπιστεί– για την αποκατάσταση αυτής ακριβώς της ισότητας. Στην κοινωνική ισότητα των ιδίων αυτών κοινωνικών κατηγοριών απέβλεπαν και τα επιδόµατα Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας, τα οποία ήταν αναγκαία για τη διασφάλιση της οικονοµικής δυνατότητας αντιµετώπισης των αυξηµένων παραδοσιακών αυτών ετήσιων σταθµών ψυχικής ανάπαυλας και οικογενειακής ζωής των λαών µας. Το πόσο αναγκαία ήταν τα εν λόγω επιδόµατα για την κοινωνική ισότητα, την κοινωνική δικαιοσύνη και την αξιοπρέπεια των Ελλήνων εργαζοµένων και συνταξιούχων, ανεξάρτητα από την αντικειµενική αναγκαιότητά τους, καταδεικνύεται, εκτός από την ύφεση της αγοράς ειδών καθηµερινής ανάγκης που προκαλεί, και από τη σύγκριση των αντίστοιχων αποδοχών των εργαζοµένων και συνταξιούχων των άλλων κρατών µελών της ΕΕ. Έτσι, η προσβολή που υφίσταται στη συγκεκριµένη περίπτωση κάθε κοινωνικό δικαίωµα από την επιβολή των µέτρων µείωσης ή πλήρους περικοπής παροχών µπορεί να αντιµετωπισθεί µε τις αντίστοιχες εγγυήσεις των εργασιακών και κοινωνικής ασφάλισης δικαιωµάτων. Όσον αφορά στις εγγυήσεις του δικαίου της ΕΕ, παρά τη χαλαρότητα της προστασίας των κοινωνικών δικαιωµάτων, παρέχουν, ωστόσο, επαρκείς βάσεις για τη θεµελίωση της ασυµβατότητας των µέτρων που θίγουν τα εργασιακά και τα συνταξιοδοτικά δικαιώµατα των Ελλήνων εργαζοµένων. Αναφέροµε εδώ για περαιτέρω µελέτη θεµελίωσης της ασυµβατότητας των µέτρων προς το δίκαιο της ΕΕ, το άρθρο 2 της ΣυνθΕΕ, άρθρο 21 ΣυνθΛΕΕ, άρθρα 1, 24-26 και 27-34 του ΧΘ∆ µε τις αντίστοιχες «Επεξηγήσεις» του προσαρτηµένου στο Χάρτη κειµένου των «Επεξηγήσεων σχετικά µε το Χάρτη των Θεµελιωδών ∆ικαιωµάτων», προς τον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη και προς τον Χάρτη των ∆ικαι52
ωµάτων των Εργαζοµένων. Τα ίδια µέτρα κατά των εργαζοµένων και των συνταξιούχων έρχονται σε αντίθεση προς τις εγγυήσεις της αρχής του κοινωνικού κράτους δικαίου και των κοινωνικών δικαιωµάτων των εργαζοµένων, καθώς και των δικαιωµάτων της κοινωνικής ασφάλισης και πρόνοιας του Συντάγµατος. Οι βάσεις των σχετικών συνταγµατικών εγγυήσεων βρίσκονται, για την εφαρµογή τους στις συγκεκριµένες περιπτώσεις, στα άρθρα 25 § 1 εδ. α, 21 και 22 Σ. 5. Η πρώτη νοµοθετική επιβολή µέτρων του Μνηµονίου - Ο ν. 3845/2010
Ο ν. 3845/2010 αποτελεί την πρώτη νοµοθετική εφαρµογή µέτρων του Μνηµονίου και, ουσιαστικά, τον πρώτο «εκτελεστικό» νόµο των Συµφωνιών ∆ανεισµού. Από την περιγραφή του εν λόγω νόµου που προηγήθηκε, προκύπτει το βασικό ζήτηµα, τι είδους νόµο αποτελεί το εν λόγω νοµοθέτηµα, σύµφωνα µε τις διακρίσεις της νοµοθετικής πράξης και θεωρίας· δηλαδή, τι είδους ρυθµίσεις περιλαµβάνει και µε πια νοµοθετική βάση συντάχθηκαν, ώστε αφενός µεν να διαφανεί µε πληρότητα η τήρηση των συνταγµατικών προϋποθέσεων σύνταξης νόµου και να µπορέσει να διαγνωστεί η συµβατότητα του περιεχοµένου τους µε το υπερκείµενο δίκαιο και αφετέρου να καταστεί δυνατή η ερµηνεία εφαρµογής τους, σε περίπτωση που είναι σύµφωνες µε αυτό. Το πρώτο που προκύπτει είναι ότι αποτελεί ένα ιδιότυπο νοµοθετικό µόρφωµα. Ας το διερευνήσοµε εγγύτερα:
α. «Εκτελεστικός» νόµος διεθνών συµβάσεων πριν από την κύρωσή τους.- Ο εν λόγω νόµος ψηφίστηκε κατά τη διαδικασία ψήφισης των τυπικών νόµων από την Ολοµέλεια της Βουλής. Ως εκ τούτου, εξωτερικά, ως τυπικός νόµος, φαίνεται άψογος. Για τη συνταγµατικότητα των νόµων, ελέγχονται, όµως, και ζητήµατα:
53
έλλειψης ουσιώδους κατά το Σύνταγµα όρου ή προϋπόθεσης άσκησης της νοµοθετικής λειτουργίας, καταστρατήγησης θεµελιωδών κανόνων και αρχών του πολιτεύµατος που αφορούν στην άσκηση της εν λόγω λειτουργίας, παράκαµψης διαδικασιών για τη συγκεκριµένη κατηγορία ρυθµίσεων κ.ά. Εδώ, βεβαίως, τίθεται το ζήτηµα, αν η παράβαση κατά τη νοµοθετική διαδικασία των θεµελιωδών αυτών όρων άσκησης της νοµοθετικής λειτουργίας ή η καταστρατήγησή τους ελέγχεται από τα δικαστήρια, δεδοµένου ότι το Σύνταγµα επιβάλλει τον έλεγχο της ουσιαστικής συνταγµατικότητας (άρθρα 95 § 4 και 100 § 1 περ. ε). Πρέπει να θεωρηθεί αυτονόητο ότι τα δικαστήρια οφείλουν να ελέγχουν, πέρα από την ουσιαστική συνταγµατικότητα των νόµων, και την τήρηση συνταγµατικών όρων και προϋποθέσεων που είναι ουσιώδεις για την υπόσταση του νόµου ως άσκησης της νοµοθετικής λειτουργίας. Αντιστρέφοντας τη διατύπωση του άρθρου 95 § 4, θα µπορούσε κανείς να διατυπώσει τη θέση αυτή ως εξής: τα δικαστήρια οφείλουν να µην εφαρµόζουν «νόµο» για τη θέση σε ισχύ του οποίου δεν τηρήθηκαν ουσιώδεις για την υπόστασή του όροι ή διαδικασίες. Τέτοιες περιπτώσεις αποτελούν: η παράκαµψη κάποιου υποχρεωτικού σταδίου της νοµοθετικής διαδικασίας στη βουλή (για παράδειγµα: µια φάση της συζήτησης, όπως η κατ’ άρθρον συζήτηση), ή έλλειψη υπογραφής από τα αρµόδια όργανα της νοµοθετικής λειτουργίας (π.χ. η υπογραφή του αρµόδιου υπουργού), η µη κύρωση από τον Πρόεδρο της ∆ηµοκρατίας ή η έλλειψη της υπογραφής του, η µη δηµοσίευση στην Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως, η έλλειψη της νοµοθετικής βάσης, όπως είναι η έλλειψη κυρωµένης κατά το Σύνταγµα διεθνούς σύµβασης κατά την άσκηση της νοµοθετικής πρωτοβουλίας και την έναρξη της νοµοθετικής διαδικασίας για εκτελεστικό νόµο της σύµβασης, η έλλειψη γνώσης από το νοµοθετικό σώµα της πραγµατικής νοµοθετικής βάσης για τη συζήτηση και ψήφιση συγκεκριµένου νόµου κ.ά. Είναι φανερό ότι οι ελλείψεις αυτές καθιστούν το νόµο ανυπόστατο, γιατί παρακάµπτεται πραγµατικά ή δε βεβαιώνεται µε τα
54
µέσα που ορίζει το Σύνταγµα (υπογραφή αρµόδιων οργάνων, Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως) η έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας µέσα από τη νοµοθετική διαδικασία που ασκούν τα αρµόδια νοµοθετικά όργανα. Οι παρακάµψεις αυτές βασικών συνταγµατικών όρων και προϋποθέσεων άσκησης της νοµοθετικής λειτουργίας είναι αυτονόητο ότι αφορούν και στο περιεχόµενο του νόµου – πράγµα, άλλωστε, που εκφράζει και η λέξη-όρος «ανυπόστατος». Θα ήταν, συνεπώς, αντίθετο µε τη λογική του δικαίου και µε την αποστολή της δικαστικής λειτουργίας, που ανήκουν στον πυρήνα της αρχής του κράτους δικαίου, να αποκλειστεί ο δικαστικός έλεγχος τόσο θεµελιωδών και ουσιωδών όρων θέσπισης του δικαίου. Ως προς το ν. 3845/2010 συγκεκριµένα, παρατηρούµε ότι συζητήθηκε µεν, ψηφίστηκε και εκδόθηκε ως κοινός τυπικός νόµος, ορίζεται, όµως, µε τον τίτλο του ως νόµος εφαρµογής διεθνούς σύµβασης, αριθµώντας, µάλιστα, τα άρθρα του ολογράφως, όπως στους κυρωτικούς νόµους διεθνών συµβάσεων, και περιλαµβάνοντας προσαρτηµένα σχετικά διεθνή πολιτικά κείµενα των κρατών-µελών της Ευρωζώνης (Παραρτήµατα Ι και ΙΙ) και της Ελλάδας (Παραρτήµατα III και IV) ως παραρτήµατα του νόµου. Τα κείµενα αυτά, σύµφωνα µε την πάγια νοµοθετική πρακτική και την πρακτική των συµβάσεων, αποτελούν πάντοτε αναπόσπαστο µέρος του νόµου. Ειδικότερα, βάσει των κειµένων των Παραρτηµάτων Ι και ΙΙ, συγκροτήθηκε στην ΕΕ ο «Μηχανισµός Στήριξης», τα δε κείµενα των Παραρτηµάτων ΙΙΙ και IV περιείχαν το πρόγραµµα-πρόταση εφαρµογής του “Μηχανισµού Στήριξης”, είναι δε τα κείµενα που περιελήφθησαν, δύο ηµέρες µετά, στο Μνηµόνιο ως ΜΟΧΠ και ΣΠΟΠ. Τίθεται, συνεπώς, το ζήτηµα, τι είδους νοµική σηµασία έχουν τα πολιτικά αυτά κείµενα των τεσσάρων Παραρτηµάτων, δεδοµένου ότι δε συνιστούσαν µέρη διεθνούς σύµβασης, ούτε το περιεχόµενό τους µπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελείται από διατάξεις νόµου, αφού δεν περιέχουν κανόνες δικαίου, αλλά ούτε εισήχθησαν, ούτε συζητήθηκαν και ψηφίστηκαν στη Βουλή ως σχέδια νόµου. Με τα δεδοµένα αυτά, ο ν.
55
3845/2010 δεν µπορεί να είναι κυρωτικός διεθνών συµβάσεων νόµος. Όσον αφορά στα «µέτρα» που ορίζει ειδικά, καθώς και εκείνα για τον καθορισµό και τη θέσπιση των οποίων παρέχει εξουσιοδοτήσεις στον Πρόεδρο της ∆ηµοκρατίας και σε όργανα της διοίκησης, παρατηρούµε ότι αναφέρονται στον τίτλο του εν λόγω νόµου ως «µέτρα για την εφαρµογή του µηχανισµού στήριξης της ελληνικής οικονοµίας από τα κράτη-µέλη της Ζώνης του ευρώ και το ∆ιεθνές Νοµισµατικό Ταµείο». Τέτοια σύµβαση, όµως, όπως επισηµάναµε, δεν είχε συναφθεί ακόµη· η Σύµβαση συνήφθη λίγες µέρες µετά, µε τους πρωτοφανείς όρους που είδαµε. Έτσι, µε βάση την παραπλανητική αυτή µεθόδευση, καταδεικνύεται ότι ο εν λόγω νόµος δεν ήταν προϊόν άσκησης νοµοθετικής, αλλά κυβερνητικής λειτουργίας· ήταν µια εκούσια ή, κατόπιν πίεσης των µελλοντικών, τότε, ∆ανειστών της χώρας µας, κυβερνητική πρόταση µέτρων για σύναψη διεθνούς σύµβασης, που ενεδύθη το σχήµα του νόµου, για να καταστεί η πρόταση αξιόπιστη. Λόγω αυτής, βεβαίως, της µεθόδευσης, το νοµοθετικό µόρφωµα που προέκυψε δεν µπορεί να θεωρηθεί προϊόν κατά το Σύνταγµα άσκησης νοµοθετικής λειτουργίας, δηλαδή νόµος. Με τη µεθόδευση αυτή θέσπισης «νόµου» µε τίτλο εκτελεστικού διεθνούς συµβάσεως νόµου πριν από τη σύναψη των Συµφωνιών ∆ανεισµού, η λαϊκή αντιπροσωπεία παραπλανήθηκε ως προς τη βάση του νοµοθετικού της έργου, όπως παραπλανήθηκε και ο τελικός αποδέκτης των µέτρων, ο ελληνικός λαός. Με βάση τα παραπάνω αναφερόµενα, βλέπει κάνεις ότι ο ν. 3845/2010 δεν ήταν, ούτε µπορούσε να είναι, κυρωτικός διεθνούς σύµβασης νόµος· ήταν, όµως, σύµφωνα µε το περιεχόµενό του κατ’ ουσίαν και σύµφωνα µε τον παραπλανητικό τίτλο του apriori «εκτελεστικός νόµος» «διεθνών συµφωνιών», οι οποίες δεν είχαν συναφθεί ακόµη. Εξακολουθεί δε να ισχύει και να εφαρµόζεται, µετά τη σύναψη των σχετικών διεθνών συµβάσεων, σαν «εκτελεστικός» τους νόµος. Αυτού του είδους, όµως, «εκτελεστικός νόµος διεθνών συµβάσεων» δεν µπορεί να θεσπιστεί, όπως προκύπτει
56
β. Η µη τήρηση της σειράς σύναψης-κύρωσης-εφαρµογής του Συντάγµατος και οι συνέπειές της.- Σύµφωνα µε τη δηµοκρατική αρχή και την αρχή της αντιπροσωπευτικής δηµοκρατίας, όπως τις εγγυώνται το Σύνταγµα, οι Συνθήκες της Ε.Ε., η ΕΣ∆Α (µε τις διατάξεις εγγύησης της δηµοκρατίας και της δηµοκρατικής κοινωνίας και µε το άρθρο 3 του 1ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου που εγγυάται την αντιπροσωπευτική δηµοκρατία) και γενικά το διεθνές δίκαιο, καθώς και σύµφωνα µε τα άρθρα 28 § 2 και 36 Σ, το άρθρο 1 § 1 και τις διατάξεις του Συντάγµατος που ρυθµίζουν τη λειτουργία του αντιπροσωπευτικού συστήµατος, του κοινοβουλευτικού συστήµατος και της Βουλής, αλλά και σύµφωνα µε την πάγια πρακτική των κοινοβουλευτικών δηµοκρατιών της Ευρώπης, η σειρά που έπρεπε να ακολουθηθεί στη διαδικασία θέσης σε ισχύ των παραπάνω διεθνών συµβάσεων, του ν. 3845/2010 και κάθε άλλης συναφούς διάταξης νόµου και διοικητικής πράξης είναι η έξης: (α) Σύναψη των διεθνών συµβάσεων µε επικύρωση βάση του άρθρου 36 § 2 Σ, (β) κύρωσή τους από την Ολοµέλεια της Βουλής µε την πλειοψηφία των τριών πέµπτων (3/5) του όλου αριθµού των βουλευτών, σύµφωνα µε το άρθρο 28 § 2 (η οποία µπορούσε να περιλαµβάνει και την επικύρωση του άρθρου 36 § 2 Σ), (γ) θέσπιση των αναγκαίων διατάξεων εσωτερικού δικαίου για την εκτέλεση των διεθνών συµβάσεων (νόµου, κανονιστικών πράξεων) και (δ) έκδοση των αναγκαίων ατοµικών διοικητικών πράξεων για την εκτέλεση των διατάξεων του εσωτερικού δικαίου. Το να µην εφαρµόζεται ή να µην ελέγχεται κοινοβουλευτικά και δικαστικά η σειρά αυτή αποτελεί περιφρόνηση του Συντάγµατος και της λαϊκής κυριαρχίας, όπως θα αναπτύξοµε και πιο κάτω. Πριν από τη βασική αυτή σειρά βηµάτων θέσπισης των µέτρων για την αντιµετώπιση της κρίσης, έπρεπε, κατά τη γνώµη µου, να λάβει χώρα και ένα άλλο, το πρώτο από όλα, βήµα, που
57
και από τις επόµενες σκέψεις. Συνεπώς πρόκειται για νόµο ψευδεκτελεστικό.
γ. Η σηµασία παράκαµψης του αντιπροσωπευτικού σώµατος.- Η διαδικασία και η ακολουθητέα σειρά σταδίων που αναφέρθηκαν αποτελούν τη βάση της συνταγµατικής νοµιµότητας των σχετικών πολιτειακών πράξεων και, συνεπώς, τη συνταγµατική βάση ισχύος και κύρους τους. Και τούτο, γιατί οι διαδικασίες αυτές που επιβάλει το Σύνταγµα δεν είναι απλώς για να τηρηθεί ένας τύπος· συγκεκριµενοποιούν τον τρόπο άσκησης της λαϊκής κυριαρχίας και διασφαλίζεται η δηµοκρατική νοµιµοποίηση, σύµφωνα µε το άρθρο 1 § 3 Σ («Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το Λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγµα»). Στη συγκεκριµένη περίπτωση, η Βουλή, που αποτελεί ταυτόχρονα τη λαϊκή αντιπροσωπεία, το νοµοθετικό σώµα και το σώµα ελέγχου της κυβέρνησης, δεν έλαβε γνώση –
58
επιβάλλει η κοινοβουλευτική αρχή του πολιτεύµατος: Η προηγούµενη ενηµέρωση και έγκριση της βουλής για ιδιαίτερης σηµασίας κυβερνητικές αποφάσεις. Συγκεκριµένα, υποστηρίζεται σήµερα στη συνταγµατική θεωρία και ισχύει ευρύτατα στις κοινοβουλευτικές δηµοκρατίες της Ευρώπης η υποχρέωση της κυβέρνησης, που πηγάζει από την κοινοβουλευτική αρχή του πολιτεύµατος, να ενηµερώνει το αντιπροσωπευτικό σώµα και να ζητά την έγκρισή του για ορισµένες ιδιαίτερης σοβαρότητας και σηµασίας για το εθνικό συµφέρον και το κοινωνικό σύνολο αποφάσεις ή πρωτοβουλίες που ανήκουν στην αρµοδιότητά της. Η θέση αυτή είναι, αναµφίβολα, ορθή. Στην προκείµενη περίπτωση, η µεγάλη σηµασία που έχουν για το κοινωνικό σύνολο, για το εθνικό συµφέρον και για την ίδια την υπόσταση του κράτους οι παραπάνω αναφερόµενες διεθνείς συµβάσεις, οι όροι τους και οι πρωτοφανείς σε βαρύτητα δεσµεύσεις της Ελλάδας και του ελληνικού λαού δεν µπορεί να αµφισβητηθεί. Η Κυβέρνηση, συνεπώς, είχε υποχρέωση, µε βάση την κοινοβουλευτική αρχή του πολιτεύµατος της αντιπροσωπευτικής δηµοκρατίας, να ζητήσει την έγκριση της βουλής για διαπραγµατεύσεις δεσµεύσεων αυτής της βαρύτητας.
ακόµη και µέχρι σήµερα– µέσα από τις προβλεπόµενες από το Σύνταγµα διαδικασίες, ούτε του είδους και του περιεχοµένου των κυβερνητικών διαπραγµατεύσεων για τις Συµφωνίες ∆ανεισµού, ούτε καν τους όρους που τέθηκαν και δέσµευσαν την Ελληνική ∆ηµοκρατία για τη σύναψη τους, πριν και κατά τη θέσπιση των µέτρων εφαρµογής τους. Πολύ περισσότερο δεν έγινε, ούτε µπορούσε –αφού δεν υπήρχε η γνώση– να γίνει ο κατά το Σύνταγµα δηµοκρατικός διάλογος στη Βουλή µεταξύ των µελών της λαϊκής αντιπροσωπείας, ούτε µπόρεσε να πραγµατοποιηθεί η επιβαλλόµενη από τη δηµοκρατική αρχή ενηµέρωση του λαού. Είναι χαρακτηριστικό ότι µέχρι σήµερα η συντριπτική πλειονότητα του λαού αγνοεί τους όρους και το περιεχόµενο της «Σύµβασης ∆ανειακής ∆ιευκόλυνσης», όπως ονοµάστηκε, και γενικά όλων των Συµφωνιών ∆ανεισµού. Η αδυναµία της Βουλής να έχει πλήρη γνώση όλων των απαιτούµενων, σύµφωνα µε τις παραπάνω σκέψεις, στοιχείων για τη θέσπιση του ν. 3845/2010 σηµαίνει, για την άσκηση της νοµοθετικής λειτουργίας, την πλήρη έλλειψη ουσιώδους βάσης και όρου του νοµοθετείν: την πραγµατική βάση νοµοθετικής πρόβλεψης και ρύθµισης. Η νοµοθετική λειτουργία δεν µπορεί να ασκείται µε υποθέσεις µελλοντικών υποχρεώσεων ή δικαιωµάτων, ούτε να ρυθµίζει εκπλήρωση υποχρεώσεων του κράτους και των πολιτών που δε γνωρίζει –γιατί πράγµατι δε γνώρισε όπως ορίζει το Σύνταγµα. Κανένα πρόσωπο, φυσικό ή νοµικό, πολύ περισσότερο το κράτος, διά των οργάνων του, δεν µπορεί να αποδέχεται και να αναλαµβάνει υποχρεώσεις που δε γνωρίζει. Η πραγµατική βάση της πρόβλεψης αποτελεί το λογικό θεµέλιο κάθε ρύθµισης και προϋπόθεση άσκησης κάθε ρυθµιστικής λειτουργίας. Στη δηµοκρατία επιβάλλεται, επιπλέον, και από τη δηµοκρατική αρχή, ως ουσιώδες στοιχείο άσκησης της λαϊκής κυριαρχίας µέσω του αντιπροσωπευτικού σώµατος που ασκεί την πρώτη λειτουργία του κράτους, τη νοµοθετική. Στη συγκεκριµένη περίπτωση, η λαϊκή αντιπροσωπεία, ως όργανο της νοµοθετικής λειτουργίας, θέσπισε
59
δ. Ο ν. 3845/2010 ως αντισυνταγµατικός «νόµος πλαίσιο».- Ο ν. 3845/2010 έχει, εκ πρώτης όψεως, χαρακτηριστικά νόµου-πλαισίου, που προβλέπει το άρθρο 43 § 4 Σ, γιατί ορισµένες διατάξεις του έχουν το χαρακτήρα νοµοθετικού πλαισίου και οι αντίστοιχες εξουσιοδοτήσεις έχουν ευρεία νοµοθετική βάση. Ωστόσο, υπόθεση νόµου-πλαισίου δεν µπορεί να γίνει, γιατί δεν κατατέθηκε ως νόµος-πλαίσιο βάσει του άρθρου 43 § 4 Σ ή/και βάσει του άρθρου 78 § 5 Σ, πράγµα που απαιτείται κατά τις ορθά ερµηνευόµενες διατάξεις των εν λόγω άρθρων. Πέρα απ’ αυτό, δε θα µπορούσε να κατατεθεί ως νόµος-πλαίσιο: πρώτον, γιατί περιλαµβάνει διατάξεις που ανήκουν, κατά το άρθρο 72 § 1 Σ, στην Ολοµέλεια της Βουλής, και, συνεπώς, δεν θα µπορούσε να αποτελέσουν αντικείµενο εξουσιοδότησης βάσει νόµου-πλαισίου (άρθρο 43 § 5 Σ)· δεύτερον, γιατί περιλαµβάνει µέτρα τα οποία είναι κατ’ ουσίαν επιβολή φόρων, που δεν είναι δεκτικοί νοµοθετικής εξουσιοδότησης, κατά το άρθρο 78 § 4 Σ· τρίτον γιατί οι ουσιαστικές διατάξεις νόµου, που θα µπορούσε κάνεις να ανιχνεύσει και να προσδιορίσει ως νόµο-πλαίσιο, δεν αποτελούν «γενικές αρχές και κατευθύνσεις», ούτε οµοιογενές «γενικό πλαίσιο» προς τον Πρόεδρο της ∆ηµοκρατίας, όπως απαιτεί, ορθά ερµηνευόµενο, το άρθρο 43 § 4 Σ για τη θέσπιση νόµων-πλαισίων τέταρτον, γιατί στις διατάξεις τους αναµειγνύονται άµεσα εκτελεστές διατάξεις µε εξουσιοδοτήσεις προς τον Πρόεδρο της ∆ηµοκρατίας και
60
µέτρα, βαρύτατα για τους πολίτες, και εξουσιοδότησε όργανα της εκτελεστικής λειτουργίας για θέσπιση και άλλων, τα οποία συνιστούσαν εφαρµογή όρων διεθνών συµβάσεων, τις οποίες ούτε γνώριζε, ούτε µπορούσε να γνωρίζει, αφού δεν είχαν συναφθεί ακόµη. Η προσπάθεια του ν. 3847/2010, µε την παράγραφο 9 του άρθρου Μόνου, να καλύψει το κενό αυτό µε ενηµέρωση της Βουλής ήταν, όπως είδαµε, αντισυνταγµατική, αλλά και πλήρως αλυσιτελής. Η έλλειψη αυτή και µόνη καθιστά το ν. 3845/2010 τύποις και κατ’ ουσίαν αντισυνταγµατικό και, συνεπώς, ανυπόστατο.
προς άλλα όργανα της διοίκησης, πράγµα που δε συµβιβάζεται µε τη φύση του νόµου-πλαισίου, ο οποίος, ως εξαιρετικό είδος νόµου, πρέπει, κατά την ορθή ερµηνεία των σχετικών συνταγµατικών διατάξεων, να περιέχει µόνο νοµοθετικά πλαίσια που συγκεκριµενοποιούνται µε προεδρικά διατάγµατα. Ανεξάρτητα δε από όλες αυτές τις αντισυνταγµατικότητες που στηρίζονται στην υπόθεση του νόµου-πλαισίου, οι εξουσιοδοτήσεις του ν. 3845/ 2010, ως εξουσιοδοτήσεις κοινού τυπικού νόµου, είναι αντισυνταγµατικές, γιατί δεν τηρούνται οι όροι της ειδικότητας και της ρύθµισης τοπικού, τεχνικού και λεπτοµερειακού χαρακτήρα, που θέτει το άρθρο 43 § 2 Σ. ε. Η κατάθεση των Συµφωνιών ∆ανεισµού στη Βουλή και η µη κύρωσή τους ως παραβίαση του Συντάγµατος.- Ειδικότερα ως προς το ζήτηµα της µη κύρωσης των διεθνών συµβάσεων από τη Βουλή σε σχέση µε το κύρος τους, επισηµαίνεται ότι, ενώ η σύναψη διεθνούς σύµβασης δεσµεύει διεθνώς τη χώρα και πριν από την κύρωσή της, δεν ισχύουν, όµως, ως εσωτερικό δίκαιο, όπως ήδη αναπτύχθηκε, χωρίς την κύρωσή της µε νόµο, σύµφωνα µε το άρθρο 28 Σ. Συνεπώς, οι διεθνείς συµβάσεις µόνο µετά την κύρωσή τους, όπως αναπτύξαµε ήδη, δεσµεύουν τα όργανα άσκησης των λειτουργιών του κράτους –ασφαλώς, και της νοµοθετικής. Σήµερα εφαρµόζονται µέτρα πρωτοφανούς βαρύτητας για τους πολίτες και ασκούνται αρµοδιότητες ελέγχου του κράτους από ξένα όργανα µε βάση τις διεθνείς Συµφωνίες ∆ανεισµού, χωρίς να έχουν κυρωθεί µε νόµο. Παρά ταύτα, οι εν λόγω διεθνείς συµφωνίες «ισχύουν και εκτελούνται από της υπογραφής τους», όπως αντισυνταγµατικώς, σύµφωνα µε τα προεκτεθέντα, ορίζει ο ν. 3847/2010, Άρθρο Μόνο, παράγραφος 9. Οι διατάξεις νόµου και οι βάσει αυτών εκδιδόµενες κανονιστικές και ατοµικές διοικητικές πράξεις για την εφαρµογή των µέτρων που προβλέπονται στις εν λόγω διεθνείς συµβάσεις και συµφωνίες δεν αποτελούν εκτελεστικό τους δίκαιο, αλλά εσωτερικό δίκαιο, του οποίου η συ61
νταγµατικότητα κρίνεται βάσει του ελληνικού Συντάγµατος. Οι πράξεις δε ελέγχου τήρησης των ίδιων Συµφωνιών ∆ανεισµού, που διενεργούνται στις ελληνικές διοικητικές αρχές από όργανα που προβλέπουν οι εν λόγω Συµφωνίες, δεν έχουν νόµιµο έρεισµα και είναι, συνεπώς, παράνοµες και αντίθετες προς το ελληνικό Σύνταγµα. Το σηµαντικότερο, όµως, είναι ότι το να υπάρχουν στη Βουλή ως εκκρεµή για κύρωση τα σχετικά κείµενα των Συµφωνιών ∆ανεισµού, µε τους πρωτοφανείς σε βαρύτητα όρους δέσµευσης της Ελληνικής ∆ηµοκρατίας, ενώ η εκτέλεσή τους «θεσπίστηκε» είτε µε διατάξεις του ν. 3845/2010 πριν από τη σύναψη τους αντισυνταγµατικώς, ή µετά τη σύναψή τους, µε διατάξεις άλλων νόµων, η δε εφαρµογή τους άρχισε ήδη προ πολλού, συνιστά, αναµφίβολα, κατάφωρη παραβίαση του Συντάγµατος και εξακολουθεί να αποτελεί σοβαρή συνταγµατική ανωµαλία. Με βάση όλες τις προηγούµενες σκέψεις, ο ν. 3845/2010, είτε ήθελε θεωρηθεί ως κοινός νόµος, είτε ως εκτελεστικός διεθνών συµβάσεων νόµος, είτε ως νόµος-πλαίσιο, είναι ανυπόστατος ως πολλαπλώς αντισυνταγµατικός και αντίθετος προς τις θεµελιώδεις αρχές της αντιπροσωπευτικής και της κοινοβουλευτικής δηµοκρατίας που εγγυώνται, έκτος από το Σύνταγµα, και το υπερκείµενο ευρωπαϊκό δίκαιο. Επισηµαίνεται, πάντως, ότι, εάν ο εν λόγω νόµος ήθελε θεωρηθεί κοινός νόµος σύµφωνος µε το Σύνταγµα, οι ρυθµίσεις του που επιβάλλουν µέτρα µειώσεων και περικοπών αποδοχών εργαζοµένων και συνταξιούχων είναι αντίθετες προς το Σύνταγµα (άρθρο 17 § 1 και 2, ερµηνευόµενο µε βάση το άρθρο 1 του ΠΠΠ/ΕΣ∆Α) και ευθέως αντίθετες προς τις διατάξεις του ιδίου άρθρο 1 του ΠΠΠ/ΕΣ∆Α και προς τις εγγυήσεις της αρχής του κοινωνικού κράτους δικαίου, της αρχής της δικαιολογηµένης εµπιστοσύνης και των κοινωνικών δικαιωµάτων, σύµφωνα µε όσα εκτίθενται πιο πάνω για τις αντίστοιχες προβλέψεις του Μνηµονίου. Συνεπώς, ανυπόστατες είναι και όλες οι κανονιστικές και ατοµικές διοικητικές πράξεις που εκδόθηκαν µε βάση αυτό το νόµο. Θεωρώ, πάντως, αναγκαίο να υπογραµµίσω ότι η τυχόν
62
επικράτηση της θέσης ότι οι αντισυνταγµατικότητες που εκτέθηκαν πιο πάνω δεν ελέγχονται δικαστικώς και ότι ο ν. 3845/2010 και κάθε άλλη νοµοθετική και διοικητική πράξη ισχύουν και εφαρµόζονται χωρίς την επικύρωση και κύρωση των Συµφωνιών ∆ανεισµού από τη Βουλή θα αφήσει να λειτουργεί στο σκοτάδι ένα σύστηµα παραβίασης και διαρκούς υπονόµευσης της συνταγµατικής και της δηµοκρατικής νοµιµότητας, µε απρόβλεπτες συνέπειες. Όσον αφορά στην προστασία των δικαιωµάτων των ελλήνων πολιτών από τους όρους των Συµφωνιών ∆ανεισµού, κυρίως του Μνηµονίου, εναπόκειται σε σηµαντικό βαθµό στην ευθύνη της δικαστικής λειτουργίας της Ελληνικής ∆ηµοκρατίας, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Συµβουλίου της Ευρώπης. Είναι ιδιαίτερα παρήγορο για τον ευρωπαϊκό δικαιικό πολιτισµό ότι η ∆ικαιοσύνη δύο ευρωπαϊκών κρατών, της Ρουµανίας και της Λετονίας, επιβεβαίωσε ότι υπάρχουν δικαστές στην Ευρώπη23.
Τα Συνταγµατικά ∆ικαστήρια της Λετονίας και της Ρουµανίας, µε τις αποφάσεις της 21.12.2009 (αρ. υπόθ. 2009-43-01) του πρώτου και υπ’ αριθµ. 872/25.6.2010 του δευτέρου, θεώρησαν αντισυνταγµατικές της περικοπές συντάξεων, που επιβλήθηκαν µετά από ∆ανεισµό της Χώρας από το ∆ΝΤ. Η απόφαση του Συνταγµατικού ∆ικαστηρίου της Λετονίας έκρινε ότι οι εν λόγω περικοπές ήταν αντίθετες προς τα το άρθρο 1 σε συνδυασµό µε το άρθρο 109 του Συντάγµατος Λετονίας. Το άρθρο 1 της Συντάγµατος της Λετονίας, στις δύο πρώτες (από τις τέσσερις) κρίσιµες για την υπόθεση παραγράφους, ορίζει: 1. Latvia shall be an independent and democratic Republic. 2. The sovereign power of the State of Latvia shall belong to the People of Latvia. Το άρθρο 109 του ιδίου Συντάγµατος ορίζει: Everyone has the right to social guarantees for old age, work disability, unemployment and other cases determined by law. Η απόφαση του Συνταγµατικού ∆ικαστηρίου της Ρουµανίας
23
63
Οι Συµφωνίες ∆ανεισµού αποτελούν, όπως ήδη αναφέρθηκε, ένα πλέγµα διεθνών συµβάσεων, από τις οποίες οι δύο πρώτες, η Σύµβαση και το Μνηµόνιο, συνήφθησαν µεταξύ της Ελληνικής ∆ηµοκρατίας και δεκαπέντε χωρών, που µαζί µε την Ελλάδα,
6. Γενική θεώρηση των Συµφωνιών ∆ανεισµού στη βάση των θεµελιωδών αρχών της ΕΕ και του Συµβουλίου της Ευρώπης
στήριξε την αντισυνταγµατικότητα των περικοπών των συντάξεων στις διατάξεις των άρθρων 41 και 47 § 2 του Συντάγµατος της Ρουµανίας oι οποίες ορίζουν: article 41 (1) The right to work shall not be restricted. Everyone has a free choice of his/her profession, trade or occupation, as well as work place. (2) All employees have the right to measures of social protection. These concern employees’ safety and health, working conditions for women and young people, the setting up of a minimum gross salary per economy, weekends, paid rest leave, work performed under difficult and special conditions, as well as other specific conditions, as stipulated by the law. (3) The normal duration of a working day is of maximum eight hours, on the average. (4) On equal work with men, women shall get equal wages. (5) The right to collective labour bargaining and the binding force of collective agreements shall be guaranteed. Article 47, (1) The State shall be bound to take measures of economic development and social protection, of a nature to ensure a decent living standard for its citizens. (2) Citizens have the right to pensions, paid maternity leave, medical care in public health centres, unemployment benefits, and other forms of public or private social securities, as stipulated by the law. Citizens have the right to social assistance, according to the law. Οι διατάξεις των Συνταγµάτων των δύο χωρών παρατίθενται εδώ, για να δειχτεί η άµεση εφαρµογή συνταγµατικών εγγυήσεων των κοινωνικών δικαιωµάτων της ίδιας δοµής και φύσεως των αντίστοιχων εγγυήσεων του ελληνικού Συντάγµατος, η οποία (άµεση εφαρµογή) ακόµη –ευτυχώς σπάνια πια– αµφισβητείται. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει, επίσης, ο συνδυασµός από το Συνταγµατικό ∆ικαστήριο της Λετονίας των άρθρων 1 και 109 του Συντάγµατος, δηλαδή: του δηµοκρατικού πολιτεύµατος και της λαϊκής κυριαρχίας µε τα κοινωνικά δικαιώµατα.
64
αποτελούν κράτη µέλη της ΕΕ και τα κράτη µέλη της Ευρωζώνης. Η τρίτη συµφωνία συνιστά µια διεθνή σύµβαση µεταξύ Ελληνικής ∆ηµοκρατίας και του διεθνούς οργανισµού ∆ΝΤ. Οι εν λόγω Συµφωνίες είναι suigeneris συµβάσεις, γιατί: α) φαίνεται να είναι διµερείς µε δύο η κάθε µια αντισυµβαλλόµενους, την Ελληνική ∆ηµοκρατία και τα κράτη µέλη της Ευρωζώνης ως ενιαίας πολιτικής οντότητας, την Ελληνική ∆ηµοκρατία µε το ∆ΝΤ και την Ελληνική ∆ηµοκρατία µε κάθε µια χώρα χωριστά της ευρωζώνης· β) ενέχουν νοµική αυτοτέλεια σε δικαιώµατα και υποχρεώσεις κάθε δανειστή χωριστά, αλλά και συλλογικές υποχρεώσεις και δικαιώµατα των δανειστών· (γ) συνήφθη µεταξύ των πιστωτών, που είναι, µαζί µε την Ελλάδα, και τα κράτη µέλη της Ευρωζώνης, ειδική διεθνής συµφωνία, µε την οποία ρυθµίζουν, χωρίς την Ελλάδα, ζητήµατα της Σύµβασης µεταξύ τους και αναθέτουν στην Επιτροπή την εκπροσώπησή τους στην οργάνωση και στη διαχείριση των «Κοινά οργανωµένων ∆ιµερών ∆ανείων που χορηγούνται στο ∆ανειολήπτη σύµφωνα µε τους όρους της Σύµβασης ∆ανειακής ∆ιευκόλυνσης», αυτή δε η Συµφωνία των Πιστωτών προσαρτήθηκε στη Σύµβαση ως αναπόσπαστο µέρος της· δ) οι εκπρόσωποι των κρατών µελών της ΕΕ ανάθεσαν στην Επιτροπή καθήκοντα συντονισµού και διαχείρισης των συντονισµένων διµερών δανείων· ε) το Μνηµόνιο υπογράφει εκπρόσωπος της Επιτροπής, η οποία (Επιτροπή) εκπροσωπεί τα δέκα πέντε κράτη ∆ανειστές και µέλη της Ευρωζώνης· (στ) οι ∆ανειστές αναθέτουν εκπροσώπηση, διαχείριση και άσκηση εποπτείας εκτέλεσης των συµβάσεων σε όργανα της ΕΕ (Επιτροπή, ΕΚΤ) και του ∆ΝΤ· ζ) αναφορά και εφαρµογή των ΣυνθΕΕ γίνεται µόνο µια φορά και µόνο σε δύο άρθρα, στα άρθρα 129 § 9 και 136 § 1ΣυνθΛΕΕ· η) ορίζουν ότι Σύµβαση και κάθε εξωσυµβατική υποχρέωση ή σχέση που προκύψει από αυτή διέπονται και ερµηνεύονται µε το αγγλικό δίκαιο (δίκαιο κράτους εκτός της Ευρωζώνης)· θ) αναθέτουν στο ∆ΕΚ την «αποκλειστική δικαιοδοσία» για «οποιαδήποτε διένεξη προκύψει σχετικά µε τη νοµιµότητα, την ισχύ, την ερµηνεία ή την
65
α. Όσον αφορά στο πρώτο ζήτηµα, παρατηρεί κάνεις ότι οι Συµφωνίες ∆ανεισµού δεν αναφέρουν, στο Προοίµιο ή σε άλλο σηµείο, καµιά διάταξη των Συνθηκών της ΕΕ ως νοµική βάση της σύναψης τους, ούτε ανευρίσκεται στα κείµενα των Συνθηκών της ΕΕ τέτοια νοµική βάση. Η µόνη αναφορά σε διατάξεις των Συνθηκών της ΕΕ γίνεται, όπως σηµειώθηκε, στο Προοίµιο της Συµφωνίας των Πιστωτών (§5), όπου ορίζεται ότι τα µέρη της εν λόγω Συµφωνίας λαµβάνουν υπ’ όψιν ότι τα «Μέτρα που αφορούν το συντονισµό και την επιτήρηση της δηµοσιονοµικής πειθαρχίας και ορίζουν κατευθυντήριες γραµµές της οικονοµικής πολιτικής για την Ελλάδα θα καθορισθούν µε απόφαση του Συµβουλίου δυνάµει των άρθρων 126 (9) και 136 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης». Η αναφορά αυτή δεν παρέχει, βεβαίως, καµιά νοµική βάση των Συµφωνιών ∆ανεισµού. Εκ πρώτης όψεως, συνεπώς, το κύρος των εν λόγω Συµφωνιών µε βάση τις Συνθήκες της ΕΕ φαίνεται αίολο. Ειδικότερα ζητήµατα συµβατότητας µε το δίκαιο της ΕΕ δηµιουργεί: η εµπλοκή του ∆ΝΤ, βάσει της παραγράφου 3 του Προοιµίου της Σύµβασης, καθώς και η υπαγωγή της Σύµβασης στο αγγλικό δίκαιο, σε δίκαιο εκτός του
66
εκτέλεση της παρούσας Σύµβασης». Από αυτή την πολυπλοκότητα των συµβατικών σχέσεων και από το περιεχόµενο των ρυθµίσεων και όρων των Συµφωνιών ∆ανεισµού, που θα δούµε και στα επόµενα, προκύπτουν δύο βασικά ζητήµατα: πρώτον, αν τα κράτη µέλη της Ευρωζώνης είχαν, βάσει του δικαίου της ΕΕ, τη νοµική δυνατότητα να συνάψουν µεταξύ τους αυτού του είδους τις συµφωνίες και αν ο ρόλος που ανέλαβαν όργανα της ΕΕ (Επιτροπή και ΕΚΤ) είναι συµβατός µε το σύστηµα δικαίου που διέπει το σκοπό τους και τις αρµοδιότητές τους· δεύτερον, αν το περιεχόµενο των συµφωνιών είναι συµβατό µε τις αρχές της ΕΕ και της ευρωπαϊκής νοµιµότητας. Πάνω σ’ αυτά τα δύο βασικά ζητήµατα, διατυπώνοµε τις ακόλουθες σκέψεις:
β. Όσον αφορά στο δεύτερο ζήτηµα, προκύπτει από όσα αναπτύχθηκαν πιο πάνω για τις ασυµβατότητες των διατάξεων και όρων των Συµφωνιών ∆ανεισµού προς τις αρχές και τους κανόνες και των τριών επιπέδων του υπερκείµενου δικαίου, του διεθνούς δικαίου, του δικαίου της ΕΕ και του ελληνικού Συντάγµατος, ότι το όλο πλέγµα κειµένων των εν λόγω Συµφωνιών αποτελεί ένα δικαιικό µόρφωµα κατάφωρα αντίθετο προς τις θεµελιώδεις αρχές της ευρωπαϊκής νοµιµότητας. Βεβαίως, οι επισηµάνσεις των παραβιάσεων θέλουν ακόµη πολλή και εξειδικευµένη µελέτη από ειδικούς του διεθνούς, του ευρωπαϊκού και του συνταγµατικού δικαίου. Είναι βάσιµος, όµως, ο φόβος ότι όσο εγγύτερα και βαθύτερα προχωρεί η µελέτη, τόσο βαθύτερη θα αποκαλύπτεται η ασυµβατότητα των Συµφωνιών ∆ανεισµού προς τον ευρωπαϊκό πολιτικό και δικαιικό πολιτισµό. Από την ασυµβατότητα προς τις θεµελιώδεις αρχές του δικαίου και της δηµοκρατίας του όλου περιεχοµένου των κειµένων, των όρων και των µεθοδεύσεων σύναψης και εφαρµογής των Συµφωνιών ∆ανεισµού, που αναπτύξαµε στα προηγούµενα, προκύπτει ένα φαινόµενο βαθιάς υποβάθµισης και παρακµής της ευρωπαϊκής συνείδησης και του ευρωπαϊκού πνεύµατος δικαίου και νοµιµότητας. Οι Συµφωνίες ∆ανεισµού µας παρέχουν δύο χαρακτηριστικά δείγµατα αυτής της παρακµής. Το πρώτο είναι ότι η Σύµβαση βρίθει από όρους που αποβλέπουν στη διασφάλιση του οικονοµικού συµφέροντος των ∆ανειστών, παραβιάζοντας ή καταλύοντας θεµελιώδη δικαιώµατα και θεµελιώδεις αρχές, τα οποία
67
χώρου της Ευρωζώνης και εκτός του δικαίου της ΕΕ, σε συνδυασµό µε τη δικαιοδοσία του ∆ΕΚ, που εφαρµόζει δίκαιο της Ένωσης. Το όλο σύνθετο ζήτηµα, πάντως, ως αντικείµενο που είναι έξω από την ειδικότητα του συγγραφέα αυτού του πονήµατος, έχει ανάγκη εµπεριστατωµένης µελέτης ειδικών· θα ήταν δε, για την ασφάλεια της ευρωπαϊκής νοµιµότητας, αν όχι απαραίτητη, πάντως ευκταία και χρήσιµη η αιτιολογηµένη κρίση του ∆ΕΚ.
δεν αποτελούν ενδοτικό δίκαιο, δεν ανήκουν στην ελευθερία της βούλησης των συµβαλλοµένων και δεν είναι, συνεπώς, συµβατικώς διαπραγµατεύσιµα. ∆εδοµένου δε ότι οι εν λόγω όροι ή αντίστοιχοι προς αυτούς δεν τίθενται και υπέρ του οφειλέτη, φανερώνουν συγχρόνως και βαθιά περιφρόνηση των αρχών της καλής πίστης, της ισότητας των συµβαλλοµένων και του σεβασµού της προσωπικότητας, οι οποίες χαρακτηρίζουν τον υψηλό βαθµό της συνείδησης δικαίου. Το δεύτερο χαρακτηριστικό δείγµα είναι η προσπάθεια που είναι φανερή σε πολλούς όρους της Σύµβασης, να µετατεθεί στον οφειλέτη κάθε ευθύνη, ακόµη και αυτή των ∆ανειστών. Ιδιαίτερα εύγλωττος είναι ο όρος της Νοµικής Γνωµοδότησης, που αναπτύξαµε. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, µετά τη Συνθήκη της Λισσαβώνας, κατέστη µια πολιτική ένωση κρατών µε βάσεις ήδη πολιτειακής οντότητας. Οι ρήτρες της αρχής της αλληλεγγύης (άρθρα 42 § 7 ΣυνθΕΕ και 222 ΣυνΛΕΕ), η διακήρυξη της αρχής σεβασµού: της ισότητας των κρατών µελών, της εθνικής τους ταυτότητας, «που είναι συµφυής µε τη θεµελιώδη πολιτική και συνταγµατική τους δοµή», και των ουσιωδών λειτουργιών του κράτους, ιδίως δε των λειτουργιών «που αποβλέπουν στη διασφάλιση της εδαφικής ακεραιότητας, τη διατήρηση της δηµόσιας τάξης και την προστασία της εθνικής ασφάλειας», η διακήρυξη «της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας» µεταξύ της Ένωσης και των κρατών µελών, στην οποία περιλαµβάνονται ο «αµοιβαίος σεβασµός» και «η αµοιβαία συνεργασία» (άρθρο 4 §§ 2 και 3 εδ. α ΣυνθΕΕ), η θέσπιση της ιθαγένειας της ΕΕ και η αναγνώριση στους πολίτες των κρατών µελών της ΕΕ της ιδιότητας του πολίτη της Ένωσης (άρθρα 20-25 ΣυνθΛΕΕ), η αναγνώριση του δικαιώµατος εγκατάστασης (άρθρα 49 επΣυνΛΕΕ), η ένταξη στο ισχύον δίκαιο της Ένωσης του ΧΘ∆, η προσχώρησή της στην ΕΣ∆Α και η ανακήρυξη των θεµελιωδών δικαιωµάτων που κατοχυρώνει ως γενικές αρχές της Ένωσης, οι διατάξεις αρχών και γενικής εφαρµογής ολόκληρου του Α΄ Μέρους της ΣυνθΛΕΕ και πολλές άλλες διατάξεις των Συνθηκών, όλα αυτά
68
αφενός µεν συνιστούν σηµαντικές βάσεις της Ένωσης ως πολιτειακής, οπωσδήποτε δε ως πολιτικής οντότητας, αφετέρου δε εγγυώνται πολλαπλώς την εθνική κυριαρχία των κρατών µελών. Μετά από απλή ανάγνωση των εγγυήσεων αυτών, διερωτάται κάθε πολίτης της Ένωσης, πώς είναι δυνατόν να συναφθούν οι παραπάνω Συµφωνίες ∆ανεισµού µεταξύ µελών της. Πώς είναι δυνατόν κράτη-µέλη της Ευρωζώνης, του σκληρού πυρήνα των εγγυήσεων της εθνικής κυριαρχίας, της ισότητας, της αλληλεγγύης και της καλόπιστης συνεργασίας των κρατών µελών της, να επιβάλλουν σε κράτος µέλος της ίδιας πολιτικής οντότητας ως όρο εκπλήρωσης δανείου την παραίτηση από την εθνική κυριαρχία του στην έκταση που ορίζει ο σχετικός όρος της Σύµβασης; Πώς είναι δυνατόν κράτη-µέλη της Ευρωζώνης να επιβάλλουν για διασφάλιση δανείου σε εταίρο τους παραβίαση θεµελιωδών δικαιωµάτων και θεµελιωδών αρχών που του εγγυώνται τα ίδια; Πώς είναι δυνατόν να συνάπτεται σύµβαση δανείου που απειλεί την εθνική ακεραιότητα του εδάφους κράτους-οφειλέτη, παραβιάζει τα κοινωνικά δικαιώµατα των ασθενέστερων στρωµάτων της κοινωνίας του και θέτει σε κίνδυνο την επιβίωση πολιτών του; Πώς είναι δυνατόν σήµερα, στην καρδιά της Ευρώπης, να συνάπτεται σύµβαση τέτοιας αντικοινωνικής σκληρότητας και τέτοιων παραβάσεων που εγγίζει τα όρια της σαιξπηρικής σύµβασης δανείου Shylock; Γιατί η απειλή της εθνικής κυριαρχίας και η παραβίαση κοινωνικών δικαιωµάτων των ασθενέστερων στρωµάτων της ελληνικής κοινωνίας, η προσβολή της αξιοπρέπειας του ανθρώπου, ο σεβασµός της οποίας αποτελεί την ύψιστη ευρωπαϊκή αρχή, δεν απειλούν, όπως η σύµβαση Shylock, τη ζωτική σάρκα της Ελληνικής ∆ηµοκρατίας ως οφειλέτη του δανείου; Η παραβίαση µε µια σύµβαση δανείου θεµελιωδών αρχών του δικαίου και θεµελιωδών δικαιωµάτων των πολιτών της Ένωσης αποτελεί, αναµφίβολα, παραβίαση των θεµελίων της ευρωπαϊκής νοµιµότητας, η οποία διακρίνει τον ευρωπαϊκό πολιτισµό και έχει γεννήσει στους λαούς της πολλές ελπίδες. Γι’ αυτό οι Συµ69
φωνίες ∆ανεισµού της χώρας µας αποτελούν ένα πολύ σοβαρό – το σοβαρότερο, νοµίζω– ανησυχητικό πολιτικό γεγονός της ΕΕ από την ίδρυσή της, γιατί θίγει στα θεµέλια της την οδό πορείας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η ανησυχία για απειλή διάβρωσης του πνεύµατος της ευρωπαϊκής νοµιµότητας και του ευρωπαϊκού αισθήµατος δικαίου είναι φυσικό να αυξάνει, όταν διαπιστώνει κάνεις ότι το φαινόµενο των Συµφωνιών ∆ανείου, από έποψη απειλής εθνικής κυριαρχίας, παραβιάσεων θεµελιωδών άρχων της ευρωπαϊκής και της διεθνούς έννοµης τάξης και µεθόδου διατύπωσης όρων και προστασίας συµφερόντων, θυµίζει το πρώτο νοµικό κατασκεύασµα αυτού του είδους για ευρωπαϊκό κράτος, το Σχέδιο Ανάν, το οποίο ήταν έργο αγγλικού δικηγορικού γραφείου. Το περιεχόµενο και το ύφος των εν λόγω Συµφωνιών, δε δίνουν την εντύπωση παραδοσιακής µορφής διεθνούς σύµβασης, που συνέταξαν διπλωµατικές υπηρεσίες· δίνουν την εντύπωση σύµβασης που συνέταξε άλλης εποχής δικηγορικό γραφείο για τη διασφάλισης συµφερόντων ιδιώτη δανειστή και όχι ευρωπαίου εταίρου. ∆ιερωτάται κανείς: Μήπως άλλαξε το είδος και η όψη των διεθνών σχέσεων; Μήπως εγκαταλείφθηκαν, χάριν των δικολάβων, η διπλωµατική οδός και η οδός των διεθνολόγων για τη σύνταξη διεθνών νοµικών κειµένων και την πραγµάτωση του διεθνούς δικαίου; Για όλα αυτά, η ανησυχία εντείνεται δικαιολογηµένα, όταν σκεφθεί κανείς ότι τα µέρη των Συµφωνιών ∆ανεισµού, ιδίως οι ∆ανειστές, αν ήθελαν πραγµατικά τη νοµιµότητα και, ως µέλη της ΕΕ, την τήρηση των θεµελιωδών αρχών της, αντί να περιλάβουν ως όρο την a posteriori γνωµοδότηση των νοµικών συµβούλων της ελληνικής Κυβέρνησης, όφειλαν να ζητήσουν πριν από την υπογραφή τους τη γνώµη του ∆ΕΚ ή των οργάνων του Συµβουλίου της Ευρώπης για τη συµβατότητα των Συµφωνιών µε την ευρωπαϊκή και τη διεθνή έννοµη τάξη. Πάντως, πρέπει να επισηµανθεί ότι οι ∆ανειστές γνώριζαν το ενδεχόµενο της ασυµβατότητας προς το υπερκείµενο διεθνές και ευρωπαϊκό δίκαιο και
70
της ακυρότητας των Συµφωνιών και των όρων τους, που θα συνεπαγόταν η ασυµβατότητα αυτή, γι’ αυτό και έθεσαν τους όρους των άρθρων 6 (6) (α-β), 8 (1) (γ) και 11 (1) της Σύµβασης, για να διασφαλίσουν υπέρ τους, σε µια τέτοια περίπτωση, τα συµφέροντά τους (βλ. πιο πάνω κείµενο υπό στοιχ. 3 δ). Αν ήθελαν τη νοµιµότητα, δε θα ζητούσαν γνωµοδότηση του ∆ΕΚ ή άλλου ανεξάρτητου οργάνου; ή µήπως ήθελαν, αντί πραγµατικής, µόνο θετική γνωµοδότηση; Παρά το ότι, όπως είδαµε, οι όροι των Συµφωνιών ∆ανεισµού ήταν από πολύ καιρό γνωστοί, δεν έχει γίνει γνωστό, αν τέθηκε κατά τη σχετικώς άνετη περίοδο των διαπραγµατεύσεων το ζήτηµα της συµβατότητας των Συµφωνιών µε το ελληνικό Σύνταγµα, κυρίως δε το ζήτηµα της συµβατότητάς τους µε την ευρωπαϊκή νοµιµότητα, ούτε αν ζητήθηκε από το ∆ανειολήπτη να ανατεθεί στο ∆ΕΚ ή σε αρµόδια όργανα του Συµβουλίου της Ευρώπηςη διατύπωση σχετικής γνωµοδότησης. Ούτε, ασφαλώς, δεν έχει γίνει γνωστός ο ρόλος του ∆ΝΤ στη θέση των εν λόγω όρων και στη σύνταξη των κειµένων. Ασφαλώς, ένα είναι βέβαιο: ότι οι όροι των δανείων τίθενται από τους δανειστές. ∆ανειστές στην προκείµενη περίπτωση είναι τα κράτη µέλη –εκτός από την Ελλάδα– της Ευρωζώνης. Θα ήταν, πάντως, και σύµφωνο µε τη δηµοκρατική αρχή και χρήσιµο πολιτικά να γίνονταν αυτά γνωστά, έστω και σήµερα, στους λαούς της ΕΕ και του Συµβουλίου της Ευρώπης, για να τεθεί επί τάπητος το ζήτηµα της ευρωπαϊκής νοµιµότητας και του ευρωπαϊκού νοµικού πολιτισµού. Για όλα τα προεκτεθέντα αναµένονται δύο πολύ εύκολες ερωτήσεις που είναι συγχρόνως και δικαιολογίες: η πρώτη αναφέρεται στο βαρύ πταίσµα της Ελλάδας, το οποίο, αναµφίβολα, κανείς δεν µπορεί να αµφισβητήσει (Αφού φταίει η Ελλάδα, ας πληρώσει)· η δεύτερη αναφέρεται στο έσχατο σηµείο οικονοµικής ανάγκης, στο οποίο βρίσκεται η Ελλάδα, την οποία επίσης κανείς δεν µπορεί να αρνηθεί (Μπορούσε να κάµει κάτι άλλο η Ελλάδα;). Εντούτοις, η ανταπάντηση και στις δύο απαντήσεις είναι µια: Η αξία του αν71
θρώπου, οι θεµελιώδεις αρχές της δηµοκρατίας και τα θεµελιώδη δικαιώµατα του ανθρώπου και του πολίτη, δηλαδή: ο άνθρωπος και η δηµοκρατική κοινωνία, καθώς και η εθνική κυριαρχία δεν είναι ούτε αντικείµενα διαπραγµάτευσης, ούτε σταθµίζονται µε πταίσµατα ανθρώπων και κυβερνήσεων, ούτε µε την οικονοµική ανάγκη της χώρας. Αυτό θα πρέπει να το συνειδητοποιήσουν όλοι οι πολιτικοί που συχνά τα θεωρούν πολιτικό ζήτηµα, δηλαδή: αντικείµενα πολιτικών συναλλαγών και πολιτικών ανταλλαγών. Στη δηµοκρατία, δεν είναι πολιτικό ζήτηµα κάθε κυβέρνησης η προάσπιση της αξίας και των δικαιωµάτων του ανθρώπου και της κυριαρχίας του κράτους· είναι όρος. Ουδέποτε η πολιτική εξουσία µπορεί να είναι πάνω από τη νοµιµότητα, πάνω από το δίκαιο, που αποτελεί το πολιτικό οικοδόµηµα της πολιτικής κοινωνίας κάθε εποχής. Κανένα δηµοκρατικό σύνταγµα, καµιά δηµοκρατία δεν όρισε ποτέ ότι η κατάσταση οικονοµικής ανάγκης, ακόµη και πτώχευσης, αποτελεί λόγο κήρυξης της χώρας σε κατάσταση ανάγκης και σε περιορισµό των ελευθεριών· αλλά και κανένα δηµοκρατικό σύνταγµα και καµιά δηµοκρατία δεν επέτρεψε ποτέ, σε κατάσταση ανάγκης του κράτους λόγω απειλής της ασφάλειάς του, την παραίτηση από κυριαρχικά δικαιώµατα και την περικοπή κοινωνικών δικαιωµάτων των ασθενέστερων τάξεων. Αντί συµπεράσµατος, θα διατυπώσω µια ευχή, που αποτελεί συγχρόνως έκκληση και πρόταση προς τις πολιτικές ηγεσίες τόσο της Ελληνικής ∆ηµοκρατίας, όσο και της Ευρωπαϊκής Ένωσης: Οι Συµφωνίες ∆ανεισµού να καθαριστούν όσο γίνεται πιο σύντοµα από τους όρους που προσβάλλουν και την Ελλάδα και την Ευρώπη.
72
∆ΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΑΘΗΝΩΝ ΓΙΩΡΓΟΥ Ι. ΚΑΣΙΜΑΤΗ
ΚΑΤΑΦΩΡΕΣ ΠΑΡΑΒΙΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ∆ΙΕΘΝΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ∆ΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΜΝΗΜΟΝΙΟ ΘΕΣΕΩΝ
ΟΙ ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ ∆ΑΝΕΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΕΛΛΑ∆ΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΕ ΚΑΙ ΤΟ ∆ΝΤ
ΑΘΗΝΑ 2010
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ
1. 2. Το πλέγµα των κειµένων .................................................... Η νοµιµότητα σύναψης και η ισχύς των Συµφωνιών ∆ανεισµού ....................................................... Το περιεχόµενο των Συµφωνιών ∆ανεισµού από τη σκοπιά του Συντάγµατος και των θεµελιωδών αρχών του ευρωπαϊκού και του διεθνούς δικαίου .............. α. Ο όρος παραίτησης της Ελλάδας από τις ασυλίες της εθνικής κυριαρχίας της ............................... β. Το δικαίωµα µεταβίβασης των δικαιωµάτων από τη Σύµβαση ............................................................ γ. Ο όρος της γνωµοδότησης των Νοµικών Συµβούλων του Κράτους για τη νοµιµότητα της Σύµβασης .............. δ. Τα δικαιώµατα των ∆ανειστών λόγω ακύρωσης των όρων της Σύµβασης ............................................... ε. Οι παραβιάσεις του ελληνικού Συντάγµατος.................. Τα µέτρα του Μνηµονίου και η παραβίαση θεµελιωδών δικαιωµάτων και θεµελιωδών αρχών ………………………. α. Η ενιαία βάση εγγυήσεων του υπερκείµενου δικαίου..... β. Οι µη συµβατές προς τις εγγυήσεις των θεµελιωδών δικαιωµάτων διατάξεις του Μνηµονίου .......................... (α) Προστασία των εγγυήσεων της ιδιοκτησίας.............. (β) Η προστασία βάσει των θεµελιωδών αρχών: του κράτους δικαίου, της ασφάλειας του δικαίου και του σεβασµού της δικαιολογηµένης εµπιστοσύνης .......................................................... (γ) Η προστασία των κοινωνικών δικαιωµάτων και της αρχής του κοινωνικού κράτους .......................... Η πρώτη νοµοθετική επιβολή µέτρων του Μνηµονίου Ο ν. 3845/2010 ................................................................... α. «Εκτελεστικός» νόµος διεθνών συµβάσεων πριν από την κύρωσή τους ..........................................
σελ. 9 13
3.
21 28
20
27
4.
32 35
36 36
38 40 48 53
5.
51
53
3
β.
6.
Η µη τήρηση της σειράς σύναψης-κύρωσης-εφαρµογής του Συντάγµατος και οι συνέπειές της .......................... 57 γ. Η σηµασία παράκαµψης του αντιπροσωπευτικού σώµατος ....................................................................... 58 δ. Ο ν. 3845/2010 ως αντισυνταγµατικός «νόµος πλαίσιο» .......................................................... 60 ε. Η κατάθεση των Συµφωνιών ∆ανεισµού στη Βουλή και η µη κύρωσή τους ως παραβίαση του Συντάγµατος ................................................................ 61 Γενική θεώρηση των Συµφωνιών ∆ανεισµού στη βάση των θεµελιωδών αρχών της ΕΕ και του Συµβουλίου της Ευρώπης .................................................. 64
4
Όπως θα δει αµέσως ο αναγνώστης, το δηµοσιευόµενο πόνηµα δεν αποτελεί ολοκληρωµένη και λεπτοµερή µελέτη ούτε της φύσης, της νοµιµότητας και των νοµικών συνεπειών των Συµφωνιών ∆ανεισµού, ούτε των επιµέρους νοµικών προβληµάτων που δηµιουργούν οι διατάξεις και οι όροι τους σε βάρος προσώπων. Αποτελεί µια καταγραφή θέσεων, σκέψεων και ερωτηµάτων αφετηρίας για βαθύτερες και εµπεριστατωµένες µελέτες του συνόλου ή των ειδικότερων ζητηµάτων παραβίασης των εγγυήσεων των θεµελιωδών δικαιωµάτων και των θεµελιωδών αρχών του ∆ιεθνούς ∆ικαίου, του ∆ικαίου της ΕΕ και του ελληνικού Συντάγµατος, τα οποία δηµιουργούν οι εν λόγω Συµφωνίες. Οι Συµφωνίες ∆ανεισµού (Σύµβαση ∆ανειακής ∆ιευκόλυνσης, Μνηµόνιο Συνεννόησης της Ελλάδας µε τα υπόλοιπα κράτη-µέλη της Ευρωζώνης και Συµφωνία της Ελλάδας µε το ∆ΝΤ για την έγκριση ∆ιακανονισµού Χρηµατοδότησης Αµέσου Ετοιµότητας από το ∆ιεθνές Νοµισµατικό Ταµείο - Συµµετοχής της Ελλάδας στον Ευρωπαϊκό Μηχανισµό Στήριξης) συνθέτουν ένα µόρφωµα διεθνών συµφωνιών το οποίο, από την έποψη µεθοδεύσεων συνοµολόγησης, θέσης σε ισχύ και εφαρµογής τους στην ελληνική κοινωνία, καθώς και ύφους και σκληρότητας όρων και έκτασης παραβιάσεων θεµελιωδών αρχών και δικαιωµάτων, δηµιουργήθηκε και επιβλήθηκε για πρώτη φορά, τουλάχιστον από το Β΄ Παγκόσµιο Πόλεµο, στην καρδιά της Ευρώπης και της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η ανησυχία που δηµιουργούν οι εν λόγω Συµφωνίες είναι διττή για κάθε Έλληνα: πρώτον, γιατί η πολιτική που εκφράζουν και ενέχουν το περιεχόµενο και οι όροι τους αποτελεί
5
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
σοβαρή απειλή της Ελλάδας και προσβολή της έννοµης τάξης της, δεύτερον, γιατί το περιεχόµενο και οι όροι των Συµφωνιών συνιστούν ανατροπή των αρχών του ευρωπαϊκού δικαιικού πολιτισµού και του πνεύµατος της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Τη δεύτερη ανησυχία, στην οποία ενυπάρχει και η πρώτη, θα πρέπει να την έχουν, και αν δεν την έχουν, να την ενστερνισθούν όλοι οι ευρωπαίοι πολίτες. Από τη διττή αυτή ανησυχία, ελληνική και ευρωπαϊκή, πηγάζει και η πολιτική πρόταση του συγγραφέα του πονήµατος ως πολίτη: Να εξαλειφθούν οι όροι που προσβάλλουν την Ελλάδα και την Ευρώπη. Για τους λόγους αυτούς, το πόνηµα που ακολουθεί δε µένει επαρκώς στο ψυχρό πεδίο του νοµικού λόγου, αλλά περιέχει και πολιτικό λόγο, µε την έννοια ότι θέτει και ερωτήµατα που, από τη φύση τους, είναι πολιτικά. Ας µε συγχωρήσουν γι’ αυτό οι δογµατικοί νοµικοί. Πρόκειται, όµως, για πολιτικά ερωτήµατα που ανήκουν στην πολιτική του δικαίου και είναι προϊόν αντίληψης της πολιτικής ως δράσης του ανθρώπου ως πολιτικού όντος, ως πολίτη, που έχει στόχο το ευ ζην (Αριστοτέλης), και όχι την αντίληψη της πολιτικής του ηγεµόνα (Machiavelli), που κυριαρχεί σήµερα. Τη διάκριση αυτή πρέπει να τη συνειδητοποιήσοµε όλοι – και πρωτίστως οι νοµικοί και οι πολιτικοί επιστήµονες. Η µικρή αυτή µελέτη είναι προσφορά προς το ∆ικηγορικό Σύλλογο Αθηνών, ως ένα ελάχιστο δείγµα τιµής για την ιστορία του στην προάσπιση της δηµοκρατίας και των δικαιωµάτων του ανθρώπου και του πολίτη. Αποτελεί, επίσης, ένα πολύ µικρό δείγµα προσωπικής ευγνωµοσύνης, γιατί στη φιλόξενη αίθουσά του έγινα, από την εποχή που ήµουν νέος επιστήµονας, κοινωνός πολλών τέτοιων αγώνων και νέων ιδεών. Από τη θέση αυτή επιθυµώ να εξάρω τη µεγάλη σηµασία της πρωτοβουλίας που είχαν ο Πρόεδρος του ∆ιοικητικού Συµβουλίου του ∆ικηγορικού Συλλόγου Αθηνών κ. ∆ηµήτρης Παξινός και τα µέλη του να οργανώσουν και να αναπτύξουν το σηµερινό αγώνα για την προάσπιση και την αποκατάσταση των θεµελιωδών
6
αρχών της δηµοκρατίας και του κράτους δικαίου, καθώς και για την υπεράσπιση των θεµελιωδών δικαιωµάτων των Ελλήνων πολιτών, ιδίως των συνταξιούχων και των εργαζοµένων, που έπληξαν οι Συµφωνίες ∆ανεισµού. Ιδιαίτερα δε εκφράζω τις ευχαριστίες µου στον Πρόεδρο του ∆ικηγορικού Συλλόγου Αθηνών για την τιµητική πρόσκλησή του να τεθώ επικεφαλής της οµάδας συναδέλφων δικηγόρων για τον επιστηµονικό συντονισµό αυτής της προσπάθειας. Στο έργο αυτό προσφέρθηκαν να συµβάλουν πολλοί συνάδελφοι δικηγόροι και πανεπιστηµιακοί δάσκαλοι, στους οποίους εκφράζω τις ευχαριστίες µου για την πολύ σηµαντική για µας ηθική και ουσιαστική στήριξη τους. Ιδιαίτερα εκφράζω τις ευχαριστίες µου στις κυρίες και στους κυρίους συναδέλφους δικηγόρους της Οµάδας αυτής για την πολύτιµη επιστηµονική συνδροµή τους: Χειρδάρη Βασίλη, Μαριά Νότη, Σαµαρτζή Κωνσταντίνο, Μπελαντή ∆ηµήτριο, Κουφάκη Ιωάννα, Λεοντόπουλο-Βαµβέτσο Αλέξανδρο, Τσίπρα Μαρία, Τάγαρη ∆ηµήτριο, Κοντογεωργοπούλου Παυλίνα. Εκφράζω, επίσης, τις ευχαριστίες µου, για την επιστηµονική συµβολή τους µε νοµολογιακό υλικό στην προκείµενη µελέτη, στους συναδέλφους Ευγενία Πρεβεδούρου, καθηγήτρια του Πανεπιστηµίου Θεσσαλονίκης και Γεώργιο Κατρούγκαλο, καθηγητή του Πανεπιστηµίου Θράκης. Τέλος, εκφράζω τις ευχαριστίες µου στον ∆ικηγορικό Σύλλογο Αθηνών για την ευγενική προσφορά του να συµπεριλάβει την εργασία αυτή στις εκδόσεις του. Κύθηρα, Σεπτέµβριος 2010 Γιώργος Ι. Κασιµάτης
7
8
Στη Βουλή των Ελλήνων είναι κατατεθειµένο σχέδιο νόµου µε ηµεροµηνία 3 Ιουνίου 2010και µε τίτλο «Κύρωση της από 8 Μαΐου 2010 Σύµβασης ∆ανειακής ∆ιευκόλυνσης µεταξύ αφ’ ενός της Ελληνικής ∆ηµοκρατίας ως δανειολήπτη (στο εξής: ∆ανειολήπτης) και αφ’ ετέρου των λοιπών δεκαπέντε κρατών-µελών της Ευρωζώνης ως δανειστών (στο εξής: ∆ανειστές), καθώς και του από 10 Μαΐου 2010 «∆ιακανονισµού χρηµατοδότησης αµέσου ετοιµότητας από το ∆ιεθνές Νοµισµατικό Ταµείο - Συµµετοχή της Ελλάδας στον Ευρωπαϊκό Μηχανισµό Στήριξης». Οι διεθνείς συµβάσεις που περιλαµβάνει το προς κύρωσιν αυτό νοµοσχέδιο είναι οι εξής: α) η «Σύµβαση ∆ανειακής ∆ιευκόλυνσης» µεταξύ της Ελληνικής ∆ηµοκρατίας και των κρατών-µελών της Ευρωζώνης της 8.5.2010, 80.000.000.000 € (πρόκειται για το ποσό που ανέλαβαν να καταβάλουν τα δεκαπέντε κράτη µέλη της Ευρωζώνης –εκτός από το ∆ΝΤ), µε επτά Παραρτήµατα (στο εξής: Σύµβαση)· β) το «Μνηµόνιο Συνεννόησης» µεταξύ της Ελληνικής ∆ηµοκρατίας και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που ενεργεί για λογαριασµό των κρατών-µελών της Ευρωζώνης της 3.5.2010 (στο εξής «Μνηµόνιο»), το οποίο περιλαµβάνει: το Μνηµόνιο Οικονοµικής και Χρηµατοπιστωτικής Πολιτικής (στο εξής: ΜΟΧΠ), το Μνηµόνιο στις Συγκεκριµένες Προϋποθέσεις Οικονοµικής Πολιτικής (στο εξής: ΣΠΟΠ ) και το Τεχνικό Μνηµόνιο Συνεννόησης (στο εξής: ΤΜ)· 3) η Συµφωνία µεταξύ Ελληνικής ∆ηµοκρατίας και ∆ιεθνούς Νοµισµατικού Ταµείου (∆ΝΤ), µε την οποία εγκρίνει το ∆ΝΤ τον από 10 Μαΐου 2010 διακανονισµό χρηµατοδότησης αµέσου ετοιµότητας από το ∆ιεθνές Νοµισµατικό Ταµείο και τη Συµµετοχή της Ελλάδας στον Ευρωπαϊκό Μηχανισµό Στήριξης (στο εξής: Συµφωνία Έγκρισης ∆ΝΤ). Στη Σύµβαση περιλαµβάνονται τα εξής Παραρτήµατα: α) Παρ. 1, Κατάλογος ∆ανειστών, Παρ. 2, Υπόδειγµα αιτήµατος χρηµατοδότησης, Παρ. 3, Υπόδειγµα ανακοίνωσης αποδοχής, Παρ. 4, Υπόδειγµα Νοµικής Γνωµοδότησης (πρόκειται για υπόδειγµα
9
1. Το πλέγµα των κειµένων
Γνωµοδότησης του Νοµικού Συµβούλου του Κράτους του Υπουργείου ∆ικαιοσύνης, ∆ιαφάνειας και Ανθρωπίνων ∆ικαιωµάτων και του Νοµικού Συµβούλου του Κράτους του Υπουργείου Οικονοµικών (στο εξής: Γνωµοδότηση ΝΣΚ), Παρ. 5, Καθορισµός επιτοκίου euribor, Παρ. 6, Υπόδειγµα Σύµβασης Εκχώρησης και Παρ. 7, Συµφωνία µεταξύ των Πιστωτών (η οποία ορίζει τα δικαιώµατα και τις υποχρεώσεις των κρατών-µελών της Ευρωζώνης ως δανειστών της Ελλάδας). Στη Συµφωνία µεταξύ των Πιστωτών περιλαµβάνονται τα εξής Παραρτήµατα: Παρ. 1, Κατάλογος των Μερών µε τις αντίστοιχες δεσµεύσεις τους (σε ευρώ), Παρ. 2, Κλείδα Συνεισφοράς, Παρ. 3, Ειδική περίπτωση υψηλότερου κόστους χρηµατοδότησης, Παρ. 4, Υπόδειγµα επιβεβαίωσης δέσµευσης και Παρ. 5, Υπόδειγµα ανακοίνωσης εκταµίευσης. Τα κείµενα που εισάγονται για κύρωση µε το παραπάνω, από 3.6.2010 σχέδιο νόµου, συνιστούν το σύνολο των διεθνών συµφωνιών δανεισµού της Ελλάδας για την αντιµετώπιση της οικονοµικής κρίσης (στο εξής: Συµφωνίες ∆ανεισµού). Επισηµαίνεται ότι το από 3.5.2010 «Μνηµόνιο», υπογεγραµµένο ως πολιτικό κείµενο από τον Υπουργό Οικονοµικών και το ∆ιοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, κατέστη διεθνής συµφωνία (δεσµευτική) µε την επισύναψή του στη «Σύµβαση ∆ανειακής ∆ιευκόλυνσης» της 8.5.20101, τα δε Παραρτήµατα ως αναπόσπαστο µέρος της Σύµ-
1 Βλ. «Σύµβαση ∆ανειακής ∆ιευκόλυνσης», Προοίµιο (6), (7) και (8), και «Μνηµόνιο Συνεννόησης» Προοίµιο. Ο τίτλος «Μνηµόνιο» χρησιµοποιείται συνήθως σε συµφωνίες καθαρά πολιτικές και µη δεσµευτικές. Στην προκείµενη περίπτωση κατέστη δεσµευτική διεθνής συνθήκη, ως αναπόσπαστο µέρος της Σύµβασης και µε βάση την εκπεφρασµένη βούληση των µερών (βλ. σχετικώς Εµµ. Ρούκουνα, ∆ιεθνές ∆ίκαιο, τεύχος Πρώτο, 3η έκδοση, Αθήνα-Κοµοτηνή 2004, σελ. 153 επ., ιδίως 155.
10
βασης και οι επιµέρους συµβάσεις µε τα Παραρτήµατά τους αλληλοσυνδέονται και αλληλοεξαρτώνται κατά τρόπο ώστε να ισχύουν ως ενιαίο σύστηµα συµβατικής δέσµευσης, χωρίς η ισχύς της µιας ή του ενός να διαχωρίζεται από την ισχύ των άλλων. Επισηµαίνεται, επίσης, ότι, σύµφωνα µε την ειδική ρήτρα του προοιµίου του Μνηµονίου, θα καθίστανται παραρτήµατα και θα αποτελούν αναπόσπαστα µέρη του Μνηµονίου όλες οι µελλοντικές τροποποιήσεις του («επικαιροποιηµένα» και άλλα Μνηµόνια). ∆ύο ηµέρες πριν από την υπογραφή των παραπάνω διεθνών συµβάσεων «Σύµβασης» και «Μνηµονίου» και τέσσερις ηµέρες πριν από τη Συµφωνία Έγκρισης ∆ΝΤ του«∆ιακανονισµού Χρηµατοδότησης Άµεσης Ετοιµότητας», ψηφίστηκε µε τη διαδικασία του κατεπείγοντος (άρθρο 109 ΚτΒ) και τέθηκε σε ισχύ ο ν. 3845/2010 (ΦΕΚ 65/6.5.2010) µε τίτλο: «Μέτρα για την εφαρµογή του µηχανισµού στήριξης της ελληνικής οικονοµίας από τα κράτηµέλη της Ζώνης του ευρώ και το ∆ιεθνές Νοµισµατικό Ταµείο».Ο εν λόγω νόµος περιλαµβάνει επτά άρθρα, τα οποία αριθµούνται ολογράφως, όπως συνηθίζεται στους νόµους κύρωσης διεθνών συµβάσεων που περιλαµβάνουν και διατάξεις εκτέλεσής τους, και τέσσερα Παραρτήµατα, από τα οποία το τέταρτο έχει τρία ειδικότερα Παραρτήµατα. Το Παράρτηµα Ι του νόµου περιέχει το κείµενο µε τίτλο: «∆ήλωση των Αρχηγών Κρατών και Κυβερνήσεων της Ζώνης του Ευρώ», µε τόπο και ηµεροµηνία έκδοσης: Βρυξέλλες, 25 Μαρτίου 2010· το Παράρτηµα ΙΙ περιέχει κείµενο στην αγγλική και στην ελληνική µε τίτλο: «∆ήλωση για την στήριξη της Ελλάδας από τα κράτη µέλη της Ευρωζώνης», µε τόπο και ηµεροµηνία έκδοσης Βρυξέλλες, 11 Απριλίου 2010· το Παράρτηµα ΙΙΙ περιέχει κείµενο µε τίτλο: «Ελλάδα - Μνηµόνιο Οικονοµικής και Χρηµατοπιστωτικής Πολιτικής», µε ηµεροµηνία έκδοσης 3 Μαΐου 2010. Το Παράρτηµα ΙV περιέχει κείµενο µε τίτλο: «Ελλάδα: Μνηµόνιο Συνεννόησης στις Συγκεκριµένες Προϋποθέσεις Οικονοµικής Πολιτικής», µε ηµεροµηνία έκδοσης 3 Μαΐου 2010. Το Παράρτηµα ΙV ακολουθούν τρία Παραρτήµατα: Παράρτηµα 1. Παροχή Στοι11
χείων, Παράρτηµα 2. Ταµείο Χρηµατοπιστωτικής Σταθερότητας και Παράρτηµα 3. Προϋποθέσεις ∆ιαρθρωτικών Μεταρρυθµίσεων. Σύµφωνα µε το Άρθρο Πρώτο §§ 1-3 του ν. 3845/1010, τα κείµενα των τεσσάρων Παραρτηµάτων αποτελούν τα συστατικά έγγραφα του «Μηχανισµού Στήριξης της Ελληνικής Οικονοµίας» «που συγκροτήθηκε σύµφωνα µε τις ∆ηλώσεις» (των Παρ. Ι και ΙΙ) από τα κράτη-µέλη της Ζώνης του ευρώ και το ∆ιεθνές Νοµισµατικό Ταµείο. Τα δύο «Μνηµόνια» (Παρ. ΙΙΙ και ΙV) αποτελούν το «Σχέδιο Προγράµµατος» «για την εφαρµογή του µηχανισµού στήριξης», το οποίο καταρτίστηκε από το Υπουργείο Οικονοµικών και διαβιβάστηκε στον Πρόεδρο του Συµβουλίου των Υπουργών Οικονοµικών της Ευρωζώνης, στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στην Κεντρική Ευρωπαϊκή Τράπεζα και στο ∆ΝΤ. Με την παράγραφο 4 του Άρθρου Πρώτου του ιδίου ν. 3845/2010, ορίζονται τα ακόλουθα: «Παρέχεται στον Υπουργό Οικονοµικών η εξουσιοδότηση να εκπροσωπεί το Ελληνικό ∆ηµόσιο και να υπογράφει κάθε µνηµόνιο συνεργασίας, συµφωνία ή σύµβαση δανεισµού, διµερή ή πολυµερή, µε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τα κράτη-µέλη της ζώνης του ευρώ, το ∆ιεθνές Νοµισµατικό Ταµείο και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, προκειµένου να εφαρµοστεί το πρόγραµµα της προηγούµενης παραγράφου. Τα µνηµόνια, οι συµφωνίες και οι συµβάσεις του προηγούµενου εδαφίου, εισάγονται στη Βουλή για κύρωση». Σηµειώνεται ότι µε βάση αυτή την εξουσιοδότηση ο Υπουργός Οικονοµικών υπέγραψε τις παραπάνω Συµφωνίες ∆ανεισµού. Πέντε ηµέρες µετά τη δηµοσίευση του ν. 3845/2010, τρεις ηµέρες µετά τη σύναψη της Σύµβασης και του Μνηµονίου και µία ηµέρα µετά τη Συµφωνία Έγκρισης του ∆ΝΤ, το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 4 του Άρθρου Πρώτου του ν. 3845/2010 τροποποιήθηκε µε το ν. 3847/2010 (ΦΕΚ Α 67/11.5.2010), Άρθρο Μόνο, παράγραφος 9, ως εξής: «Τα µνηµόνια, οι συµφωνίες και οι συµβάσεις του προηγούµενου εδαφίου εισάγονται στη Βουλή για συζήτηση και ενηµέρωση. Ισχύουν και εκτελούνται από της υπο12
γραφής τους». Αυτή η νοµοθετική παρέµβαση αποτελούσε, προφανώς συµµόρφωση του εσωτερικού δικαίου µε το άρθρο 15 της Σύµβασης, το οποίο, στην πραγµατικότητα (βλ. λίγο πιο κάτω), όριζε την έναρξη ισχύος των Συµφωνιών ∆ανεισµού µε την υπογραφή τους –χωρίς, βεβαίως, να ληφθεί υπ’ όψιν ούτε ότι η εν λόγω νοµοθετική «συµµόρφωση» ήταν αντισυνταγµατική, ούτε ότι οι Συµφωνίες, για να αρχίσουν να ισχύουν, δεν είχαν επικυρωθεί κατά το Σύνταγµα. Πάντως, διερωτάται κανείς, γιατί µετά την τροποποίηση αυτή, η οποία, όπως θα δούµε και πιο κάτω, κατάφωρα παραβιάζει το Σύνταγµα, κατατέθηκαν στη Βουλή τα κείµενα των Συµφωνιών ∆ανεισµού µε το νοµοσχέδιο της 3.6.2010 προς κύρωσιν, αφού η κύρωσή τους είχε «καταργηθεί» και αντικατασταθεί µε «συζήτηση και ενηµέρωση» και ως έναρξη της ισχύος και της εφαρµογής τους είχε οριστεί η ηµεροµηνία της υπογραφής τους. Ίσως, γιατί στα συµβαλλόµενα µέρη, οπωσδήποτε δε στον Υπουργό Οικονοµικών που είχε την αρµοδιότητα της πρωτοβουλίας για την κύρωση ήταν γνωστό το ανυπόστατο της τροποποίησης. Επιπλέον δε, η κατάθεσή τους στη Βουλή ένα µήνα περίπου µετά την έναρξη εφαρµογής τους, έδωσε χρόνο να µείνουν µακριά από κάθε δυνατότητα των κρίσιµων «λεπτοµεριών» τους και να καταστούν «τετελεσµένα». Τα άρθρα ∆εύτερο έως και Έκτο του ν. 3845/2010 περιλαµβάνουν ουσιαστικές διατάξεις επιβολής και εξουσιοδοτήσεις εφαρµογής µέτρων, που συνιστούν εφαρµογή του «µηχανισµού στήριξης της ελληνικής οικονοµίας από τα κράτη-µέλη της Ζώνης του ευρώ και το ∆ιεθνές Νοµισµατικό Ταµείο», όπως ακριβώς προαγγέλλει ο τίτλος του νόµου, ενώ το άρθρο Έβδοµο ορίζει την έναρξη ισχύος των διατάξεών του. 2. Η νοµιµότητα σύναψης και η ισχύς των Συµφωνιών ∆ανεισµού Σύµφωνα µε το ελληνικό Σύνταγµα (άρθρο 36 § 1), αποκλει13
στικά αρµόδιος για τη διεθνή εκπροσώπηση του κράτους και για τη συνοµολόγηση των διεθνών συνθηκών είναι ο Πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας. Η αρµοδιότητα της συνοµολόγησης ενέχει και την αρµοδιότητα της επικύρωσης. Το άρθρο 36 § 2 Σ ορίζει ότι: «Οι συνθήκες για εµπόριο, φορολογία, οικονοµική συνεργασία και συµµετοχή σε διεθνείς οργανισµούς ή ενώσεις, και όσες άλλες περιέχουν παραχωρήσεις για τις οποίες, σύµφωνα µε άλλες διατάξεις του Συντάγµατος, τίποτε δεν µπορεί να οριστεί χωρίς νόµο, ή οι οποίες επιβαρύνουν ατοµικά τους Έλληνες, δεν ισχύουν χωρίς τυπικό νόµο που τις κυρώνει». Με αυτές τις διατάξεις της παραγράφου 2, το Σύνταγµα προσθέτει στη διαδικασία συνοµολόγησης και επικύρωσης διεθνών συµβάσεων µε το εν λόγω περιεχόµενο, την «κύρωση» (αντί του ορθού «επικύρωση») µε τυπικό νόµο. Στην πράξη της σύγχρονης δηµοκρατίας, όπου οι ουσιαστικές διαπραγµατεύσεις και η ουσιαστική συνοµολόγηση ανήκει και γίνεται από την πολιτικά υπεύθυνη κυβέρνηση, η αρµοδιότητα της επικύρωσης –την οποία ενέχει η «συνοµολόγηση» του Προέδρου της ∆ηµοκρατίας, που προβλέπει το άρθρο 36 § 1– είναι τυπική και γίνεται µε την ανταλλαγή των επικυρωτικών εγγράφων µέσω του Υπουργείου των Εξωτερικών, οπότε, µαζί µε την υπογραφή τους, ολοκληρώνεται η σύναψη της διεθνούς σύµβασης. Στη διεθνή πρακτική, ακολουθείται, όµως, και η απλοποιηµένη διαδικασία σύναψης διεθνών συµβάσεων –των συµβάσεων που, συνήθως, αποκαλούνται «διεθνείς συµβάσεις απλοποιηµένης µορφής» ή «απλοποιηµένου τύπου». Πρόκειται για διαδικασία, όπου παρακάµπτεται η αρµοδιότητα του Προέδρου της ∆ηµοκρατίας για επικύρωση των συµβάσεων και αρκεί η υπογραφή των εκπροσώπων των συµβαλλόµενων µερών2. Με άλλες λέξεις, οι διεθνείς
Βλ. σχετικώς Εµµ. Ρούκουνα, ό.π., σελ. 147 επ.
2
14
αυτές συµφωνίες ισχύουν στο επίπεδο του διεθνούς δικαίου, δεσµεύοντας διεθνώς τα συµβαλλόµενα κράτη µε και από την υπογραφή τους. Όταν, όµως, πρόκειται για σύναψη διεθνών συµβάσεων για τις οποίες το σύνταγµα της συµβαλλόµενης χώρας επιβάλλει και την επικύρωση της Βουλής, όπως ισχύει για την Ελλάδα βάσει του άρθρου 36 § 2 Σ, η απλοποιηµένη διαδικασία δεν µπορεί να παραλείψει την πρόσθετη αυτή επικύρωση µε τυπικό νόµο. Η εν λόγω απλοποιηµένη διαδικασία, η οποία, παρά την έλλειψη ρητής συνταγµατικής διάταξης3, αποτελεί συνήθη ελληνική πρακτική κυρίως για οικονοµικού περιεχοµένου συµβάσεις, ακολουθήθηκε και στην προκείµενη περίπτωση των Συµφωνιών ∆ανεισµού, από τις οποίες η Σύµβαση ∆ανειακής ∆ιευκόλυνσης και το Μνηµόνιο Συνεργασίας συνήφθησαν µε την υπογραφή των αντιπροσώπων που ορίζονται στις συµφωνίες, η δε Συµφωνία Έγκρισης του ∆ΝΤ συνοµολογήθηκε µε την επίσης θεµιτή µορφή της ανταλλαγής επιστολών των αρµόδιων εκπροσώπων των συµβαλλόµενων µερών. Παραλείφθηκε, όµως, η επικύρωση µε τυπικό νόµο, που αποτελεί συστατικό στοιχείο και των συµβάσεων απλοποιηµένης διαδικασίας (ή µορφής). Και τούτο, γιατί οι Συµφωνίες ∆ανεισµού περιέχουν διατάξεις από όλες της κατηγορίες διεθνών συνθηκών του άρθρου 36 § 2 Σ, προπάντων δε επιβαρύνουν ατοµικώς τους Έλληνες. Συγκεκριµένα, περιέχουν διατάξεις: επιβολής φορολογίας, οικονοµικής συνεργασίας µέσω δανεισµού και συµµετοχής στην ΕΕ, σοβαρών παραχωρήσεων εθνικής κυριαρχίας και επιβολής σοβαρών ατοµικών βαρών στους Έλληνες (περικοπές µισθών, συντάξεων κ.ά.). Η παράλειψη αυτή, δηµιουργώντας έλλειψη συστατικού στοιχείου της συνοµολόγησης των Συµφωνιών ∆ανεισµού, αφορά στην ισχύ των εν λόγω συµφω-
3
Θα πρέπει εδώ να δεχθούµε διάπλαση συνταγµατικού εθίµου.
15
νιών στο επίπεδο του διεθνούς δικαίου4. Σηµειώνεται εδώ ότι, σύµφωνα µε το άρθρο 15 της Σύµβασης, η έναρξη ισχύος της –η οποία, λόγω της αλληλεξάρτησής τους, αποτελεί και έναρξη ισχύος και των Συµφωνιών ∆ανεισµού– εξαρτήθηκε από δύο όρους: πρώτον, από την επίσηµη παράδοση στους ∆ανειστές της Νοµικής Γνωµοδότησης των δύο νοµικών Συµβούλων του Κράτους κατά το άρθρο 4 (1) (β) και δεύτερον, από το χρόνο που θα λάβει η Επιτροπή Επιβεβαιώσεις ∆έσµευσης από κρίσιµο αριθµό ∆ανειστών. ∆εδοµένου, όµως, ότι οι δύο αυτοί όροι είχαν πληρωθεί προκαταβολικώς, το άρθρο 15 της Σύµβασης όριζε, στην πραγµατικότητα, ως έναρξη ισχύος την ηµεροµηνία υπογραφής τους. Έτσι, ορίστηκε µεν η άµεση έναρξη ισχύος των Συµφωνιών ∆ανεισµού, αλλά η επικύρωσή τους από τη Βουλή µε νόµο δεν έγινε. Συνεπώς, και η έναρξη ισχύος τους είναι αίολη. Παρά ταύτα, οι Συµφωνίες ∆ανεισµού άρχισαν να εφαρµόζονται από την ηµεροµηνία της υπογραφής τους. Πέρα, όµως, από το άρθρο 36 § 2 Σ, το άρθρο 28 § 1 εδ. α Σ ορίζει ότι οι διεθνείς συµβάσεις «αποτελούν αναπόσπαστο µέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου» «από την επικύρωσή τους µε νόµο». Ανεξάρτητα από τα προβλήµατα που έχουν επισηµανθεί ως προς τη χρησιµοποίηση από το συντακτικό νοµοθέτη των όρων «κύρωση» και «επικύρωση»στα άρθρα 36 § 2 Σ και 28 § 1 εδ. α, κατά την ορθή ερµηνεία της δεύτερης διάταξης, το Σύνταγµα απαιτεί, για την ένταξη κάθε διεθνούς σύµβασης στο εσωτερικό δίκαιο, την κύρωσή της µε τυπικό νόµο, είτε αυτή ανήκει σε κατηγορία συµβάσεων του άρθρου 36 § 2 Σ είτε όχι. ∆εδοµένου ότι οι Συµφωνίες ∆ανεισµού δεν έχουν κυρωθεί ακόµη, βάσει του συνδυασµού των διατάξεων του άρθρου 28 §§ 1 και 2 Σ, δεν
4
16
Βλ. Κ. Ιωάννου/Κ. Οικονοµίδη/Χ. Ροζάκη/Α. Φατούρου, ∆ηµόσιο ∆ιεθνές ∆ίκαιο, Αθήνα-Κοµοτηνή, 1988, σελ. 121 επόµενα, µε βιβλιογραφία. Βλ. και Ρούκουνα, ό.π., σελ. 149 επ.
ισχύουν στο εσωτερικό της Ελλάδας, µε την έννοια ότι δε δεσµεύουν ούτε µπορούν να παραγάγουν έννοµα αποτελέσµατα εσωτερικού δικαίου. Και τούτο, ανεξάρτητα από την έγκυρη ή µη σύναψή τους κατά το άρθρο 36 § 2 Σ. Σχετικά µε το ζήτηµα της ισχύος των Συµφωνιών ∆ανεισµού, σηµειώνεται ότι η επικύρωση µεν, βάσει του άρθρου 36 § 2, θα µπορούσε, ίσως, να καθυστερήσει, όπως έχει συµβεί στη διεθνή πρακτική, χωρίς να θιγεί η διεθνής δέσµευση της χώρας, αλλά χωρίς την κύρωση του άρθρου 28 § 1 –που θα κάλυπτε unoactu και την επικύρωση– δεν ισχύουν στο εσωτερικό της χώρας και, συνεπώς, όλες οι πράξεις εφαρµογής τους είναι ως αντισυνταγµατικές ανυπόστατες. Το άρθρο 28 § 2 Σ ορίζει: «Για να εξυπηρετηθεί σπουδαίο εθνικό συµφέρον και να προαχθεί η συνεργασία µε άλλα κράτη, µπορεί να αναγνωρισθούν, µε συνθήκη ή συµφωνία, σε όργανα διεθνών οργανισµών αρµοδιότητες που προβλέπονται από το Σύνταγµα. Για να την ψήφιση νόµου που κυρώνει αυτή τη συνθήκη ή συµφωνία απαιτείται πλειοψηφία των τριών πέµπτων του όλου αριθµού των βουλευτών». Είναι σαφές ότι µε τις Συµφωνίες ∆ανεισµού παραχωρείται ή αναγνωρίζεται σε όργανα διεθνών οργανισµών (στην ΕΕ, στο ∆ΝΤ και στην ΕΚΤ) και τρίτων κρατών (των κρατών µελών της Ευρωζώνης ως ∆ανειστών διµερών συµβάσεων δανείων)κύκλος αρµοδιοτήτων κατά το Σύνταγµα και των τριών λειτουργιών του κράτους. Πρόκειται για αρµοδιότητες: (1) της εκτελεστικής λειτουργίας, που ανήκουν στον Πρόεδρο της ∆ηµοκρατίας (Πτ∆), στην κυβέρνηση, στους υπουργούς και στους υφυπουργούς, καθώς και σε άλλα όργανα της διοίκησης (άρθρο 26 § 2, 82, 83, 43, 44 και 101 επ. Σ), (2) της νοµοθετικής λειτουργίας, που ανήκουν στη Βουλή και στον Πτ∆ (άρθρα 26 § 1 σε συνδ. µε τα άρθρα 64 και 73 επ. και 42 Σ) και (3) της δικαστικής λειτουργίας, που ανήκουν στα ελληνικά δικαστήρια (άρθρα 26 § 3 και 87 επ.). Όλες αυτές οι αρµοδιότητες µεταφέρονται µε τη Σύµβαση και το Μνηµόνιο σε όργανα της ΕΕ (Συµβούλιο, Επιτροπή
17
και ΕΚΤ), του ∆ΝΤ και τρίτων κρατών. Όσον αφορά στην πρώτη κατηγορία ειδικότερα, έχοµε αρµοδιότητες κυβερνητικής λειτουργίας, που, κατά το Σύνταγµα, ανήκουν στον Πτ∆, στην Κυβέρνηση και σε µέλη της Κυβέρνησης, και αρµοδιότητες διοικητικής λειτουργίας, που ανήκουν σε όργανα της ∆ιοίκησης (διοικητικές αρχές και υπηρεσίες). Οι αρµοδιότητες κυβερνητικής λειτουργίας, που αφαιρέθηκαν από την κυβέρνηση της Ελλάδας και παραχωρήθηκαν σε όργανα της ΕΕ και του ∆ΝΤ, καθώς και στις κυβερνήσεις των ∆ανειστών, είναι διάχυτες στο Μνηµόνιο σε συνδυασµό µε διατάξεις της Σύµβασης. Αναφέροµε ενδεικτικά κυβερνητικές αρµοδιότητες που παρέχονται σε ξένα όργανα: Με βάση τις διατάξεις της Σύµβασης, άρθρα 3 (4) και (5), 4 και 10, σε συνδυασµό µε τις διατάξεις του Μνηµονίου και συγκεκριµένα µε τις διατάξεις: 1) του ΜΟΧΠ (άρθρα Ι, ΙΙ, ΙΙΙ και ΙV), που ορίζουν και επιβάλλουν συγκεκριµένες υποχρεωτικές πολιτικές που ανήκουν κατά το Σύνταγµα στην κυβέρνηση, σε συνδυασµό µε τους προσαρτηµένους Πίνακες, που εξειδικεύουν και συγκεκριµενοποιούν τις πολιτικές αυτές· 2) του ΣΠΟΠ (άρθρα 1-7 –αρίθµηση αγγλικού κειµένου, λόγω προφανώς λανθασµένης αρίθµησης του ελληνικού κειµένου– µε τα τρία Παραρτήµατα), που καθορίζουν ειδικούς όρους εφαρµογής της οικονοµικής πολιτικής για τις εκταµιεύσεις των δανείων· του ΤΜ, που προσδιορίζουν ειδικά στοιχεία κυβερνητικών αποφάσεων για την επίτευξη των σκοπών του όλου προγράµµατος (καθορισµός ποσοτικών κριτηρίων απόδοσης και παρακολούθηση διαρθρωτικών στοιχείων αναφοράς ως προς τη µεταρρύθµιση του συνταξιοδοτικού συστήµατος). Όσον αφορά σε αρµοδιότητες διοικητικής λειτουργίας, αυτές είναι: (α) αρµοδιότητες εκτέλεσης και εφαρµογής των αµέσως παραπάνω αποφάσεων κυβερνητικής λειτουργίας και των εκτελεστικών νόµων της Σύµβασης και του Μνηµονίου, που ασκούνται µε εκτελεστικές, κανονιστικές και ατοµικές, διοικητικές πράξεις προκαθορισµένου περιεχοµένου (προεδρικά διατάγµατα, υπουργικές αποφάσεις, αποφάσεις άλλων οργάνων της διοίκησης) και (β) αρµοδιότητες ελέγχου,
18
που ασκούν ήδη κατά ορισµένα χρονικά διαστήµατα όργανα της Επιτροπής, της ΕΚΤ και του ∆ΝΤ («τρόικα»). Όσον αφορά στη δεύτερη κατηγορία αρµοδιοτήτων που αφαιρέθηκαν από την αποφασιστική αρµοδιότητα των νοµοθετικών µας οργάνων, είναι όλοι εκείνοι οι νόµοι που έχουν ήδη εκδοθεί και θα εκδοθούν σε εκτέλεση των διατάξεων της Σύµβασης και του Μνηµονίου που αναφέραµε ως αρµοδιότητες της εκτελεστικής εξουσίας. Αρµοδιότητες νοµοθετικής λειτουργίας αποτελούν: αφενός µεν τα ευθέως αναφερόµενα αντικείµενα λειτουργίας του νοµοθετικού σώµατος [βλ. για παράδειγµα ΣΠΟΠ, 1 (vi), 3 (i)], αφετέρου δε οι νόµοι ή διατάξεις νόµου νοµοθετικής κάλυψης όλων των µέτρων που επιβάλλουν υποχρεώσεις ή περιορίζουν δικαιώµατα, που απαιτούνται από το Σύνταγµα. Είναι φανερό ότι οι προβλεπόµενες στις Συµφωνίες ∆ανεισµού ή επιβαλλόµενες από αυτές νοµοθετικές ρυθµίσεις δεν είναι ούτε µπορεί να είναι προϊόν της νοµοθετικής βούλησης της Βουλής των Ελλήνων, αλλά των κυβερνήσεων των ∆ανειστών και των οργάνων εφαρµογής των Συµφωνιών ∆ανεισµού. Επιπλέον, πρέπει να επισηµανθεί, ότι η υποχρεωτική, βάσει του άρθρου 14 (1) της Σύµβασης, υπαγωγή στο αγγλικό δίκαιο κάθε διαφοράς σχετικής µε τις Συµφωνίες ∆ανεισµού, αποτελούν ρύθµιση που ανήκει στην ελληνική νοµοθετική εξουσία. Τέλος, όσον αφορά στην τρίτη κατηγορία αρµοδιοτήτων, που ανήκουν στα όργανα της δικαστικής λειτουργίας, οι διατάξεις του άρθρου 14 (2) και (3) συνιστούν µετάθεση δικαστικών αρµοδιοτήτων στο ∆ΕΚ. Είναι αυτονόητο ότι εκείνες από τις παραπάνω αναφερόµενες αρµοδιότητες οργάνων του ελληνικού κράτους που µεταφέρονται σε όργανα της ΕΕ είναι ειδικές και νέες και δεν ανήκουν σε εκείνες που έχει ήδη µεταβιβάσει η Ελλάδα ως µέλος της Ένωσης και της Ευρωζώνης. Συνεπώς, η νέα αυτή παραχώρηση αρµοδιοτήτων απαιτεί –και για τις αρµοδιότητες αυτές– νέο κυρωτικό νόµο, βάσει του άρθρου 28 § 2 Σ. Με βάση όσα αναπτύχθηκαν και το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 36 § 2 και 28 §§ 1 και 2, προκύπτει αβίαστα ότι,
19
για την ολοκλήρωση της συνοµολόγησης των Συµφωνιών ∆ανεισµού και για τη δεσµευτικότητά τους ως αναπόσπαστου µέρους του ελληνικού δικαίου, απαιτείται η ταυτόχρονη (unoactu) επικύρωση και κύρωση από την ολοµέλεια της Βουλής µε την πλειοψηφία των τριών πέµπτων του όλου αριθµού των βουλευτών. Παρά ταύτα, η διαδικασία αυτή, που επιβάλλει το Σύνταγµα για να εξασφαλίζονται η πλήρης γνώση, η ουσιαστική συζήτηση και η σωστή πολιτική απόφαση της λαϊκής αντιπροσωπείας, δεν ακολουθήθηκε. Αντί αυτού, στο πλαίσιο της όλης µεθόδευσης να εµφανιστεί νοµιµοφανής, κατά το διεθνές και το εθνικό δίκαιο, η επιβολή των πρωτοφανούς βαρύτητας µέτρων που προβλέπουν οι Συµφωνίες ∆ανεισµού, θεσπίστηκαν οι διατάξεις των δύο εδαφίων της παραγράφου 9 του Άρθρου Μόνου του ν. 3847/2010, που αναφέραµε ήδη. Καταργήθηκαν, δηλαδή, µε κοινό νόµο η επικύρωση και η κύρωση των συνθηκών, που προβλέπει το Σύνταγµα, και υποκαταστάθηκαν µε την απλή συζήτηση και ενηµέρωση του αντιπροσωπευτικού σώµατος. Αλλά όχι µόνο αυτό: µαζί µε την κατάργηση της επικύρωσης και της κύρωσης της Βουλής, η εν λόγω τροπολογία όρισε ότι οι Συµφωνίες ∆ανεισµού «ισχύουν και εκτελούνται από της υπογραφής τους». ∆ε χρειάζεται ιδιαίτερη επιστηµονική θεµελίωση του ότι οι διατάξεις αυτές είναι κατάφωρα αντισυνταγµατικές και ανυπόστατες. 3. Το περιεχόµενο των Συµφωνιών ∆ανεισµού από τη σκοπιά του Συντάγµατος και των θεµελιωδών αρχών του ευρωπαϊκού και του διεθνούς δικαίου
20
Οι διεθνείς συµφωνίες που συνιστούν το πλέγµα συστήµατος των Συµφωνιών ∆ανεισµού (Σύµβαση, Μνηµόνιο και Συµφωνία Έγκρισης του ∆ΝΤ) αποτελούν την κατάληξη διαπραγµατεύσεων της Ελλάδας, των κρατών-µελών της Ευρωζώνης και του ∆ΝΤ. Ορισµένες φάσεις των διαπραγµατεύσεων αυτών έγιναν γνωστές
α. Ο όρος παραίτησης της Ελλάδας από τις ασυλίες προστασίας της εθνικής κυριαρχίας της.- Σύµφωνα µε το άρθρο 14 (5)
µε τα πολιτικά κείµενα που δόθηκαν στη δηµοσιότητα και επισυνάφθηκαν ως Παραρτήµατα του ν. 3845/2010. Όπως ανακοινώθηκε µε τη «∆ήλωση για τη στήριξη της Ελλάδας από τα κράτη µέλη της Ευρωζώνης» της 11.4.2010, τα εν λόγω κράτη είχαν «συµφωνήσει για τους όρους της χρηµατοδοτικής στήριξης» της Ελλάδας, δηλαδή τουλάχιστον δώδεκα ηµέρες πριν από την, µε ηµεροµηνία 23.4.2010, αίτηση της Ελλάδας για χρηµατοδότηση µέσω διµερών δανείων από τα κράτη-µέλη της Ευρωζώνης και από το ∆ΝΤ και σχεδόν ένα µήνα πριν από την ολοκλήρωση της σύναψης των Συµφωνιών ∆ανεισµού. Συνεπώς, υπήρξε σχετική άνεση χρόνου τόσο για την τήρηση των διαδικασιών σύναψης των Συµφωνιών ∆ανεισµού που απαιτεί το Σύνταγµα, όσο και για τον έλεγχο νοµιµότητας των όρων τους. Παρά τη σηµασία των Συµφωνιών αυτών για την οικονοµική υπόσταση της χώρας και παρά τους πρωτοφανείς σε είδος και βαρύτητα όρους που επιβλήθηκαν από τους ∆ανειστές, οι εν λόγω όροι έγιναν αποδεκτοί και οι Συµφωνίες ∆ανεισµού συνήφθησαν, όπως αναπτύξαµε ήδη, χωρίς την προηγούµενη συζήτηση στη Βουλή και επικύρωση µε νόµο του αντιπροσωπευτικού σώµατος, κατά παράβαση της κοινοβουλευτικής και της αντιπροσωπευτικής αρχής του δηµοκρατικού πολιτεύµατος και του Συντάγµατος. Ανεξάρτητα, όµως, από αυτή την παράλειψη, ορισµένοι βασικοί όροι των Συµφωνιών παραβιάζουν, εκτός από το ελληνικό Σύνταγµα, θεµελιώδεις αρχές και κανόνες του διεθνούς και του ευρωπαϊκού δικαίου. Ορισµένοι, µάλιστα, από αυτούς είναι πρωτόγνωροι στο σύγχρονο διεθνές δίκαιο και υπερβαίνουν κάθε όριο δικαίου, που θα ήταν ανεκτό στο πεδίο των οικονοµικών σχέσεων των κρατών µελών της διεθνούς κοινότητας, πολύ δε περισσότερο των οικονοµικών σχέσεων των κρατών µελών της ΕΕ και ιδιαίτερα της Ευρωζώνης. Ας τους δούµε εγγύτερα:
21
της Σύµβασης, το Ελληνικό Κράτος παραιτείται «αµετάκλητα και άνευ όρων» από κάθε ασυλία που απολαύουν το ίδιο ή τα περιουσιακά του στοιχεία σε όλες τις νοµικές διαδικασίες σε σχέση µε τη Σύµβαση, στις οποίες (διαδικασίες) περιλαµβάνονται χωρίς περιορισµούς: η άσκηση αγωγής, κάθε δικαστική απόφαση ή άλλη διαταγή, η κατάσχεση, η αναστολή εκτέλεσης δικαστικής απόφασης, η προσωρινή διαταγή και η αναγκαστική εκτέλεση σε περιουσιακά στοιχεία στην έκταση που δεν απαγορεύεται από «αναγκαστικό νόµο». Στην εξίσου δεσµευτική για το ∆ανειολήπτη επεξήγηση του όρου αυτού στη Νοµική Γνωµοδότηση των δύο Νοµικών Συµβούλων του Κράτους διευκρινίζεται ότι: «Ούτε ο ∆ανειολήπτης, ούτε τα περιουσιακά του στοιχεία «έχουν ασυλία λόγω εθνικής κυριαρχίας ή για άλλο λόγο», χωρίς, όµως, να αναφέρεται η εξαίρεση του «αναγκαστικού νόµου»5. Από πρώτη ανάγνωση διαπιστώνει κανείς ότι ο όρος αυτός
5 Το κείµενο του όρου της Σύµβασης έχει ως εξής: «Με την παρούσα ο ∆ανειολήπτης αµετάκλητα και άνευ όρων παραιτείται από κάθε ασυλία που έχει ή πρόκειται να αποκτήσει, όσον αφορά τον ίδιο ή τα περιουσιακά του στοιχεία, από νοµικές διαδικασίες σε σχέση µε την παρούσα Σύµβαση, περιλαµβανοµένων, χωρίς περιορισµούς, της ασυλίας όσον αφορά την άσκηση αγωγής, δικαστική απόφαση ή άλλη διαταγή, κατάσχεση, αναστολή εκτέλεσης δικαστικής απόφασης ή προσωρινή διαταγή, και όσον αφορά την εκτέλεση και επιβολή κατά των περιουσιακών στοιχείων του στο βαθµό που δεν το απαγορεύει αναγκαστικός νόµος». Ο όρος αυτός προσδιορίζεται επεξηγηµατικά και βεβαιώνεται ως σύµφωνος µε το ελληνικό δίκαιο στη Νοµική Γνωµοδότηση ως εξής: «Ούτε ο ∆ανειολήπτης ούτε τα περιουσιακά του στοιχεία έχουν ασυλία λόγω εθνικής κυριαρχίας ή διαφορετικά (στο αγγλικό κείµενο: “are immune on the grounds of sovereignty or otherwise”), λόγω δικαιοδοσίας, κατάσχεσης – συντηρητικής ή αναγκαστικής – ή αναγκαστικής εκτέλεσης σε σχέση µε οποιαδήποτε ενέργεια ή διαδικασία σχετικά µε τη Σύµβαση».
22
είναι γενικότατος, µε την έννοια ότι καλύπτει όλες τις κατηγορίες των ασυλιών, η δε γενικότητά του είναι expressis verbis διατυπωµένη·µε τη φράση δε «αµετάκλητα και άνευ όρων» αποκλείει κάθε δυνατότητα επιφύλαξης και εξαίρεσης. Τελειώνει, ωστόσο, το κείµενο του εν λόγω όρου µε µια εξαίρεση της παραίτησης από κάθε είδους ασυλίας µε τη διατύπωση: «στο βαθµό που δεν το απαγορεύει αναγκαστικός νόµος» (η αγγλική διατύπωση: “to the extent not prohibited by mandatory law”). Η εξαίρεση, όµως, είναι ασαφής, ενώ η σαφήνεια θα ήταν ουσιώδους σηµασίας και απαραίτητη για την εφαρµογή του όρου. Ο προσδιορισµός «αναγκαστικός νόµος» δεν αποτελεί σήµερα στο ελληνικό δίκαιο νοµικό όρο6. Αν ήθελε ερµηνευθεί ως «κανόνας δηµόσιας τάξης», δε θα βρισκόταν περίπτωση παραίτησης από δικαίωµα εθνικής κυριαρχίας που να επιτρέπεται –αν ίσως εξαιρέσει κανείς κάποια δικονοµικά δικαιώµατα. Μια τρίτη εκδοχή ερµηνείας θα ήταν να θεωρηθούν «αναγκαστικός νόµος» οι αρχές και κανόνες που υπάγονται στη διεθνούς δικαίου έννοια του jus cogens7, οπότε και πάλι
6 Ο προσδιορισµός «αναγκαστικός νόµος» δεν αποτελεί νοµικό όρο του ισχύοντος δικαίου. Ως επιστηµονικός όρος ανήκει στην ιστορία του ελληνικού δικαίου. «Αναγκαστικοί νόµοι» ονοµάζονταν σε παλαιότερα συνταγµατικά συστήµατα ή αυταρχικά καθεστώτα νοµοθετήµατα της εκτελεστικής εξουσίας, τα οποία είχαν ισχύ τυπικού νόµου. Στις σύγχρονες δηµοκρατίες, έχει εκλείψει η κατηγορία αυτή. 7 Σε ελληνικά κείµενα διεθνούς δικαίου (επιστηµονικά και επίσηµα) έχει αποδοθεί ό αγγλικός όρος «peremptory” και ο αντίστοιχος γαλλικός «impératif » για τους κανόνες του jus cogens µε τον αδόκιµο όρο «αναγκαστικός». Βλ. κριτική Χρήστου Ροζάκη, στο Κ. Ιωάννου κλπ., ∆ηµόσιο ∆ιεθνές ∆ίκαιο, ό.π., σελ. 239 επ. µε κριτική στη σηµ. 366.
23
θα ετίθετο θέµα ανυποστάτου του εν λόγω όρου παραίτησης από δικαιώµατα εθνικής κυριαρχίας του άρθρου 14 (5) της Σύµβασης. Χαρακτηριστικό, πάντως, της ερµηνευτικής αµηχανίας είναι και το γεγονός ότι η εξαίρεση αυτή δεν αναφέρεται στη δεσµευτική για την Ελλάδα Νοµική Γνωµοδότηση της Σύµβασης (Παρ. 4), όπου η γενικότητα της παραίτησης διατυπώνεται ακόµη σαφέστερα: «ασυλία λόγω εθνικής κυριαρχίας ή διαφορετικά» (“are immune on the grounds of sovereignty or otherwise”), η οποία και βεβαιώνεται από τους δύο Νοµικούς Συµβούλους του Κράτους ότι είναι «έγκυρη, δεσµευτική και εκτελεστή». Άρα, η ρήτρα του «αναγκαστικού νόµου» είναι χωρίς περιεχόµενο; Το συµπέρασµα είναι ότι αποτελεί άµεση ανάγκη να ερµηνευθεί, αν ισχύει ή όχι η εξαίρεση και ποιο είναι το περιεχόµενό της. Η σαφής, πάντως, αναδιατύπωση του περιεχοµένου της παραίτησης και η µη αναφορά της εξαίρεσης στο υπόδειγµα της Νοµικής Γνωµοδότησης, που αποτελεί µέρος της Σύµβασης, καθώς και η γενικότητα του περιεχοµένου των ασυλιών στο βασικό κείµενο –σε συνδυασµό και µε την ασάφεια της εξαίρεσης σ’ αυτό– αποτελούν στοιχεία που καθιστούν άκρως επικίνδυνο το εύρος της παραίτησης. Η διατύπωση του εν λόγω όρου δεν αφήνει αµφιβολία ότι δεν πρόκειται για παραίτηση από συνήθεις και περιορισµένης σηµασίας δικονοµικές ή δικαιοδοτικές ασυλίες, όπως είναι η ετεροδικία κ.ά. Πέρα από αυτού του είδους ασυλίες, καλύπτει σαφώς και τα ουσιαστικά και τα ζωτικής σηµασίας δικαιώµατα, εξουσίες και γενικά εκφάνσεις του θεµελιώδους στοιχείου της έννοιας και της υπόστασης του κράτους, που είναι η κυριαρχία. Οι ∆ανειστές της Ελλάδας θα ήταν λογικό και σύµφωνο µε το δίκαιο να έχουν τα δικαιώµατα διασφάλισης και ικανοποίησης των απαιτήσεών τους που έχει κάθε ιδιώτης δανειστής του κράτους: δηλαδή τα δικαιώµατα ασφαλιστικών µέτρων και αναγκαστικής εκτέλεσης κατά περιουσιακών στοιχείων του κράτους που δεν έχουν σχέση µε την εθνική κυριαρχία και µε απαγορεύσεις δηµόσιας τάξης –όπως ισχύει σε όλες τις ευνοµούµενες χώρες. Ο κύ24
κλος των πραγµάτων αυτών είναι αρκετά ευρύς και επαρκής για την ικανοποίηση των δανειστών8. Είναι, συνεπώς, φανερό ότι ο όρος, όπως διατυπώθηκε από τους ∆ανειστές, έχει πολιτικό σκοπό. Με την έννοια που είναι διατυπωµένος ο όρος παραίτησης από τις ασυλίες της εθνικής κυριαρχίας, δεν είναι µόνο ο αυστηρότερος όρος της Σύµβασης· είναι όρος που παραβιάζει θεµελιώδεις αρχές του δικαίου σε όλα τα επίπεδα: του διεθνούς, του ευρωπαϊκού και του εθνικού δικαίου. Όσο µπορώ να γνωρίζω, είναι όρος πρωτοφανής στις διεθνείς οικονοµικές συνθήκες των σύγχρονων δηµοκρατιών. Πρόκειται για όρο ο οποίος παραβιάζει τη θεµελιώδη αρχή σεβασµού της κυριαρχίας του κράτους·απειλεί, θέτει σε κίνδυνο και προσβάλλει στον πυρήνα τους τα κυριαρχικά δικαιώµατα, την ίδια την κυριαρχία και την υπόσταση της χώρας. Ο κίνδυνος καθίσταται άµεσος, αν συνδυαστεί µε τον όρο της Σύµβασης, ότι οι ∆ανειστές, όλοι µαζί ή µε συµφωνία όλων, µπορούν να µεταβιβάσουν σε τρίτη χώρα τα δικαιώµατά τους από τη Σύµβαση (βλ. αµέσως πιο κάτω υπό β). Ο όρος αυτός, µέσα από την απειλή της κυριαρχίας του κράτους –έννοια της οποίας η περιεκτικότητα καλύπτει όλα τα συνταγµατικά δικαιώµατα και όλες τις συνταγµατικές αρχές– προσβάλλει τη δηµοκρατική αρχή και τα πολιτικά δικαιώµατα, καθώς και τα συνταγµατικά και τα ανθρώπινα δικαιώµατα των Ελλήνων. Ο όρος είναι, επίσης, αντίθετος προς την αρχή του κράτους δικαίου, προς την αρχή της συµβατικής ισότητας και προς την αρχή της αναλογικότητας, όχι µόνο ως
Βλ. τη µελέτη µου: Τα συνταγµατικά όρια της αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του ελληνικού ∆ηµοσίου, Τιµητικός Τόµος του Κώστα Ε. Μπέη, Αθήνα 2003, σελ. 2717 επ.
8
25
υπέρµετρος και καταχρηστικός, αλλά και ως άσχετος προς το αντικείµενο της Σύµβασης, για τη διασφάλιση του οποίου τέθηκε. Τέλος είναι αντίθετος προς τη θεµελιώδη αρχή σεβασµού της πολιτείας, ως κοινωνικής, πολιτικής και νοµικής οντότητας, και προς την αρχή του κράτους δικαίου, λόγω του στοιχείου καταλυτικού εξαναγκασµού και σε ανεπίτρεπτο βαθµό απειλής της ως οφειλέτη που ενέχει. Αν ο όρος ήθελε ερµηνευθεί µε την ευρύτητα της διατύπωσής του, είναι, αναµφίβολα, ανυπόστατος ως αντίθετος προς τους κανόνες και τις αρχές εκείνες του διεθνούς δικαίου που αποτελούν για τη συµβατική ελευθερία jus cogens. Ειδικότερα, ως προς τη συµβατότητα του εν λόγω όρου παραίτησης από τις ασυλίες εθνικής κυριαρχίας προς τους κανόνες του διεθνούς δικαίου που δεσµεύουν τη συµβατική ελευθερία (juscogens), πρέπει να επισηµανθεί ότι η επιβολή τέτοιου όρου από κράτη-∆ανειστές σε κράτος-∆ανειολήπτη, ο οποίος θα βρισκόταν, κατά τη διαπραγµάτευση δανειοδοτικής σύµβασης, στην οικονοµική κατάσταση που βρισκόταν η Ελλάδα κατά τη σύναψη των Συµφωνιών ∆ανεισµού, αποτελεί, αναµφίβολα, άσκηση οικονοµικής και πολιτικής βίας και απειλή του ύψιστου πολιτειακού αγαθού, της εθνικής κυριαρχίας. Θα πρέπει, συνεπώς, να ερευνηθεί από τους ειδικούς, αν ο όρος αυτός του άρθρου 14 (5) της Σύµβασης παραβιάζει θεµελιώδεις αρχές του ∆ιεθνούς ∆ικαίου και διατάξεις της ∆ιεθνούς Σύµβασης της Βιέννης του 19699. Ανεξάρτητα, πάντως, από το ζήτηµα συµβατότητας του εν λόγω
9
26
Το άρθρο 4 § 2 του Χάρτη των Ηνωµένων Εθνών περιέχει την αρχή: «Όλα τα µέλη πρέπει να απέχουν στις διεθνείς σχέσεις τους από την απειλή ή τη χρήση βίας εναντίον της εδαφικής ακεραιότητας ή της πολιτικής ανεξαρτησίας οποιουδήποτε κράτους ή µε οποιοδήποτε άλλο τρόπο που είναι ασυµβίβα-
β. Το δικαίωµα µεταβίβασης των δικαιωµάτων από τη Σύµβαση.- Με βάση το άρθρο 2 (3) σε συνδυασµό µε το άρθρο 13 της Σύµβασης, οι δανειστές, ένας, περισσότεροι ή και όλοι, αλλά πάντοτε µε τη συναίνεση όλων των δανειστών µπορούν να µεταβιβάσουν µε οποιοδήποτε τρόπο σε τρίτο οποιοδήποτε από τα δικαιώµατα ή τις υποχρεώσεις που έχουν από τη Σύµβαση ∆ανεισµού, ενώ η Ελλάδα, ως οφειλέτης, δεν µπορεί ούτε να αρνηθεί µια τέτοια µεταβίβαση, ούτε να µεταβιβάσει µέρος ή το όλο των δικαιωµάτων και υποχρεώσεών της από τη Σύµβαση προς τρίτο. Με αυτό τον τρόπο, παρέχεται στους δανειστές το δικαίωµα να δηµιουργήσουν, µε βάση τη Σύµβαση ∆ανεισµού, πολιτικό και οικονοµικό µπλοκ σχέσεων µε τους δανειστές και µε τρίτες χώρες δεσµευτικό για την Ελλάδα, χωρίς τη βούλησή της. ∆εδοµένου δε ότι ανάλογος όρος δεν ισχύει για το ∆ανειολήπτη, αποτελεί σοβαρή παράβαση της αρχής της συµβατικής ισότητας.
όρου, κρινόµενος µε βάση το γεγονός ότι τίθεται από κράτη µέλη της ΕΕ σε κράτος µέλος της ΕΕ, αποτελεί όρο ασύµβατο µε τις αρχές της ευρωπαϊκής νοµιµότητας και τον ευρωπαϊκό πολιτισµό.
στος µε τους σκοπούς των Ηνωµένων Εθνών». Το άρθρο 52 της Σύµβασης της Βιέννης ορίζει: «Μία συνθήκη είναι άκυρη εάν η συνοµολόγησή της προξενήθηκε µε την απειλή ή τη χρήση βίας, µε την παραβίαση των αρχών του ∆ιεθνούς ∆ικαίου και του Χάρτη των Ηνωµένων Εθνών». Το άρθρο 53 της ίδιας Σύµβασης ορίζει: «Μία συνθήκη είναι άκυρη εάν στο χρόνο της συνοµολόγησής της συγκρούεται µε έναν αναγκαστικό κανόνα του Γενικού ∆ιεθνούς ∆ικαίου». Για την ερµηνεία των εν λόγω διατάξεων και ιδίως για το ζήτηµα της απειλής οικονοµικής και πολιτικής βίας, βλ. ανάπτυξη Χρήστου Ροζάκη, ό.π., § 96 και § 97, από όπου και τα παρατιθέµενα κείµενα.
27
γ. Ο όρος της γνωµοδότησης των Νοµικών Συµβούλων του Κράτους για τη νοµιµότητα της Σύµβασης.- Με το άρθρο 3 (4) (α) της Σύµβασης επιβάλλεται η µειωτική για κάθε κυβερνητικό όργανο που εκπροσωπεί κράτος κατάθεση «νοµικής γνωµοδότησης που ικανοποιεί τους ∆ανειστές και παρέχεται από τον Νοµικό Σύµβουλο του Κράτους του Υπουργείου ∆ικαιοσύνης, ∆ιαφάνειας και Ανθρωπίνων ∆ικαιωµάτων και από τον Νοµικό Σύµβουλο του Υπουργείου Οικονοµικών, µε βάση το υπόδειγµα που προβλέπεται στο Παράρτηµα 4». Σύµφωνα δε µε το άρθρο 3 (5) (α) της Σύµβασης, η κυβέρνηση είναι υποχρεωµένη, µετά από κάθε αίτηση χρηµατοδότησης για τις επόµενες δόσεις δανείου, να βεβαιώνει «ότι δεν έχει συµβεί κανένα γεγονός τέτοιο που να καθιστά εσφαλµένη οποιαδήποτε δήλωση που περιέχεται στη νοµική γνωµοδότηση». Πρέπει, δηλαδή, να βεβαιώνεται, πριν από την εκταµίευση κάθε νέας δόσης του δανείου, η ισχύς της νοµικής γνωµοδότησης. Τέλος, σύµφωνα µε το άρθρο 4 (1) (β) της Σύµβασης, «ο ∆ανειολήπτης αναγνωρίζει και εγγυάται στους ∆ανειστές κατά την ηµεροµηνία έναρξης της ισχύος της Σύµβασης, καθώς και για Κάθε Ηµεροµηνία Πληρωµής Τόκων ότι»: «Η νοµική γνωµοδότηση (...) που παρέχεται σύµφωνα µε το Άρθρο 3 (4) (α) είναι ακριβής και ορθή» (sic). Σύµφωνα µε το επισυναπτόµενο στο Παράρτηµα 4 της Σύµβασης Υπόδειγµα Νοµικής Γνωµοδότησης, οι παραπάνω Νοµικοί Σύµβουλοι του Κράτους βεβαιώνουν ότι όλα τα στοιχεία, τυπικά (γνησιότητα υπογραφών, αρµοδιότητα οργάνων του κράτους που υπογράφουν και δεσµεύονται, εγκυρότητα, δεσµευτική ισχύς και εκτελεστότητα της Σύµβασης και του Μνηµονίου) και ουσιαστικά, καθώς και όλοι οι όροι που περιέχουν οι Συµφωνίες ∆ανεισµού είναι σύµφωνα µε το ελληνικό δίκαιο, ισχυρά και έγκυρα, έχουν δε την έννοια που έχει καθοριστεί στη Σύµβαση και στο Μνηµόνιο Συνεννόησης. Αναφέροµε ενδεικτικά ορισµένες διαβεβαιώσεις της Γνωµοδότησης, οι οποίες επαναλαµβάνονται από την Κυβέρνηση πριν από κάθε δόση δανείου: (α) «Η εκ µέρους του ∆ανειολήπτη
28
εφαρµογή, αποδοχή και καλή εκτέλεση της Σύµβασης και του Μνηµονίου Συνεννόησης: (i) (...) και (ii) δεν έχουν και δεν πρόκειται να παραβιάσουν οποιοδήποτε εφαρµοστέο δίκαιο ή απόφαση αρµόδιας αρχής ή οποιαδήποτε δεσµευτική συµφωνία ή συνθήκη· (β) «Η Σύµβαση και το Μνηµόνιο Συνεννόησης είναι στην κατάλληλη νοµική µορφή, σύµφωνα µε την Ελληνική νοµοθεσία, για την εφαρµογή κατά του ∆ανειολήπτη και του Αντιπροσώπου του ∆ανειολήπτη. Η εφαρµογή της Σύµβασης δεν είναι αντίθετη µε κανόνες δηµόσιας τάξης του ελληνικού δικαίου, µε τη δηµόσια τάξη στην Ελληνική ∆ηµοκρατία, µε τις διεθνείς συνθήκες ή τις γενικώς παραδεδεγµένες αρχές του διεθνούς δικαίου που δεσµεύουν το ∆ανειολήπτη»· (γ) «Προκειµένου να διασφαλισθεί η νοµιµότητα, η εγκυρότητα ή εκτελεστότητα της Σύµβασης και του Μνηµονίου Συνεννόησης, δεν είναι απαραίτητο αυτά να κατατεθούν, καταχωρηθούν ή εγγραφούν σε οποιαδήποτε δικαστική ή άλλη αρχή στην Ελληνική ∆ηµοκρατία»· (δ) «Ούτε ο ∆ανειολήπτης ούτε τα περιουσιακά του στοιχεία έχουν ασυλία λόγω εθνικής κυριαρχίας ή διαφορετικά λόγω της δικαιοδοσίας, κατάσχεσης –συντηρητικής ή αναγκαστικής– αναγκαστικής εκτέλεσης σε σχέση µε οποιαδήποτε ενέργεια ή διαδικασία σχετικά µε τη Σύµβαση». Η Νοµική Γνωµοδότηση, η οποία, όπως επισηµάνθηκε, αποτελεί αναπόσπαστο µέρος της Σύµβασης και δεσµεύει την Ελλάδα, αποτελεί ένα εφεύρηµα και µέσο επιβολής των ∆ανειστών µη θεµιτό, οπωσδήποτε δε άκρως κυνικό, για τους ακόλουθους λόγους: (α) Αποτελεί λογικά αλλοπρόσαλλο σχήµα συµφωνίας: Οι ∆ανειστές δεν εµπιστεύονται την υπογραφή της πολιτικής (κυβερνητικής) εκπροσώπησης του ∆ανειολήπτη κατά το εθνικό και το διεθνές δίκαιο και απαιτούν νοµική γνωµοδότηση του υφιστάµενου της κυβέρνησης διοικητικού οργάνου για το ότι η Σύµβαση είναι σύµφωνη µε το ελληνικό δίκαιο Ý Αλλά ούτε η υπογεγραµµένη Νοµική Γνωµοδότηση είναι αξιόπιστη για τους ∆ανειστές, γι’ αυτό θέτουν τον όρο να βεβαιώσει (!) η Κυβέρνηση την ακρίβεια
29
και την ορθότητά της Ý Ούτε ο όρος της παροχής Γνωµοδότησης αρκεί, αλλά οι ∆ανειστές διατυπώνουν υπόδειγµα της Νοµικής Γνωµοδότησης και την επισυνάπτουν στη Σύµβαση ως Παράρτηµα 4 Ý Ακολούθως, η Κυβέρνηση του Ελληνικού Κράτους (του ∆ανειολήπτη) δίνει εντολή στο υφιστάµενό της γνωµοδοτικό όργανο να συντάξει, κατά το υπόδειγµα, την απαιτούµενη Νοµική Γνωµοδότηση ότι η σύµβαση, την οποία αποφάσισε να υπογράψει για το συµφέρον της χώρας, είναι σύµφωνη µε το ελληνικό δίκαιο Ý Η Νοµική Γνωµοδότηση συντάσσεται και υπογράφεται και η Κυβέρνηση βεβαιώνει την ακρίβεια και την ορθότητά της. Εδώ κλείνει ο φαύλος δικολαβικός κύκλος. Σε απλό σχήµα: Ο σύµβουλος της κυβέρνησης βεβαιώνει το έγκυρο κατά το δίκαιο των συµφωνιών της και η κυβέρνηση βεβαιώνει την ορθότητα της βεβαίωσης του συµβούλου της. Μόνο ως παραλογισµός, το σχήµα αυτό συµφωνίας είναι αντίθετο προς την αρχή του κράτους δικαίου. Αλλά εκτός από αυτό, ο φαύλος αυτός κύκλος γνωµοδότησης και βεβαίωσης της ορθότητάς της, είναι και αλυσιτελής και, συνεπώς, εκτός των ορίων της αρχής της αναλογικότητας και της λογικής του δικαίου, αφού το κράτος, σύµφωνα µε τα δίκαια των σύγχρονων έννοµων τάξεων, ευθύνεται για τη νοµιµότητα των πράξεων και παραλείψεων των οργάνων του –και των γνωµοδοτούντων. Προς τι, εποµένως, ο φαύλος κύκλος αλληλοβεβαιώσεων και αλληλοπιστοποιήσεων µεταξύ Κυβέρνησης και υφιστάµενών της Συµβούλων; (β) Ο όρος των ∆ανειστών που εξανάγκασε τον οφειλέτη-κράτος να επιβάλει σε όργανό του, στους δύο Νοµικούς Συµβούλους του, να βεβαιώσουν, µε βάση τις αρχές της νοµικής επιστήµης και µε τη δεσµευτικότητα διεθνούς σύµβασης, την εγκυρότητα και τη νοµιµότητα των Συµφωνιών ∆ανεισµού, την οποία υπογράφουν και εγγυώνται οι βάσει του Συντάγµατος πολιτικοί εκπρόσωποι του κυρίαρχου κράτους, αποτελεί προσβολή και του Συντάγµατος και της κυριαρχίας του κράτους.
30
(γ) Η υποχρέωση να συνταχθεί η Νοµική Γνωµοδότηση, να ενταχθεί στη Σύµβαση και να αποτελέσει αναπόσπαστο µέρος και συνάµα όρο για τη σύναψή της, ανεξάρτητα από την ευθύνη των δύο Νοµικών Συµβούλων του Κράτους και του ∆ανειολήπτη, είναι αθέµιτη, γιατί, πλην της προσβολής που ενέχει σύµφωνα µε την προηγούµενη σκέψη, αποτελεί, ως όρος σύναψης της σύµβασης, αθέµιτη πίεση και έµµεσο εξαναγκασµό της επιστηµονικής συνείδησης και της συνείδησης καθήκοντος του δηµόσιου λειτουργού και υφισταµένου του ∆ανειολήπτη. Γενικά δε, ορισµένη εκ των προτέρων επιστηµονική ερµηνεία µιας σύµβασης από τρίτο δεν µπορεί, µε βάση τη λογική του δικαίου και την ελευθερία της επιστήµης, να ορίζεται ως όρος της σύµβασης. Ένας τέτοιος όρος, εκτός από το ότι παραβιάζει την ελευθερία της επιστήµης, καθιστά αδύνατη την περαιτέρω ερµηνεία της σύµβασης. (δ) Η Νοµική Γνωµοδότηση, ανεξάρτητα από την ευθύνη των γνωµοδοτούντων και του ∆ανειολήπτη, είναι αθέµιτη, γιατί ως προϊόν πίεσης και εξαναγκασµού, είναι σε πολλά βασικά της σηµεία, όπως φαίνεται στα παραπάνω ως παράδειγµα αναφερόµενα και εκτενώς στα επόµενα, νοµικά αβάσιµη, κατάφωρα αντίθετη προς θεµελιώδεις αρχές του δικαίου και ανακριβής ως προς τη βεβαίωση ότι η Σύµβαση και το Μνηµόνιο Συνεννόησης έχουν κυρωθεί νόµιµα –εάν πράγµατι έχει έτσι συµπληρωθεί το σχετικό σηµείο του υποδείγµατος της Νοµικής Γνωµοδότησης. (ε) Το υπόδειγµα της Νοµικής Γνωµοδότησης που επέβαλλαν στην Ελλάδα οι ∆ανειστές είναι, από τη σκοπιά του διεθνούς δικαίου και των κανόνων δεοντολογίας των διεθνών σχέσεων, κυρίως δε από τη σκοπιά των αρχών και κανόνων που διέπουν τις σχέσεις των κρατών µελών της ΕΕ, αθέµιτο, γιατί δεν είναι συντεταγµένο µε βάση τους κανόνες του διεθνούς δικαίου και της διεθνούς νοµιµότητας, αφού απαιτεί να επιβεβαιωθεί η νοµιµότητα πολλών ασύµβατων µε το δίκαιο διατάξεων και όρων των Συµφωνιών του ∆ανεισµού.
31
δ. Τα δικαιώµατα των ∆ανειστών λόγω ακύρωσης των όρων της Σύµβασης.- Σύµφωνα µε το άρθρο 6 (6) (α)-(β) της Σύµβασης, αν το ∆ικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή συνταγµατικό ή άλλο καθ’ ύλην αρµόδιο δικαστήριο ∆ανειστή κρίνει: ότι η Σύµβαση παραβιάζει το δίκαιο της ΕΕ ή το Σύνταγµα του ∆ανειστή και η παραβίαση αυτή δεν µπορεί να αποκατασταθεί, τότε ακυρώνεται αµέσως και αµετάκλητα η Σύµβαση, στην πρώτη περίπτωση για όλους τους ∆ανειστές και στη δεύτερη για το ∆ανειστή του οποίου το Σύνταγµα παραβιάζει. Η Σύµβαση, όµως, παραµένει αλώβητη για τους ∆ανειστές10. Οι ∆ανειστές δε φρόντισαν µόνο να τεθεί ο διπλός αυτός όρος µόνο υπέρ τους και όχι και υπέρ του ∆ανειολήπτη, παραβιάζοντας έτσι την αρχή της ισότητας, αλλά αντιµετώπισαν –µε πρόσθετη ουσιαστική παραβίαση της εν λόγω θεµελιώδους αρχής– και το ενδεχόµενο να κριθούν οι επιµέρους υποχρεώσεις
10 Οι σχετικές διατάξεις ορίζουν: Άρθρο 6 (6) (α), «Αν το ∆ικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης µε σχετική του απόφαση κρίνει ότι αυτή η Σύµβαση ή η σύναψη των ∆ανείων παραβιάζει το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η παραβίαση αυτή δεν µπορεί να αποκατασταθεί, τότε η ∆ανειακή ∆ιευκόλυνση ως σύνολο (π.χ. οι ∆εσµεύσεις όλων των ∆ανειστών σύµφωνα µε το παρόν) ακυρώνεται αµέσως και αµετάκλητα, αλλά αυτό δεν εγείρει αξίωση για την επίσπευση (πρόωρη εξόφληση) των υφιστάµενων ∆ανείων». Άρθρο 6 (6) (β): «Αν Συνταγµατικό ∆ικαστήριο ∆ανειστή ή άλλο καθ’ ύλην αρµόδιο δικαστήριο για κάθε τέτοιο ∆ανειστή κρίνει µε οριστική απόφαση ότι αυτή η Σύµβαση ή ένα ∆άνειο παραβιάζει το Σύνταγµα του ∆ανειστή και αυτή η παραβίαση δεν µπορεί να αποκατασταθεί, τότε µόνο η δέσµευση κάθε ∆ανειστή ακυρώνεται αµέσως και αµετάκλητα, αλλά αυτό δεν εγείρει αξίωση για την επίσπευση (πρόωρη εξόφληση) των υφιστάµενων ∆ανείων».
32
του από οποιοδήποτε δικαστήριο (προφανώς, εννοούν: του ∆ανειολήπτη) µη δεσµευτικές ή µη εκτελεστές εναντίον του ή παράνοµες. Έτσι, στην περίπτωση αυτή, οι ∆ανειστές, σύµφωνα µε το άρθρο 8 (1) (γ) της Σύµβασης, µπορούν να ακυρώσουν τη Σύµβαση ή/και να απαιτήσουν το ανεξόφλητο κεφάλαιο των ∆ανείων ως αµέσως απαιτητό και πληρωτέο, µαζί µε τους δεδουλευµένους τόκους11. Τέλος, οι ∆ανειστές, µη αρκούµενοι ούτε στην παραπάνω διασφάλιση των συµφερόντων τους από τη Σύµβαση για τις περιπτώσεις ακυρότητας από οποιοδήποτε δικαστήριο, επέβαλαν, επιπλέον, και τον ακόλουθο όρο του άρθρου 11 (1) της Σύµβασης: Σε περίπτωση που µία ή περισσότερες διατάξεις της Σύµβασης ήθελε καταστούν εν όλω ή εν µέρει άκυρες, παράνοµες ή µη εκτελεστές από οποιαδήποτε άποψη και µε βάση οποιουδήποτε δικαίου, η ισχύς, η νοµιµότητα και η εκτελεστότητα των λοιπών δεν επηρεάζεται, οι δε άκυρες, παράνοµες ή µη εκτελεστές ερµηνεύ-
Η σχετική διάταξη-όρος του άρθρου 8 (1) (γ) της Σύµβασης έχει ως εξής: «Οι ∆ανειστές µπορούν µε γραπτή ειδοποίηση (που επιδίδεται από την Επιτροπή ενεργώντας εκ µέρους τους) (και ενεργώντας σύµφωνα µε τους όρους της Συµφωνίας µεταξύ των Πιστωτών) προς τον ∆ανειολήπτη, να ακυρώσουν τη ∆ανειακή ∆ιευκόλυνση και/ή να απαιτήσουν το ανεξόφλητο κεφάλαιο των ∆ανείων ως άµεσα απαιτητό και πληρωτέο, µαζί µε τους δεδουλευµένους τόκους, σε περίπτωση που: (…) (γ) οι υποχρεώσεις του ∆ανειολήπτη στο πλαίσιο της παρούσας Σύµβασης κρίνονται από οποιοδήποτε καθ’ ύλην αρµόδιο δικαστήριο ως µη δεσµευτικές ή εκτελεστές έναντι του ∆ανειολήπτη ή κρίνονται παράνοµες».
11
33
ονται σύµφωνα µε το πνεύµα και το σκοπό της Σύµβασης12. Εδώ, προφανώς, θέλουν οι ∆ανειστές να καλύψουν τα δανειακά τους συµφέροντα από παρέµβαση διεθνούς ή ελληνικής αρχής και ελληνικών δικαστικών αρχών κυρίως ως προς τη δυνατότητα αναγκαστικής εκτέλεσης. Για το προνοµιακό αυτό σύστηµα προστασίας του συµφέροντος των ∆ανειστών σε περίπτωση δικαστικής διαπίστωσης παράνοµων όρων και άλλων παρανοµιών της Σύµβασης, για την οποία υπεύθυνοι είναι κυρίως οι ίδιοι ως το ισχυρότερο µέρος των συµβαλλοµένων, παρατηρούµε τα ακόλουθα: (α) Οι ∆ανειστές, γνωρίζοντας, προφανώς, την, καταφανή άλλωστε, αντίθεση της Σύµβασης προς το διεθνές δίκαιο, προς το δίκαιο της ΕΕ και προς τα εθνικά τους Συντάγµατα, κατέβαλαν κάθε προσπάθεια να διασφαλίσουν τα συµφέροντά τους απέναντι στον οφειλέτη και να αποτρέψουν κάθε δυσµενή γι’ αυτούς συνέπεια, σε όλες τις περιπτώσεις παραβάσεων του δικαίου, ακυροτήτων και αδυναµίας εκτέλεσης των διατάξεων της Σύµβασης. Οι όροι αυτοί που εκφράζουν αυτή την προσπάθεια είναι, ασφαλώς, άκυροι, ως αντίθετοι προς τις αρχές του δικαίου και εκφράζουν
Η διάταξη του άρθρου 11 (1) της Σύµβασης έχει ως εξής: «Σε περίπτωση που µία ή περισσότερες από τις διατάξεις που περιλαµβάνονται στην παρούσα Σύµβαση είναι ή καταστούν εξ ολοκλήρου ή εν µέρει άκυρες, παράνοµες ή µη εκτελεστές από οποιαδήποτε άποψη βάσει οποιουδήποτε εφαρµοστέου νόµου, η ισχύς, η νοµιµότητα και η εκτελεστότητα των υπολοίπων διατάξεων που περιλαµβάνονται στην παρούσα Σύµβαση επ’ ουδενί τρόπω επηρεάζεται ή κλονίζεται για το λόγο αυτό. Οι διατάξεις που είναι εξ ολοκλήρου ή εν µέρει άκυρες, παράνοµες ή µη εκτελεστές ερµηνεύονται και ως εκ τούτου εφαρµόζονται σύµφωνα µε το πνεύµα και το σκοπό της παρούσας Σύµβασης.
12
34
πνεύµα σοφιστικού και δικολαβικού χαρακτήρα. Είναι δε χαρακτηριστική και η παράβαση, µε τους όρους αυτούς, της συµβατικής ισότητας των µερών, δεδοµένου ότι δεν τέθηκαν οι εν λόγω όροι και υπέρ του ∆ανειολήπτη. (β) Η βασική αρχή που ισχύει στις συναλλαγές ως προς τις συνέπειες της ανυπαίτιας ακυρότητας της σύµβασης είναι η επιστροφή του αδικαιολόγητου πλουτισµού. Αυτό επιβάλλεται τόσο από την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, όσο και από την αρχή της ισότητας των µη υπαίτιων ή συνυπαίτιων για την ακυρότητα συµβαλλόµενων µερών. Εντούτοις, µε βάση αυτούς τους όρους, το χρέος του ∆ανειολήπτη παραµένει πλήρες υπέρ των πανίσχυρων ∆ανειστών, οι οποίοι µόνο την πρόωρη εξόφληση δεν µπορούν να ζητήσουν και µόνο στην πρώτη περίπτωση ακυρότητας του άρθρου 6 (6) (α)-(β), ενώ στις άλλες περιπτώσεις ακυροτήτων µπορούν να ζητήσουν και την πρόωρη εξόφληση. Αν ληφθεί υπ’ όψιν ότι η θέση των ∆ανειστών απέναντι στο ∆ανειολήπτη στη συγκεκριµένη περίπτωση ήταν πανίσχυρη, ώστε να επιβάλλουν εκείνοι τους όρους τους, τότε η καταχρηστικότητα και η αντίθεση προς τις αρχές της ισότητας και του κράτους δικαίου είναι προφανείς. (γ) Η αντίθεση των παραπάνω όρων προς την αρχή του κράτους δικαίου, που εγγυάται σήµερα το υπερκείµενο δίκαιο όλων των επιπέδων (συνταγµατικό, ευρωπαϊκό και διεθνές δίκαιο), είναι προφανής, γιατί, µε τους εν λόγω όρους, καταβάλλεται η –άκυρη βεβαίως– προσπάθεια, η Σύµβαση να τεθεί πάνω από το δίκαιο και το δικαστικό έλεγχο της νοµιµότητάς της, αφού οι συνέπειες των ακυροτήτων λόγω αντίθεσης µε το υπερκείµενο δίκαιο ορίζονται ως όροι της Σύµβασης κατ’ απόκλιση των συνεπειών που ορίζει το δίκαιο και της δικαστικής προστασίας του ∆ανειολήπτη. ε. Οι παραβιάσεις του ελληνικού Συντάγµατος.- Οι παραβιάσεις θεµελιωδών αρχών, θεµελιωδών δικαιωµάτων και γενικά εγγυήσεων του υπερκείµενου δικαίου από τις Συµφωνίες ∆ανεισµού
35
που εκθέσαµε πιο πάνω και θα δούµε και στα επόµενα, αποτελούν συγχρόνως και παραβιάσεις του ελληνικού Συντάγµατος, είτε ευθέως, είτε ως εγγυήσεις του διεθνούς και του ευρωπαϊκού δικαίου, που αποτελούν αναπόσπαστο µέρος του εσωτερικού δικαίου. Αυτό έχει τη σοβαρή συνέπεια ότι η Βουλή των Ελλήνων δεν µπορεί να κυρώσει κατά το Σύνταγµα τις εν λόγω Συµφωνίες, λόγω αυτών των αντιθέσεων προς αυτό, δεδοµένου, µάλιστα, ότι δεν έχει και τη δυνατότητα επιλογής των σύµφωνων µε το Σύνταγµα όρων και διατάξεων, γιατί, όπως είναι γνωστό, η κύρωση των διεθνών συνθηκών γίνεται in globo. Ιδιαίτερα επισηµαίνεται, ότι ο όρος παραίτησης από τις ασυλίες της εθνικής κυριαρχίας καθιστά αδύνατη την κύρωση από τη Βουλή, γιατί ούτε το αντιπροσωπευτικό σώµα του Ελληνικού λαού έχει αυτή την εξουσία. 4. Τα µέτρα του Μνηµονίου και η παραβίαση θεµελιωδών δικαιωµάτων και αρχών
α. Η ενιαία βάση εγγυήσεων του υπερκείµενου δικαίου.- Οι Συµφωνίες ∆ανεισµού, µε µια σειρά διατάξεων του Μνηµονίου, που εξειδικεύουν τους όρους της Σύµβασης, επιβάλλουν στο ελληνικό κράτος λήψη συγκεκριµένων µέτρων, τα οποία προσβάλλουν δικαιώµατα προσώπων που εγγυώνται το Σύνταγµα, η Ευρωπαϊκή Σύµβαση για την Προάσπιση των ∆ικαιωµάτων του Ανθρώπου και των Θεµελιωδών Ελευθεριών (ΕΣ∆Α) και ο Χάρτης των Θεµελιωδών ∆ικαιωµάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΧΘ∆). Σύµφωνα µε το άρθρο 6 § 1 της ίδιας ΣυνθΕΕ, ο ΧΘ∆ «έχει το ίδιο νοµικό κύρος µε τις Συνθήκες», ενώ ταυτόχρονα το ίδιο άρθρο 6 § 2 της ΣυνθΕΕ ορίζει ότι «η Ένωση προσχωρεί» στην ΕΣ∆Α. Επιπλέον, το ίδιο άρθρο 6 § 3 της ΣυνθΕΕ ορίζει ότι τα θεµελιώδη δικαιώµατα κατοχυρώνονται από την ΕΕ, «όπως κατοχυρώνονται από την Ευρωπαϊκή Σύµβαση των ∆ικαιωµάτων του Ανθρώπου και όπως απορρέουν από τις κοινές συνταγµατικές
36
παραδόσεις των κρατών-µελών» και ότι «αποτελούν µέρος των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης». Σε σχέση µε τη βάση δικαίου για τις παραβιάσεις θεµελιωδών δικαιωµάτων, πρέπει να ληφθούν υπ’ όψιν, εκτός από τις παραπάνω διατάξεις, και οι διατάξεις του άρθρου 52 του ΧΘ∆, µε τίτλο «Εµβέλεια και ερµηνεία των δικαιωµάτων και των αρχών». Σύµφωνα µε τις διατάξεις αυτές, οι εγγυήσεις της ΕΣ∆Α, οι εγγυήσεις του ΧΘ∆, το προσαρτηµένο στο Χάρτη κείµενο των «Επεξηγήσεων σχετικά µε Χάρτη των Θεµελιωδών ∆ικαιωµάτων» της ΕΕ και η νοµολογία του Ε∆∆Α δεσµεύουν τα ελληνικά δικαστήρια. Είναι σαφές ότι η ΕΕ, µε όλες τις παραπάνω διατάξεις, επιβάλλει σε όλα τα κράτη-µέλη της ενιαία προστασία των θεµελιωδών δικαιωµάτων, όπως αυτή έχει διαµορφωθεί και διαµορφώνεται µε βάση την ΕΣ∆Α, το ΧΘ∆, τη νοµολογία του Ε∆∆Α και την επίσηµη ερµηνεία των «Επεξηγήσεων». Άλλωστε, η ενιαία προστασία των δικαιωµάτων του ανθρώπου, όπως αυτά ορίζονται στην ΕΣ∆Α, επιβαλλόταν ήδη –χαλαρότερα– στα κράτη µέλη του Συµβουλίου της Ευρώπης µε τη νοµολογία του Ε∆∆Α. Η επιβαλλόµενη σήµερα από την ΕΕ ενιαία προστασία των θεµελιωδών δικαιωµάτων και αρχών θεµελιώνεται σε ένα ενιαίο σύστηµα δικαίου και είναι αυστηρή για τα κράτη µέλη της Ένωσης, χωρίς δυνατότητα αποκλίσεων από κράτος σε κράτος, παρά µόνο αποκλίσεων που, βάσει των εθνικών συνταγµάτων, παρέχουν µεγαλύτερη προστασία13.
13 Για τη νοµολογιακή επιδίωξη της ενότητας της ευρωπαϊκής έννοµης τάξης, που αφορά και στην ενιαία βάση εγγυήσεων, βλ. µελέτη µου: Μορφές ερµηνείας ιεραρχικής εναρµόνισης του δικαίου. Οι νέες διαστάσεις της συστηµατικής ερµηνείας του δικαίου, επιθεώρηση Το Σύνταγµα, 1/2006, σελ. 5 επ.
37
β. Οι µη συµβατές προς τις εγγυήσεις των θεµελιωδών δικαιωµάτων διατάξεις του Μνηµονίου.- Η Σύµβαση και το Μνηµόνιο, ενώ υπογράφονται από τα κράτη µέλη της Ευρωζώνης, που αποτελεί το σκληρό πυρήνα της ΕΕ και της ευρωπαϊκής έννοµης τάξης, περιέχουν διατάξεις και όρους που δε συµβιβάζονται µε ένα ευρύ φάσµα θεµελιωδών δικαιωµάτων τα οποία εγγυώνται η ΕΕ και τα Συντάγµατα των κρατών µελών της, καθώς και το Συµβούλιο της Ευρώπης, που καλύπτει τον ευρύτερο χώρο της ευρωπαϊκής νοµιµότητας. Οι διατάξεις και οι όροι που έρχονται σε ευθεία αντίθεση µε παραπάνω αναφερόµενες εγγυήσεις του Συµβουλίου της Ευρώπης και της ΕΕ είναι διατάξεις όρων του Μνηµονίου οι οποίες εξειδικεύουν τις συµβατικές υποχρεώσεις που επιβάλλει στην Ελλάδα η Σύµβαση. Πρόκειται κυρίως για διατάξεις που προσδιορίζουν αναγκαστικές περικοπές και µειώσεις µισθών, επιδοµάτων, συντάξεων, επιδοµάτων ανεργίας και «πάγωµα» µισθών και συντάξεων µε νοµοθετηµένες προβλέψεις αυξήσεων, όπως, για παράδειγµα, οι σχετικές µε τέτοιες µειώσεις διατάξεις του ΜΟΧΠ, στους Πίνακες 1 και 3, και του ΣΠΟΠ, στα άρθρα 1 (i), 2 (i) και (ii), 6 (i) κ.ά. Τίθεται το ζήτηµα, αν οι διατάξεις του Μνηµονίου που συγκεκριµενοποιούν µέτρα ασύµβατα µε τις εγγυήσεις των θεµελιωδών δικαιωµάτων προσβάλλουν πράγµατι υφιστάµενα δικαιώµατα προσώπων, δεδοµένου ότι για την πραγµατοποίηση της προσβολής απαιτείται: πρώτον, κυρωτικός και εκτελεστικός νόµος του ελληνικού κράτους και, δεύτερον, διοικητική πράξη προσβολής. Σύµφωνα µε την απόφαση του Ε∆∆Α Holy Monasteries v. Greece της 9.12.199414, η ισχύς και µόνο νόµου που προβλέπει αντίθετες
14
38
Βλ. σκέψεις 64 και 65 σε σχέση µε τις §§ 39-43 του ιστορικού της ίδιας απόφασης σχετικά µε την εφαρµογή των ν. 1770/1987 και 1811/1988: 64. The Government relied on the fact that none of the applicant monasteries had to
προς τις εγγυήσεις του υπερκείµενου δικαίου πράξεις αποτελεί, αυτή καθ’ εαυτήν, προσβολή των συγκεκριµένων δικαιωµάτων. Συνεπώς, ανεξάρτητα από τη νοµοθετική βάση και τις εκτελεστές πράξεις της ελληνικής πολιτείας, η ισχύς και µόνη του Μνηµονίου ως διεθνούς συνθήκης θέτει σε αµφιβολία ισχύος τα συγκεκριµένα δικαιώµατα και συνιστά, έτσι, προσβολή τους. Είναι αυτονόητο ότι τα µέτρα που επιβάλλει το Μνηµόνιο µπορεί να ενέχουν, εκτός από τις προβλεπόµενες περικοπές και µειώσεις αποδοχών, προσβολή και άλλων δικαιωµάτων οικονοµικού περιεχοµένου, για την οποία απαιτείται ειδική µελέτη. Πρέπει, επίσης, να επισηµανθεί ότι τα επιβαλλόµενα µέτρα από το Μνηµόνιο για την εξυπηρέτηση του δανεισµού παρέχουν ευρύτατη βάση για προσβολή, πέρα από τα δικαιώµατα που ήδη έχουν προσβληθεί και τίθενται στο επίκεντρο αυτών των σκέψεων, πολλών άλλων εγγυηµένων από το δίκαιο της ΕΕ και το Σύνταγµα δικαιωµάτων. Οι σκέψεις που κατατίθενται εδώ µπορεί να αποτελέσουν αφετηρία για κάθε άλλη προσβολή δικαιωµάτων µε βάση
date transferred the property in issue to the State and no administrative eviction order had been served on any of the monasteries, as the decree which was to lay down the detailed arrangements for implementing sections 3 and 4 (section 4(9) of the Law) had still not been issued....65.... The fact that no administrative eviction order has yet been issued is no guarantee that none will be issued in the future, particularly in view of the circulars of 5 January and 20 February 1989 (see paragraph 39 above), which are still in force, and of the administrative authorities’ attitude (see paragraph 43 above) after the agreement was concluded.
39
τα µέτρα του Μνηµονίου. Επισηµαίνεται, τέλος, ότι τα δικαιώµατα οικονοµικού περιεχοµένου που κυρίως µας απασχολούν εδώ ανήκουν στον κύκλο των κοινωνικών δικαιωµάτων µε την ευρύτερη έννοια του όρου, που περιλαµβάνει δικαιώµατα αποδοχών εργαζοµένων στο δηµόσιο και τον ιδιωτικό τοµέα µε σχέση εξαρτηµένης εργασίας και των αντίστοιχων ασφαλισµένων στο σύστηµα δηµόσιας κοινωνικής ασφάλισης. Τα δικαιώµατα αυτά προστατεύονται από το υπερκείµενο του κοινού νοµοθέτη δίκαιο µε πολύπλευρο σύστηµα εγγυήσεων, το οποίο σκιαγραφούµε αµέσως πιο κάτω. (α) Προστασία των εγγυήσεων της ιδιοκτησίας.- Η εγγύηση της ιδιοκτησίας αποτελεί, όπως είναι γνωστό, το θεσµικό θεµέλιο του οικονοµικού συστήµατος του αστικού κράτους. Με την κοινωνική ευαισθησία των δηµοκρατικών έννοµων τάξεων της Ευρώπης, αλλά και µε την πίεση της εξέλιξης της αρχής του κοινωνικού κράτους, η εγγύηση αυτή, από πολλές δεκαετίες, διευρύνθηκε, περιλαµβάνοντας και τα οικονοµικού περιεχοµένου εργασιακά και κοινωνικά δικαιώµατα των εργαζοµένων. Με αυτή την κοινωνική διεύρυνση, η εγγύηση της ιδιοκτησίας περιέλαβε µια σειρά περιουσιακών δικαιωµάτων του προσώπου µεταξύ των οποίων είναι, όπως ήδη αναφέραµε, τα δικαιώµατα µισθών, συντάξεων, επιδοµάτων και κάθε άλλης µορφής αποδοχών εργαζοµένων ή δικαιούχων κοινωνικής ασφάλισης ή περιοδικών, κατά δόσεις ή εφάπαξ, παροχών προς αυτούς, εφόσον είναι προσδιορισµένα µε νόµο ή προσδιορίσιµα βάσει νόµου ή συνιστούν αντικειµενικώς νόµιµη προσδοκία που θα µπορούσε να θεµελιωθεί στο ισχύον µέχρι την προσβολή δίκαιο. Με άλλες λέξεις: πρόκειται για οικονοµικού περιεχοµένου δικαιώµατα που µπορεί να διεκδικηθούν από τους δικαιούχους βάσει του ισχύοντος δικαίου· θεµελιώνονται στο ισχύον δίκαιο και ως εκ τούτου είναι ή λογίζονται κεκτηµένα, και αν ακόµη η αξία τους δεν έχει προσδιοριστεί και εισπραχθεί από τους δικαιούχους. Τα εν λόγω δικαιώµατα, κατά πάγια νοµολογία του Ευρωπαϊκού ∆ικαστηρίου των ∆ικαιωµάτων του Ανθρώπου
40
(Ε∆∆Α)15, που ακολούθησε εξαρχής τα κρατούντα στις συνταγµατικές τάξεις των ευρωπαϊκών κρατών, υπάγονται στην έννοια της ιδιοκτησίας ή περιουσίας που εγγυώνται: το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣ∆Α (ΠΠΠ/ΕΣ∆Α). Τα δικαιώµατα αυτά εγγυώνται επιπροσθέτως σήµερα: το άρθρο 17 του ΧΘ∆ σε συνδ. µε την «Επεξήγηση σχετικά µε το άρθρο 17 - ∆ικαίωµα ιδιοκτησίας» του προσαρτηµένου σ’ αυτόν κειµένου των «Επεξηγήσεων σχετικά µε Χάρτη των Θεµελιωδών ∆ικαιωµάτων» της ΕΕ, καθώς και το άρθρο 17 §§ 1 και 2 του ελληνικού Συντάγµατος, το οποίο πρέπει να ερµηνεύεται πια µε βάση τη νοµολογία του Ε∆∆Α. Η εγγύηση αυτή δεν είναι µόνο εγγύηση δικαιώµατος του ανθρώπου αλλά αποτελεί και «θεµελιώδη αρχή που είναι κοινή σε όλα τα εθνικά συντάγµατα» και «έχει κατοχυρωθεί από τη νοµολογία του ∆ικαστηρίου...»16. Η εν λόγω επίσηµη «Επεξήγηση» για την πάγια κατοχύρωση της θεµελιώδους αρχής προστασίας
Η νοµολογία του Ε∆∆Α είναι πολύ µεγάλη και έχει αντιµετωπίσει την προστασία ευρύτατου κύκλου κατηγοριών περιουσιακών ή ιδιοκτησιακών δικαιωµάτων που υπάγονται στην εγγύηση του άρθρου 1 του ΠΠΠ/ΕΣ∆Α. Έτσι, µπορεί κανείς να βρει τη νοµολογιακή αντιµετώπιση της ειδικής περίπτωσης ή µορφής ιδιοκτησιακού αγαθού που τον ενδιαφέρει. Αναφέροµε εδώ τις παλαιότερες αποφάσεις του ∆ικαστηρίου, πάνω στις οποίες οικοδοµήθηκε η µετέπειτα νοµολογία του: Marckx Case-1978, Case of Sporrong and Lönnroth-1981, Case James and Others-1986 και Case of Lithgow-1986. Από την πρόσφατη νοµολογία, βλ. Case of Azinas v. Cyprus , 1202· Case of Kondrashina v. Russiam 2007· Υπόθ. Ρεβελιώτης κατά Ελλάδας, 2008· Υπόθ. Αποστολολάκη κατά Ελλάδας, 2009. 16 Έτσι στην «Επεξήγηση σχετικά µε το άρθρο 17 - ∆ικαίωµα ιδιοκτησίας» στο κείµενο «Επεξηγήσεων σχετικά µε το Χάρτη Θεµελιωδών ∆ικαιωµάτων».
15
41
της περιουσίας παραπέµπει: «κατά κύριο λόγο στην απόφαση Hauer» του Ε∆∆Α (13 ∆εκεµβρίου 1979, Συλλ. 1979, σ. 3527), προσθέτοντας επιπλέον ότι και µετά τον εκσυγχρονισµό, µε το άρθρο 17 του ΧΘ∆, της παλαιάς διατύπωσης του άρθρου 1 του ΠΠΠ/ΕΣ∆Α: «σύµφωνα µε το άρθρο 52, παράγραφος 3, το δικαίωµα αυτό έχει την ίδια έννοια και την ίδια εµβέλεια µε το δικαίωµα που κατοχυρώνεται στην ΕΣ∆Α και δεν επιτρέπεται η υπέρβαση των περιορισµών που προβλέπονται σε αυτήν». Πρέπει ιδιαίτερα να υπογραµµιστεί, σε σχέση µε τις παραβιάσεις των περιουσιακών δικαιωµάτων των εργαζοµένων, των συνταξιούχων κ. ά., στις οποίες αφορούν οι προκείµενες σκέψεις, ότι οι εγγυήσεις και η ερµηνεία των εν λόγω δικαιωµάτων που περιέχουν το άρθρο 1 του ΠΠΠ/ΕΣ∆Α, το άρθρο 17 του ΧΘ∆ και η ερµηνεία τους από την νοµολογία του Ε∆∆Α και της «Επεξήγησης σχετικά µε το άρθρο 17 - ∆ικαίωµα ιδιοκτησίας» του προσαρτηµένου στο κειµένου των «Επεξηγήσεων σχετικά µε Χάρτη των Θεµελιωδών ∆ικαιωµάτων» της ΕΕ, είναι, όπως αναφέραµε για το σύνολο των προστατευόµενων θεµελιωδών δικαιωµάτων και αρχών, δεσµευτικά για τα ελληνικά δικαστήρια17. Τα σηµαντικότερα περιουσιακά δικαιώµατα ή δικαιώµατα οικονοµικού περιεχοµένου προσώπων, τα οποία καλύπτονται µε τις παραπάνω αναφερόµενες εγγυήσεις και παραβιάζονται µε όρους ή βάσει διατάξεων των Συµφωνιών ∆ανεισµού, είναι, ενδεικτικά: τα δικαιώµατα αποδοχών των εργαζοµένων στο δηµόσιο µε
17 Η απόφαση 40/1998 της Ολοµέλειας του Αρείου Πάγου έχει ήδη δεχθεί πλήρως τη νοµολογία του Ε∆∆Α ως προς την προστασία των οικονοµικού περιεχοµένου δικαιωµάτων του άρθρου 1 του ΠΠΠ/ΕΣ∆Α. Βλ. Σχολιασµό της εν λόγω απόφασης Γ. Κασιµάτη, ΝοΒ 47(1999), σελ. 4 επ. και στις Μελέτες ΙΙΙ, Αθήνα-Κοµοτηνή 2000 του ιδίου, σελ. 175 επ.
42
σχέση δηµοσίου ή ιδιωτικού δικαίου ή στον ιδιωτικό τοµέα, εφόσον αυτά θεµελιώνονται και προσδιορίζονται κατά είδος και ποσό σε νόµο ή σε κανονιστική διοικητική πράξη βάσει νοµοθετικής εξουσιοδοτήσεως ή σε συλλογικές συµβάσεις εργασίας ή σε συµβάσεις ιδιωτικού δικαίου (µισθοί, κάθε είδους επιδόµατα, «δώρα» Χριστουγέννων και Πάσχα –«13ος και 14ος µισθός»– προκαθορισµένες ή προσυµφωνηµένες αυξήσεις κλπ.), καθώς και οι κάθε είδους, µηνιαίες, ετήσιες ή εφάπαξ, ασφαλιστικές παροχές (συντάξεις, επιδόµατα, «13η και 14η σύνταξη», εφάπαξ παροχές κύριας και επικουρικής ασφάλισης κλπ.). Σ’ αυτά ανήκουν και τα δικαιώµατα που δεν είναι προσδιορισµένα, αλλά µπορούν, βάσει των εν λόγω διατάξεων, να προσδιοριστούν κατά ποσό, όπως είναι: νοµοθετηµένες ή συµφωνηµένες διµερώς ή µε συλλογικές συµβάσεις εργασίας αυξήσεις αποδοχών, που θα υπολογιστούν βάσει συγκεκριµένων µελλοντικών στοιχείων, δικαιώµατα αποζηµίωσης λόγω απόλυσης ή ατυχήµατος κ.ά. Όλα τα παραπάνω αναφερόµενα οικονοµικού περιεχοµένου δικαιώµατα θεµελιώνονται αυτοτελώς, το κάθε ένα χωριστά, στο νόµο, ενέχουν και κατ’ ουσίαν αυτοτελείς απαιτήσεις, στηριζόµενες σε ειδικό νοµοθετικό λόγο (ratio legis) το κάθε ένα χωριστά και, συνεπώς, αποτελούν νοµικώς αυτοτελή ιδιοκτησιακά δικαιώµατα. Παγίως δε ισχύει σε όλες τις έννοµες τάξεις της Ευρώπης ότι απολαύουν αυτοτελούς προστασίας και όχι ως τµήµατα της τυχόν ευρύτερης περιουσίας του προσώπου. Γι’ αυτό και η εν όλω ή εν µέρει αφαίρεση αυτοτελούς ιδιοκτησιακού δικαιώµατος µόνο µέσω και µε τους όρους αναγκαστικής απαλλοτρίωσης µπορεί να γίνει. Άρα, η εν όλω ή εν µέρει κατάργηση των εν λόγω δικαιωµάτων αποτελεί εν όλω ή εν µέρει στέρηση αυτοτελών ιδιοκτησιακών ή περιουσιακών δικαιωµάτων. Συνεπώς, η ολική ή η µερική στέρηση των παραπάνω αναφερόµενων περιουσιακών δικαιωµάτων εργαζοµένων και ασφαλισµένων, η οποία δεν έγινε, ούτε µπορούσε να γίνει, λόγω της χρηµατικής τους υπόστασης, µέσω του µόνου νόµιµου τρόπου: της διαδικασίας και των όρων της ανα43
γκαστικής απαλλοτρίωσης, είναι αντίθετη προς τις διατάξεις του άρθρου 1 του ΠΠΠ/ΕΣ∆Α και του άρθρου 17 § 1 ΧΘ∆, που προβλέπουν µεν στέρηση ιδιοκτησίας για δηµόσια ωφέλεια, αλλά πάντοτε «υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο νόµο και έναντι έγκαιρης και δίκαιης αποζηµίωσης για την απώλειά της». Σύµφωνα δε µε το άρθρο 17 § 2 Σ, απαιτείται, πλην της νόµιµης διαδικασίας για αναγκαστική απαλλοτρίωση, και προκαταβολή πλήρους αποζηµίωσης, προϋπόθεση που δεν µπορεί να εφαρµοστεί, όπως σηµειώσαµε, σε στέρηση ιδιοκτησιακού δικαιώµατος σε χρήµα. Συνεπώς, ήδη βάσει αυτού του λόγου, η ολική ή µερική περικοπή, ως αντίθετη προς τις διατάξεις του υπερκείµενου δικαίου, είναι παράνοµη και θεµελιώνει την αστική ευθύνη του κράτους και των αρµόδιων νοµικών προσώπων δηµοσίου δικαίου, µε βάση τα άρθρα 105 και 106 ΕισΝΑΚ. Η αποζηµίωση δε αυτή είναι πλήρης και αντικειµενική, περιλαµβάνοντας κάθε θετική ή αποθετική ζηµία, όχι µόνο βάσει των διατάξεων αυτών του ΕισΝΑΚ, αλλά και βάσει του άρθρου 17 § 2, ως αποζηµίωση οιονεί αναγκαστικής απαλλοτρίωσης. Εάν οι ολικές ή οι µερικές περικοπές των αποδοχών των εργαζοµένων και των ασφαλισµένων ήθελαν θεωρηθεί «κοινωνικοί περιορισµοί» ή «περιορισµοί χάριν του δηµόσιου συµφέροντος», η έννοια και η προστασία της ιδιοκτησίας θα µεταβάλλονταν άρδην. Μέχρι σήµερα, το σύστηµα εγγύησης και προστασίας της ιδιοκτησίας περιλαµβάνει την εγγύηση και προστασία του θεσµού της ιδιοκτησίας (αντικειµενική εγγύηση) και την εγγύηση και προστασία κάθε συγκεκριµένου και αυτοτελούς δικαιώµατος ιδιοκτησίας. Ως συγκεκριµένο και αυτοτελές δικαίωµα ιδιοκτησίας νοείται το δικαίωµα ιδιοκτησίας ενός συγκεκριµένου προσώπου µε αντικείµενο ένα ή περισσότερα διαιρετά ή εξ αδιαιρέτου ιδιοκτησιακά δικαιώµατα. Ως δικαίωµα ιδιοκτησίας στο σύστηµα αυτό προστασίας είναι κάθε δικαίωµα κτήσης, χρήσης, κάρπωσης ή διάθεσης του ιδιοκτησιακού αντικειµένου· ως ιδιοκτησιακό δε αντικείµενο νοείται κάθε οικονοµικής αξίας αγαθό, δικαίωµα, απαίτηση ή έν44
νοµο συµφέρον. Κάθε µερική ή ολική αφαίρεση αυτού του δικαιώµατος από το υποκείµενό του συνιστά για το υποκείµενο αυτό στέρηση ιδιοκτησίας, η οποία, όπως ήδη αναφέραµε, µόνο µέσα από τη διαδικασία και µε τους όρους της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης µπορεί να γίνει νοµίµως. Το δικαίωµα ιδιοκτησίας υπόκειται, βεβαίως, σε νόµιµους περιορισµούς (µε νόµο ή βάσει νόµου) για την εξυπηρέτηση του γενικού συµφέροντος. Οι περιορισµοί, όµως, αυτοί διακρίνονται σαφώς από την έννοια της στέρησης της ιδιοκτησίας, που σηµαίνει αφαίρεση ή αυτούσια περικοπή ή µείωση αυτοτελούς ιδιοκτησιακού αντικειµένου. Τη λέξη αυτή («στέρηση») χρησιµοποιούν το άρθρο 1 του ΠΠΠ/ΕΣ∆Α, το άρθρο 17 § 1 εδ. β του ΧΘ∆ και το άρθρο 17 § 2 εδ. α Σ. Οι περιορισµοί, αντίθετα, αναφέρονται στη χρήση του ιδιοκτησιακού αντικειµένου, γι’ αυτό προσδιορίζονται και στις τρεις αυτές εγγυήσεις της ιδιοκτησίας ως περιορισµοί της χρήσης του αγαθού ή της άσκησης του ιδιοκτησιακού δικαιώµατος18. Η εννοιολογική διαφορά από τη στέρηση είναι σαφέστατη.
18 Το άρθρο 1, εδ. β του ΠΠΠ/ΕΣ∆Α ορίζει (επίσηµη µετάφραση): “Αι προαναφερόµεναι διατάξεις δε θίγουσι το δικαίωµα παντός Κράτους όπως θέση εν ισχύι Νόµους ούς ήθελε κρίνη αναγκαίον προς ρύθµισιν της χρήσεως αγαθών προς το δηµόσιον συµφέρον”. Το άρθρο 17 § 1 εδ. γ του ΧΘ∆ ορίζει: «Χρήση των αγαθών µπορεί να υπόκειται σε περιορισµούς από το νόµο, εφόσον αυτό είναι αναγκαίο προς το γενικό συµφέρον». Βλ. και «Επεξηγήσεις σχετικά µε το Χάρτη των Θεµελιωδών ∆ικαιωµάτων», «Επεξήγηση» στο άρθρο 17: «Η διατύπωση (εννοεί το άρθρο 1 του ΠΠΠ/ΕΣ∆Α), εκσυγχρονίστηκε, αλλά σύµφωνα µε το άρθρο 52, παράγραφος 3 το δικαίωµα αυτό έχει την ίδια έννοια και την ίδια εµβέλεια µε το δικαίωµα που κατοχυρώνεται στην ΕΣ∆Α και δεν επιτρέπεται η υπέρβαση των περιορισµών που προβλέπονται σε αυτήν». Το ελληνικό Σύνταγµα, τέλος, στο άρθρο 17 § 1: Η ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του Κράτους, τα δικαιώµατα όµως που απορρέουν από αυτή δεν µπορούν να ασκούνται σε βάρος του γενικού συµφέροντος (οι τονισµοί σηµασίας των λέξεων είναι του σ.).
45
Τέτοιοι περιορισµοί σε ιδιοκτησιακό δικαίωµα µε χρηµατικό αντικείµενο θα µπορούσε, για παράδειγµα, να είναι: προσωρινή δέσµευση καταθέσεων, µείωση της συναλλαγµατικής αξίας του νοµίσµατος, συναλλαγµατική περιορισµοί, ακόµη και µείωση της ονοµαστικής αξίας του νοµίσµατος κ.ά.19 Αφαίρεση, όµως, ή περικοπή χρηµατικών απαιτήσεων υπέρ του δηµοσίου δε θα µπορούσε να θεωρηθεί περιορισµός. Τίθεται το ζήτηµα, αν η µείωση και η κατάργηση νοµοθετηµένων παροχών προς εργαζοµένους του δηµοσίου και συνταξιούχους, που ήδη επιβάλλεται βάσει των Συµφωνιών ∆ανεισµού, θα µπορούσαν να θεωρηθούν οικονοµικό βάρος (φόρος ή εισφορά), που προβλέπει το άρθρο 1 ΠΠΠ/ΕΣ∆Α εδ. β και το άρθρο 4 § 5 Σ. Η αρνητική απάντηση είναι αυτονόητη, για δύο λόγους: Πρώτον, γιατί το οικονοµικό βάρος που επιβάλλεται για εξυπηρέτηση του δηµόσιου συµφέροντος αποτελεί πολύ µικρό ποσοστό του ιδιοκτησιακού αντικειµένου που υπόκειται στο συγκεκριµένο οικονοµικό βάρος, το οποίο µπορεί να ανέλθει σε µεγάλο ύψος µόνο αναλογικά και σε πολύ µεγάλης οικονοµικής αξίας αντικείµενα (περιουσίας, εισοδηµάτων) –διαφορετικά συνιστά παραβίαση του δικαιώµατος ιδιοκτησίας· δεύτερον, το επιβαλλόµενο οικονοµικό βάρος υπόκειται στους δύο όρους που ορίζει ρητά το άρθρο 4 §
Στην έννοια αυτή των νόµιµων περιορισµών για την εξυπηρέτηση του γενικού ή κοινωνικού συµφέροντος στηρίζεται και η θεωρία και η νοµολογία που αναπτύχθηκαν για την προστασία του πυρήνα της ιδιοκτησίας. Όταν χάριν του γενικού συµφέροντος νόµιµος περιορισµός υπερβεί τα θεµιτά όρια της έννοιάς του ως περιορισµού της άσκησης συγκεκριµένου ιδιοκτησιακού δικαιώµατος, σηµαίνει ότι έθιξε το πυρήνα του, όποτε αποτελεί αντισυνταγµατική επέµβαση στο όλο εν λόγω ιδιοκτησιακό δικαίωµα. Προστασία, όµως, πυρήνα ιδιοκτησίας στη στέρηση ιδιοκτησιακού δικαιώµατος δε νοείται.
19
46
5 Σ, οι οποίοι ισχύουν –και χωρίς να αναφέρονται– σε όλες τις έννοµες τάξεις της Ευρώπης: στον όρο της επιβολής «χωρίς διακρίσεις» (αρχή της ισότητας - απαγόρευση των διακρίσεων) και στον όρο της αναλογικότητας (αρχή της αναλογικότητας). Τα µέτρα περικοπής και µείωσης των αποδοχών και των συντάξεων επιβλήθηκαν, µε καταφανώς δυσµενή διάκριση, µόνο στους εργαζόµενους του δηµοσίου και στους συνταξιούχους, που ανήκουν στις ασθενέστερες εισοδηµατικές κατηγορίες των Ελλήνων· οι κάποιες δε διαφοροποιήσεις των περικοπών είναι αυθαίρετες και δεν ακολουθούν την αρχή της αναλογικότητας της οικονοµικής δύναµης (των εισοδηµάτων) των υπόχρεων, όπως απαιτεί το άρθρο 4 § 5 Σ, δεδοµένου ότι δεν εφαρµόζεται η µέθοδος της εισοδηµατικής κλίµακας, όπως στη φορολογία του εισοδήµατος, ή άλλη ανάλογη µέθοδος. Ούτε οι έκτακτες εισφορές που επιβλήθηκαν σε ορισµένες επιχειρήσεις ή σε µεγάλα ακίνητα ακολούθησαν, λόγω της εφάπαξ επιβολής τους και λόγω ποσού, την αρχή της αναλογικότητας βαρών και οικονοµικής δύναµης κάθε υπόχρεου. Αντίθετα, η επιβολή των περικοπών των αποδοχών και συντάξεων αυτών στηρίζεται, όπως φαίνεται σαφώς, σε κριτήρια εύκολης εκταµίευσης. Η απίθανη σκέψη να καταστήσει κανείς βάση επιβολής οικονοµικών βαρών το σύνολο της περιουσίας, πέραν του ότι θα ήταν παραλογισµός και πολλαπλώς αντίθετη προς το δίκαιο, θα µετάβαλλε, όπως ήδη σηµειώσαµε, ριζικά την έννοια της προστασίας της ιδιοκτησίας και θα άλλαζε πλήρως την εµβέλεια της αρχής της αναλογικότητας, η εφαρµογή της οποίας θα άνοιγε το δρόµο για ανυπολόγιστης έκτασης συνέπειες για τις µεγάλες περιουσιακές µονάδες. Πρέπει δε να υπογραµµιστεί ότι η αρχή της αναλογικότητας των οικονοµικών βαρών κατά το άρθρο 4 § 5 Σ και η γενική αρχή της αναλογικότητας που θεσπίζεται πια ρητά στο άρθρο 25 § 1 εδ. δ για όλους τους περιορισµούς των δικαιωµάτων –φυσικά, και της ιδιοκτησίας– δεν είναι απλώς ζήτηµα πολιτικής, αλλά ζήτηµα εφαρµογής νοµικών αρχών που ελέγχεται από τα δικαστήρια.
47
(β) Η προστασία βάσει των θεµελιωδών αρχών: του κράτους δικαίου, της ασφάλειας του δικαίου και του σεβασµού της δικαιολογηµένης εµπιστοσύνης.- Η παραβίαση των θεµελιωδών αυτών αρχών που επιφέρει η κατάργηση νοµοθετηµένων δικαιωµάτων των εργαζοµένων και των συνταξιούχων είναι τόσο κατάφωρη, ώστε θα αρκούσε η αναφορά της χωρίς ιδιαίτερη θεµελίωση. Όταν ένα κράτος καταργεί, εν όλω ή εν µέρει, την απόλαυση δικαιωµάτων συγκεκριµένων προσώπων ή κατηγοριών προσώπων που θεµελιώνονται –και συνεπώς είναι κεκτηµένα– στο ισχύον δίκαιο που έθεσε σε ισχύ το ίδιο το κράτος, είναι φανερό ότι προσβάλλει και υποσκάπτει τα θεµέλια της αρχής του κράτους δικαίου. ∆ε χρειάζεται, επίσης, θεµελίωση ότι η µερική ή ολική στέρηση της απόλαυσης νοµοθετηµένων δικαιωµάτων για ορισµένα πρόσωπα-υποκείµενα των δικαιωµάτων αποτελεί ανατροπή εκ θεµελίων της βεβαιότητας και της ασφάλειας του δικαίου. Όταν δε τα δικαιώµατα αυτά ανήκουν στην κατηγορία των κοινωνικών δικαιωµάτων, όπως στην προκείµενη περίπτωση, η αρχή του κοινωνικού κράτους, µόνη ή ως αρχή κοινωνικού κράτους δικαίου (άρθρο 25 § 1 εδ. α), χάνει κάθε περιεχόµενο. Όπως δε αναπτύχθηκε, η µερική ή ολική κατάργηση δεν µπορεί να συγχέεται µε τους κοινωνικούς περιορισµούς των δικαιωµάτων, που δεν αποτελούν κατάργηση δικαιώµατος, αλλά περιορισµούς χρήσης. Ούτε, άλλωστε, η επιβολή κοινωνικών περιορισµών ή περιορισµών αλληλεγγύης αρχίζει από τα ασθενέστερα κοινωνικά στρώµατα, όταν, µάλιστα, δεν είναι εφάπαξ αλλά µένει σταθερά σ’ αυτά, όπως στην προκείµενη περίπτωση. Ας παραµείνοµε λίγο στη θεµελιώδη αρχή σεβασµού της δικαιολογηµένης εµπιστοσύνης, η οποία, άλλωστε, ανήκει στη βάση ουσίας της αρχής του κράτους δικαίου. Η αρχή σεβασµού της δικαιολογηµένης εµπιστοσύνης, της οποίας η διάπλαση στην ευρωπαϊκή έννοµη τάξη συµβάλλει ουσιαστικά στις σχέσεις κράτους και κοινωνίας, αποτελεί µια θεµελιώδη αρχή στην οποία το ∆ΕΚ έχει δώσει ιδιαίτερη προσοχή µε
48
τη νοµολογία του ιδίως στον οικονοµικό τοµέα, έχει γίνει δε δεκτή ως συνταγµατική αρχή20 από την ελληνική νοµολογία και ιδιαίτερα από τη νοµολογία του Συµβουλίου της Επικρατείας21. Επισηµαί-
20 Η εν λόγω αρχή αποτελεί ουσιαστικό θεµέλιο της αρχής του κοινωνικού κράτους δικαίου και ανήκει στην κορυφή του ισχύοντος δικαιικού συστήµατος. Γι’ αυτό και ο Roman Herzog, Maunz-Dürig-Herzog, Grundgesetz, Art. 20 VII, αρ. περιθ. 64, επισηµαίνει ότι η αρχή είναι µη αναθεωρήσιµη. 21 Από τη νοµολογία του Συµβουλίου της Επικρατείας, βλ. αποφάσεις: (Ολ.) 5116/1996, σκέψη 12, (Ολ) 675, 676/2010 και γνώµη της µειοψηφίας, (Ολ) 38/1010, 632/2010, σκέψη 10, 722/2010, (Ολ) 3839/2009 µε γνώµη της µειοψηφίας, 3611/2009, 398/2009. Από την πάγια νοµολογία του ∆ΕΚ, ήδη από το 1974, βλ.: 74/1974, Comptoir National Technique Agricole (CNTA), 112/1980, Dürbeck, που ρητώς περιέλαβε την αρχή της δικαιολογηµένης εµπιστοσύνης στις θεµελιώδεις αρχές της Κοινότητας, 224/1982, Meiko, 120/1987, Mulder, απόφ. και von Deetzen της 24.4.1988, REurGRZ, 1988, σελ. 321 επ. και 324 επ. αντίστοιχα. Νεότερες αποφάσεις∆ΕΚ: (τρίτο τµήµα) της 10ης Σεπτεµβρίου 2009, Plantanol GmbH & Co. KG κατά Hauptzollamt Darmstadt, C-201/08, Συλλογή 2009, σ. I-08343· (δεύτερο τµήµα) της 11ης ∆εκεµβρίου 2008, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Freistaat Sachsen, C-334/07 P, Συλλογή 2008, σ. I-9465· (τρίτο τµήµα) της 13ης Μαρτίου 2008, Vereniging Nationaal Overlegorgaan Sociale Werkvoorziening (C383/06) και Gemeente Rotterdam (C-384/06) κατά Minister van Sociale Zaken en Werkgelegenheid και Sociaal Economische Samenwerking WestBrabant (C-385/06) κατά Algemene Directie voor de Arbeidsvoorziening, Συλλογή 2008, σ. I-1561· (δεύτερο τµήµα) της 7ης Σεπτεµβρίου 2006,Βασίλειο της Ισπανίας κατά Συµβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, C310/04, Συλλογή 2006, σ. I-7285· (δεύτερο τµήµα) της 22ας Ιουνίου 2006, Βασίλειο του Βελγίου (C-182/03) και Forum 187 ASBL (C-217/03) κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 2006, σ. I-5479. Από τη βιβλιογραφία βλ.: τον τόµο-αφιέρωµα της επιθεώρησης ∆ικαιώµατα του Ανθρώπου, τόµος έκτος της σειράς, µε τίτλο Κράτος ∆ικαίου και Προστατευόµενη Εµπιστοσύνη, Αθήνα 2003, µε τις µελέτες για το θέµα της αρχής της δικαιολογηµένης εµπιστοσύνης των: Πέτρου Παραρά, Επαµ. Σπηλιοτοπού-
49
νεται δε ότι ο βασικός τοµέας σχέσεων κράτους και προσώπου στον οποίο έχει αναπτυχθεί η αρχή του σεβασµού της δικαιολογηµένης εµπιστοσύνης είναι ο οικονοµικός και ιδιαίτερα ο τοµέας των ιδιοκτησιακών δικαιωµάτων. Τα κεκτηµένα ιδιοκτησιακά δικαιώµατα, ακόµη και οι διαµορφωµένες ιδιοκτησιακές πραγµατικές καταστάσεις, αποτελούν το κατεξοχήν αντικείµενο προστασίας της αρχής22.
λου, Κώστα Χρυσόγονου/Γιώργου Πινακίδη, Απόσττολου Γέροντα, Πάνου Λαζαράτου, Μιχ. Αυγουστιανάκη, Γιώργου Κατρούγκαλου, Ευγενίας Πρεβεδούρου, Σπυρίδωνος Βλαχοπούλου και Ευγενίας Πρεβεδούρου (µε δεύτερη µελέτη στον τόµο), καθώς και σχετική νοµολογία· την εµπεριστατωµένη µελέτη της Eugénie Prévédourou, Le principe de confiance légitime en droit public français, Athènes 1998, στην επιστηµονική σειρά του Ινστιτούτου Συνταγµατικών Ερευνών (πρ. Ινστιτούτου Ελληνικής Συνταγµατικής Ιστορίας και Επιστήµης): ∆ιεύθυνση Γ. Κασιµάτη, Μελέτες 8, σελ. 18 επ., 64 επ. και passim, µε αρκετές συγκριτικές παραθέσεις των κυριότερων ευρωπαϊκών έννοµων τάξεων· το επίσης εµπεριστατωµένο και µε συγκριτικές αναπτύξεις άρθρο του Γιώργου Κατρούγκαλου, Η προστασία της εµπιστοσύνης του πολίτη προς το κράτος, ∆ιοικητική ∆ίκη 5 (1993), σελ. 940 επ., µε ελληνική και ξένη νοµολογία και βιβλιογραφία· Γ. Κασιµάτη, Η απόφαση 40/1998 της Ολοµέλειας του Αρείου Πάγου, ό.π. (σηµ. 4), ΝοΒ 47(1999), σελ. 705 επ., και στον τόµο του ιδίου Μελέτες ΙΙΙ, σελ. 189 επ.· Klaus-Dieter Boschardt, Vertrauensschutz im Europäischen Gemeinschaftsrecht, Europäische Grundrechte-Zeitschrift (EuGRZ), 1988, σελ. 309 επ., µε πλήρη και συνοπτική ανασκόπηση της εξέλιξης της νοµολογίας του ∆ΕΚ· Roman Herzog, ό.π., όπου παρατίθεται νοµολογία του Οµοσπονδιακού Συνταγµατικού ∆ικαστηρίου· Hartmut Maurer, Kontinuitätsgewähr und Vertauensschutz, IsenseeKirchhof, Handbuch des Staatsrechts, Band III, 1988, § 60 σελ. 211 επ., µε πλούσια νοµολογία και βιβλιογραφία· Jürgen Schwarze, Europäisches Verwaltungsrecht, Band II, σελ. 960 επ.· Weber - Dürler, Vertrauensschutz im öffentlichen Recht, 1983, σελ. 59 επ. Stefan Muckel, Kriterien des verfassungsrechtlichen Vertrauensschutzes bei Gesetzesänd - erungen, 1990, σελ. 35 επ. 22 Βλ. Muckel, ό.π., σελ. 40 επ., Weber, όπ., σελ. 61 επ.
50
(γ) Η προστασία των κοινωνικών δικαιωµάτων και της αρχής του κοινωνικού κράτους.- Οι Συµφωνίες ∆ανεισµού, από το σύνολο των ιδιοκτησιακών δικαιωµάτων που υπάγονται στην προστασία των εγγυήσεων της ιδιοκτησίας και της αρχής της δικαιολογηµένης εµπιστοσύνης, επέλεξαν, ως άµεσης απόδοσης µέτρο, την προσβολή των δικαιωµάτων των εργαζοµένων και των συνταξιούχων για την ταµειακή εξυπηρέτηση του δανεισµού. Η επιλογή αυτή ανατρέπει άρδην τη λογική του δικαίου και τη λογική της αρχής του κοινωνικού κράτους δικαίου και καθιστά εµφανέστατη την αντίθεση των σχετικών µέτρων µε το σύστηµα προστασίας των κοινωνικών δικαιωµάτων, που ισχύει τόσο στο επίπεδο του δικαίου της ΕΕ, όσο και στο επίπεδο του ελληνικού Συντάγµα51
Είναι, ασφαλώς, αυτονόητο ότι οι καταφανέστερες περιπτώσεις παραβίασης της αρχής σεβασµού της δικαιολογηµένης εµπιστοσύνης αποτελούν εκείνες που ενέχουν ανατροπή νοµοθετηµένων δικαιωµάτων. Οι περιπτώσεις αυτές αποτελούν και το κατεξοχήν πεδίο εφαρµογής της αρχής στη νοµολογία του Συµβουλίου της Επικρατείας. Στην προκείµενη περίπτωση της περικοπής νοµοθετηµένων παροχών των εργαζοµένων και των ασφαλισµένων, είναι καταφανές ότι καταλύεται πλήρως η αρχή της δικαιολογηµένης εµπιστοσύνης που έχουν τα υποκείµενα δικαίου προς την πρώτη λειτουργία του κράτους, τη νοµοθετική. Αλλά η αρχή της δικαιολογηµένης εµπιστοσύνης –όπως, άλλωστε, και η αρχή προστασίας της ιδιοκτησίας, σύµφωνα µε όσα εκθέσαµε πιο πάνω– δεν καλύπτει µόνο τις περιπτώσεις των ήδη προσδιορισµένων νοµοθετικά εργασιακών και ασφαλιστικών δικαιωµάτων, των δικαιωµάτων που θεµελιώνονται ευθέως στο νόµο, αλλά και εκείνων που το πρόσωπο-υποκείµενο δικαίου, και ιδίως ο εργαζόµενος και ο ασφαλισµένος, στηριζόµενο σε παγιωµένη πολιτειακή πρακτική και συµπεριφορά, δικαιολογηµένα προσδοκά και, βάσει αυτών των προσδοκιών, καθορίζει την προσωπική και οικογενειακή του ζωή.
τος. Πέραν της κοινωνικής ανισότητας που προκαλεί η επιλογή των κατηγοριών των εργαζοµένων στο δηµόσιο και των συνταξιούχων, η κατάργηση πολλών επιδοµάτων προσβάλλει τη µεταξύ των εργαζοµένων και συνταξιούχων ισότητα, δεδοµένου ότι θεσπίζονται επιδόµατα –και είχαν πράγµατι θεσπιστεί– για την αποκατάσταση αυτής ακριβώς της ισότητας. Στην κοινωνική ισότητα των ιδίων αυτών κοινωνικών κατηγοριών απέβλεπαν και τα επιδόµατα Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας, τα οποία ήταν αναγκαία για τη διασφάλιση της οικονοµικής δυνατότητας αντιµετώπισης των αυξηµένων παραδοσιακών αυτών ετήσιων σταθµών ψυχικής ανάπαυλας και οικογενειακής ζωής των λαών µας. Το πόσο αναγκαία ήταν τα εν λόγω επιδόµατα για την κοινωνική ισότητα, την κοινωνική δικαιοσύνη και την αξιοπρέπεια των Ελλήνων εργαζοµένων και συνταξιούχων, ανεξάρτητα από την αντικειµενική αναγκαιότητά τους, καταδεικνύεται, εκτός από την ύφεση της αγοράς ειδών καθηµερινής ανάγκης που προκαλεί, και από τη σύγκριση των αντίστοιχων αποδοχών των εργαζοµένων και συνταξιούχων των άλλων κρατών µελών της ΕΕ. Έτσι, η προσβολή που υφίσταται στη συγκεκριµένη περίπτωση κάθε κοινωνικό δικαίωµα από την επιβολή των µέτρων µείωσης ή πλήρους περικοπής παροχών µπορεί να αντιµετωπισθεί µε τις αντίστοιχες εγγυήσεις των εργασιακών και κοινωνικής ασφάλισης δικαιωµάτων. Όσον αφορά στις εγγυήσεις του δικαίου της ΕΕ, παρά τη χαλαρότητα της προστασίας των κοινωνικών δικαιωµάτων, παρέχουν, ωστόσο, επαρκείς βάσεις για τη θεµελίωση της ασυµβατότητας των µέτρων που θίγουν τα εργασιακά και τα συνταξιοδοτικά δικαιώµατα των Ελλήνων εργαζοµένων. Αναφέροµε εδώ για περαιτέρω µελέτη θεµελίωσης της ασυµβατότητας των µέτρων προς το δίκαιο της ΕΕ, το άρθρο 2 της ΣυνθΕΕ, άρθρο 21 ΣυνθΛΕΕ, άρθρα 1, 24-26 και 27-34 του ΧΘ∆ µε τις αντίστοιχες «Επεξηγήσεις» του προσαρτηµένου στο Χάρτη κειµένου των «Επεξηγήσεων σχετικά µε το Χάρτη των Θεµελιωδών ∆ικαιωµάτων», προς τον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη και προς τον Χάρτη των ∆ικαι52
ωµάτων των Εργαζοµένων. Τα ίδια µέτρα κατά των εργαζοµένων και των συνταξιούχων έρχονται σε αντίθεση προς τις εγγυήσεις της αρχής του κοινωνικού κράτους δικαίου και των κοινωνικών δικαιωµάτων των εργαζοµένων, καθώς και των δικαιωµάτων της κοινωνικής ασφάλισης και πρόνοιας του Συντάγµατος. Οι βάσεις των σχετικών συνταγµατικών εγγυήσεων βρίσκονται, για την εφαρµογή τους στις συγκεκριµένες περιπτώσεις, στα άρθρα 25 § 1 εδ. α, 21 και 22 Σ. 5. Η πρώτη νοµοθετική επιβολή µέτρων του Μνηµονίου - Ο ν. 3845/2010
Ο ν. 3845/2010 αποτελεί την πρώτη νοµοθετική εφαρµογή µέτρων του Μνηµονίου και, ουσιαστικά, τον πρώτο «εκτελεστικό» νόµο των Συµφωνιών ∆ανεισµού. Από την περιγραφή του εν λόγω νόµου που προηγήθηκε, προκύπτει το βασικό ζήτηµα, τι είδους νόµο αποτελεί το εν λόγω νοµοθέτηµα, σύµφωνα µε τις διακρίσεις της νοµοθετικής πράξης και θεωρίας· δηλαδή, τι είδους ρυθµίσεις περιλαµβάνει και µε πια νοµοθετική βάση συντάχθηκαν, ώστε αφενός µεν να διαφανεί µε πληρότητα η τήρηση των συνταγµατικών προϋποθέσεων σύνταξης νόµου και να µπορέσει να διαγνωστεί η συµβατότητα του περιεχοµένου τους µε το υπερκείµενο δίκαιο και αφετέρου να καταστεί δυνατή η ερµηνεία εφαρµογής τους, σε περίπτωση που είναι σύµφωνες µε αυτό. Το πρώτο που προκύπτει είναι ότι αποτελεί ένα ιδιότυπο νοµοθετικό µόρφωµα. Ας το διερευνήσοµε εγγύτερα:
α. «Εκτελεστικός» νόµος διεθνών συµβάσεων πριν από την κύρωσή τους.- Ο εν λόγω νόµος ψηφίστηκε κατά τη διαδικασία ψήφισης των τυπικών νόµων από την Ολοµέλεια της Βουλής. Ως εκ τούτου, εξωτερικά, ως τυπικός νόµος, φαίνεται άψογος. Για τη συνταγµατικότητα των νόµων, ελέγχονται, όµως, και ζητήµατα:
53
έλλειψης ουσιώδους κατά το Σύνταγµα όρου ή προϋπόθεσης άσκησης της νοµοθετικής λειτουργίας, καταστρατήγησης θεµελιωδών κανόνων και αρχών του πολιτεύµατος που αφορούν στην άσκηση της εν λόγω λειτουργίας, παράκαµψης διαδικασιών για τη συγκεκριµένη κατηγορία ρυθµίσεων κ.ά. Εδώ, βεβαίως, τίθεται το ζήτηµα, αν η παράβαση κατά τη νοµοθετική διαδικασία των θεµελιωδών αυτών όρων άσκησης της νοµοθετικής λειτουργίας ή η καταστρατήγησή τους ελέγχεται από τα δικαστήρια, δεδοµένου ότι το Σύνταγµα επιβάλλει τον έλεγχο της ουσιαστικής συνταγµατικότητας (άρθρα 95 § 4 και 100 § 1 περ. ε). Πρέπει να θεωρηθεί αυτονόητο ότι τα δικαστήρια οφείλουν να ελέγχουν, πέρα από την ουσιαστική συνταγµατικότητα των νόµων, και την τήρηση συνταγµατικών όρων και προϋποθέσεων που είναι ουσιώδεις για την υπόσταση του νόµου ως άσκησης της νοµοθετικής λειτουργίας. Αντιστρέφοντας τη διατύπωση του άρθρου 95 § 4, θα µπορούσε κανείς να διατυπώσει τη θέση αυτή ως εξής: τα δικαστήρια οφείλουν να µην εφαρµόζουν «νόµο» για τη θέση σε ισχύ του οποίου δεν τηρήθηκαν ουσιώδεις για την υπόστασή του όροι ή διαδικασίες. Τέτοιες περιπτώσεις αποτελούν: η παράκαµψη κάποιου υποχρεωτικού σταδίου της νοµοθετικής διαδικασίας στη βουλή (για παράδειγµα: µια φάση της συζήτησης, όπως η κατ’ άρθρον συζήτηση), ή έλλειψη υπογραφής από τα αρµόδια όργανα της νοµοθετικής λειτουργίας (π.χ. η υπογραφή του αρµόδιου υπουργού), η µη κύρωση από τον Πρόεδρο της ∆ηµοκρατίας ή η έλλειψη της υπογραφής του, η µη δηµοσίευση στην Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως, η έλλειψη της νοµοθετικής βάσης, όπως είναι η έλλειψη κυρωµένης κατά το Σύνταγµα διεθνούς σύµβασης κατά την άσκηση της νοµοθετικής πρωτοβουλίας και την έναρξη της νοµοθετικής διαδικασίας για εκτελεστικό νόµο της σύµβασης, η έλλειψη γνώσης από το νοµοθετικό σώµα της πραγµατικής νοµοθετικής βάσης για τη συζήτηση και ψήφιση συγκεκριµένου νόµου κ.ά. Είναι φανερό ότι οι ελλείψεις αυτές καθιστούν το νόµο ανυπόστατο, γιατί παρακάµπτεται πραγµατικά ή δε βεβαιώνεται µε τα
54
µέσα που ορίζει το Σύνταγµα (υπογραφή αρµόδιων οργάνων, Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως) η έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας µέσα από τη νοµοθετική διαδικασία που ασκούν τα αρµόδια νοµοθετικά όργανα. Οι παρακάµψεις αυτές βασικών συνταγµατικών όρων και προϋποθέσεων άσκησης της νοµοθετικής λειτουργίας είναι αυτονόητο ότι αφορούν και στο περιεχόµενο του νόµου – πράγµα, άλλωστε, που εκφράζει και η λέξη-όρος «ανυπόστατος». Θα ήταν, συνεπώς, αντίθετο µε τη λογική του δικαίου και µε την αποστολή της δικαστικής λειτουργίας, που ανήκουν στον πυρήνα της αρχής του κράτους δικαίου, να αποκλειστεί ο δικαστικός έλεγχος τόσο θεµελιωδών και ουσιωδών όρων θέσπισης του δικαίου. Ως προς το ν. 3845/2010 συγκεκριµένα, παρατηρούµε ότι συζητήθηκε µεν, ψηφίστηκε και εκδόθηκε ως κοινός τυπικός νόµος, ορίζεται, όµως, µε τον τίτλο του ως νόµος εφαρµογής διεθνούς σύµβασης, αριθµώντας, µάλιστα, τα άρθρα του ολογράφως, όπως στους κυρωτικούς νόµους διεθνών συµβάσεων, και περιλαµβάνοντας προσαρτηµένα σχετικά διεθνή πολιτικά κείµενα των κρατών-µελών της Ευρωζώνης (Παραρτήµατα Ι και ΙΙ) και της Ελλάδας (Παραρτήµατα III και IV) ως παραρτήµατα του νόµου. Τα κείµενα αυτά, σύµφωνα µε την πάγια νοµοθετική πρακτική και την πρακτική των συµβάσεων, αποτελούν πάντοτε αναπόσπαστο µέρος του νόµου. Ειδικότερα, βάσει των κειµένων των Παραρτηµάτων Ι και ΙΙ, συγκροτήθηκε στην ΕΕ ο «Μηχανισµός Στήριξης», τα δε κείµενα των Παραρτηµάτων ΙΙΙ και IV περιείχαν το πρόγραµµα-πρόταση εφαρµογής του “Μηχανισµού Στήριξης”, είναι δε τα κείµενα που περιελήφθησαν, δύο ηµέρες µετά, στο Μνηµόνιο ως ΜΟΧΠ και ΣΠΟΠ. Τίθεται, συνεπώς, το ζήτηµα, τι είδους νοµική σηµασία έχουν τα πολιτικά αυτά κείµενα των τεσσάρων Παραρτηµάτων, δεδοµένου ότι δε συνιστούσαν µέρη διεθνούς σύµβασης, ούτε το περιεχόµενό τους µπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελείται από διατάξεις νόµου, αφού δεν περιέχουν κανόνες δικαίου, αλλά ούτε εισήχθησαν, ούτε συζητήθηκαν και ψηφίστηκαν στη Βουλή ως σχέδια νόµου. Με τα δεδοµένα αυτά, ο ν.
55
3845/2010 δεν µπορεί να είναι κυρωτικός διεθνών συµβάσεων νόµος. Όσον αφορά στα «µέτρα» που ορίζει ειδικά, καθώς και εκείνα για τον καθορισµό και τη θέσπιση των οποίων παρέχει εξουσιοδοτήσεις στον Πρόεδρο της ∆ηµοκρατίας και σε όργανα της διοίκησης, παρατηρούµε ότι αναφέρονται στον τίτλο του εν λόγω νόµου ως «µέτρα για την εφαρµογή του µηχανισµού στήριξης της ελληνικής οικονοµίας από τα κράτη-µέλη της Ζώνης του ευρώ και το ∆ιεθνές Νοµισµατικό Ταµείο». Τέτοια σύµβαση, όµως, όπως επισηµάναµε, δεν είχε συναφθεί ακόµη· η Σύµβαση συνήφθη λίγες µέρες µετά, µε τους πρωτοφανείς όρους που είδαµε. Έτσι, µε βάση την παραπλανητική αυτή µεθόδευση, καταδεικνύεται ότι ο εν λόγω νόµος δεν ήταν προϊόν άσκησης νοµοθετικής, αλλά κυβερνητικής λειτουργίας· ήταν µια εκούσια ή, κατόπιν πίεσης των µελλοντικών, τότε, ∆ανειστών της χώρας µας, κυβερνητική πρόταση µέτρων για σύναψη διεθνούς σύµβασης, που ενεδύθη το σχήµα του νόµου, για να καταστεί η πρόταση αξιόπιστη. Λόγω αυτής, βεβαίως, της µεθόδευσης, το νοµοθετικό µόρφωµα που προέκυψε δεν µπορεί να θεωρηθεί προϊόν κατά το Σύνταγµα άσκησης νοµοθετικής λειτουργίας, δηλαδή νόµος. Με τη µεθόδευση αυτή θέσπισης «νόµου» µε τίτλο εκτελεστικού διεθνούς συµβάσεως νόµου πριν από τη σύναψη των Συµφωνιών ∆ανεισµού, η λαϊκή αντιπροσωπεία παραπλανήθηκε ως προς τη βάση του νοµοθετικού της έργου, όπως παραπλανήθηκε και ο τελικός αποδέκτης των µέτρων, ο ελληνικός λαός. Με βάση τα παραπάνω αναφερόµενα, βλέπει κάνεις ότι ο ν. 3845/2010 δεν ήταν, ούτε µπορούσε να είναι, κυρωτικός διεθνούς σύµβασης νόµος· ήταν, όµως, σύµφωνα µε το περιεχόµενό του κατ’ ουσίαν και σύµφωνα µε τον παραπλανητικό τίτλο του apriori «εκτελεστικός νόµος» «διεθνών συµφωνιών», οι οποίες δεν είχαν συναφθεί ακόµη. Εξακολουθεί δε να ισχύει και να εφαρµόζεται, µετά τη σύναψη των σχετικών διεθνών συµβάσεων, σαν «εκτελεστικός» τους νόµος. Αυτού του είδους, όµως, «εκτελεστικός νόµος διεθνών συµβάσεων» δεν µπορεί να θεσπιστεί, όπως προκύπτει
56
β. Η µη τήρηση της σειράς σύναψης-κύρωσης-εφαρµογής του Συντάγµατος και οι συνέπειές της.- Σύµφωνα µε τη δηµοκρατική αρχή και την αρχή της αντιπροσωπευτικής δηµοκρατίας, όπως τις εγγυώνται το Σύνταγµα, οι Συνθήκες της Ε.Ε., η ΕΣ∆Α (µε τις διατάξεις εγγύησης της δηµοκρατίας και της δηµοκρατικής κοινωνίας και µε το άρθρο 3 του 1ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου που εγγυάται την αντιπροσωπευτική δηµοκρατία) και γενικά το διεθνές δίκαιο, καθώς και σύµφωνα µε τα άρθρα 28 § 2 και 36 Σ, το άρθρο 1 § 1 και τις διατάξεις του Συντάγµατος που ρυθµίζουν τη λειτουργία του αντιπροσωπευτικού συστήµατος, του κοινοβουλευτικού συστήµατος και της Βουλής, αλλά και σύµφωνα µε την πάγια πρακτική των κοινοβουλευτικών δηµοκρατιών της Ευρώπης, η σειρά που έπρεπε να ακολουθηθεί στη διαδικασία θέσης σε ισχύ των παραπάνω διεθνών συµβάσεων, του ν. 3845/2010 και κάθε άλλης συναφούς διάταξης νόµου και διοικητικής πράξης είναι η έξης: (α) Σύναψη των διεθνών συµβάσεων µε επικύρωση βάση του άρθρου 36 § 2 Σ, (β) κύρωσή τους από την Ολοµέλεια της Βουλής µε την πλειοψηφία των τριών πέµπτων (3/5) του όλου αριθµού των βουλευτών, σύµφωνα µε το άρθρο 28 § 2 (η οποία µπορούσε να περιλαµβάνει και την επικύρωση του άρθρου 36 § 2 Σ), (γ) θέσπιση των αναγκαίων διατάξεων εσωτερικού δικαίου για την εκτέλεση των διεθνών συµβάσεων (νόµου, κανονιστικών πράξεων) και (δ) έκδοση των αναγκαίων ατοµικών διοικητικών πράξεων για την εκτέλεση των διατάξεων του εσωτερικού δικαίου. Το να µην εφαρµόζεται ή να µην ελέγχεται κοινοβουλευτικά και δικαστικά η σειρά αυτή αποτελεί περιφρόνηση του Συντάγµατος και της λαϊκής κυριαρχίας, όπως θα αναπτύξοµε και πιο κάτω. Πριν από τη βασική αυτή σειρά βηµάτων θέσπισης των µέτρων για την αντιµετώπιση της κρίσης, έπρεπε, κατά τη γνώµη µου, να λάβει χώρα και ένα άλλο, το πρώτο από όλα, βήµα, που
57
και από τις επόµενες σκέψεις. Συνεπώς πρόκειται για νόµο ψευδεκτελεστικό.
γ. Η σηµασία παράκαµψης του αντιπροσωπευτικού σώµατος.- Η διαδικασία και η ακολουθητέα σειρά σταδίων που αναφέρθηκαν αποτελούν τη βάση της συνταγµατικής νοµιµότητας των σχετικών πολιτειακών πράξεων και, συνεπώς, τη συνταγµατική βάση ισχύος και κύρους τους. Και τούτο, γιατί οι διαδικασίες αυτές που επιβάλει το Σύνταγµα δεν είναι απλώς για να τηρηθεί ένας τύπος· συγκεκριµενοποιούν τον τρόπο άσκησης της λαϊκής κυριαρχίας και διασφαλίζεται η δηµοκρατική νοµιµοποίηση, σύµφωνα µε το άρθρο 1 § 3 Σ («Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το Λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγµα»). Στη συγκεκριµένη περίπτωση, η Βουλή, που αποτελεί ταυτόχρονα τη λαϊκή αντιπροσωπεία, το νοµοθετικό σώµα και το σώµα ελέγχου της κυβέρνησης, δεν έλαβε γνώση –
58
επιβάλλει η κοινοβουλευτική αρχή του πολιτεύµατος: Η προηγούµενη ενηµέρωση και έγκριση της βουλής για ιδιαίτερης σηµασίας κυβερνητικές αποφάσεις. Συγκεκριµένα, υποστηρίζεται σήµερα στη συνταγµατική θεωρία και ισχύει ευρύτατα στις κοινοβουλευτικές δηµοκρατίες της Ευρώπης η υποχρέωση της κυβέρνησης, που πηγάζει από την κοινοβουλευτική αρχή του πολιτεύµατος, να ενηµερώνει το αντιπροσωπευτικό σώµα και να ζητά την έγκρισή του για ορισµένες ιδιαίτερης σοβαρότητας και σηµασίας για το εθνικό συµφέρον και το κοινωνικό σύνολο αποφάσεις ή πρωτοβουλίες που ανήκουν στην αρµοδιότητά της. Η θέση αυτή είναι, αναµφίβολα, ορθή. Στην προκείµενη περίπτωση, η µεγάλη σηµασία που έχουν για το κοινωνικό σύνολο, για το εθνικό συµφέρον και για την ίδια την υπόσταση του κράτους οι παραπάνω αναφερόµενες διεθνείς συµβάσεις, οι όροι τους και οι πρωτοφανείς σε βαρύτητα δεσµεύσεις της Ελλάδας και του ελληνικού λαού δεν µπορεί να αµφισβητηθεί. Η Κυβέρνηση, συνεπώς, είχε υποχρέωση, µε βάση την κοινοβουλευτική αρχή του πολιτεύµατος της αντιπροσωπευτικής δηµοκρατίας, να ζητήσει την έγκριση της βουλής για διαπραγµατεύσεις δεσµεύσεων αυτής της βαρύτητας.
ακόµη και µέχρι σήµερα– µέσα από τις προβλεπόµενες από το Σύνταγµα διαδικασίες, ούτε του είδους και του περιεχοµένου των κυβερνητικών διαπραγµατεύσεων για τις Συµφωνίες ∆ανεισµού, ούτε καν τους όρους που τέθηκαν και δέσµευσαν την Ελληνική ∆ηµοκρατία για τη σύναψη τους, πριν και κατά τη θέσπιση των µέτρων εφαρµογής τους. Πολύ περισσότερο δεν έγινε, ούτε µπορούσε –αφού δεν υπήρχε η γνώση– να γίνει ο κατά το Σύνταγµα δηµοκρατικός διάλογος στη Βουλή µεταξύ των µελών της λαϊκής αντιπροσωπείας, ούτε µπόρεσε να πραγµατοποιηθεί η επιβαλλόµενη από τη δηµοκρατική αρχή ενηµέρωση του λαού. Είναι χαρακτηριστικό ότι µέχρι σήµερα η συντριπτική πλειονότητα του λαού αγνοεί τους όρους και το περιεχόµενο της «Σύµβασης ∆ανειακής ∆ιευκόλυνσης», όπως ονοµάστηκε, και γενικά όλων των Συµφωνιών ∆ανεισµού. Η αδυναµία της Βουλής να έχει πλήρη γνώση όλων των απαιτούµενων, σύµφωνα µε τις παραπάνω σκέψεις, στοιχείων για τη θέσπιση του ν. 3845/2010 σηµαίνει, για την άσκηση της νοµοθετικής λειτουργίας, την πλήρη έλλειψη ουσιώδους βάσης και όρου του νοµοθετείν: την πραγµατική βάση νοµοθετικής πρόβλεψης και ρύθµισης. Η νοµοθετική λειτουργία δεν µπορεί να ασκείται µε υποθέσεις µελλοντικών υποχρεώσεων ή δικαιωµάτων, ούτε να ρυθµίζει εκπλήρωση υποχρεώσεων του κράτους και των πολιτών που δε γνωρίζει –γιατί πράγµατι δε γνώρισε όπως ορίζει το Σύνταγµα. Κανένα πρόσωπο, φυσικό ή νοµικό, πολύ περισσότερο το κράτος, διά των οργάνων του, δεν µπορεί να αποδέχεται και να αναλαµβάνει υποχρεώσεις που δε γνωρίζει. Η πραγµατική βάση της πρόβλεψης αποτελεί το λογικό θεµέλιο κάθε ρύθµισης και προϋπόθεση άσκησης κάθε ρυθµιστικής λειτουργίας. Στη δηµοκρατία επιβάλλεται, επιπλέον, και από τη δηµοκρατική αρχή, ως ουσιώδες στοιχείο άσκησης της λαϊκής κυριαρχίας µέσω του αντιπροσωπευτικού σώµατος που ασκεί την πρώτη λειτουργία του κράτους, τη νοµοθετική. Στη συγκεκριµένη περίπτωση, η λαϊκή αντιπροσωπεία, ως όργανο της νοµοθετικής λειτουργίας, θέσπισε
59
δ. Ο ν. 3845/2010 ως αντισυνταγµατικός «νόµος πλαίσιο».- Ο ν. 3845/2010 έχει, εκ πρώτης όψεως, χαρακτηριστικά νόµου-πλαισίου, που προβλέπει το άρθρο 43 § 4 Σ, γιατί ορισµένες διατάξεις του έχουν το χαρακτήρα νοµοθετικού πλαισίου και οι αντίστοιχες εξουσιοδοτήσεις έχουν ευρεία νοµοθετική βάση. Ωστόσο, υπόθεση νόµου-πλαισίου δεν µπορεί να γίνει, γιατί δεν κατατέθηκε ως νόµος-πλαίσιο βάσει του άρθρου 43 § 4 Σ ή/και βάσει του άρθρου 78 § 5 Σ, πράγµα που απαιτείται κατά τις ορθά ερµηνευόµενες διατάξεις των εν λόγω άρθρων. Πέρα απ’ αυτό, δε θα µπορούσε να κατατεθεί ως νόµος-πλαίσιο: πρώτον, γιατί περιλαµβάνει διατάξεις που ανήκουν, κατά το άρθρο 72 § 1 Σ, στην Ολοµέλεια της Βουλής, και, συνεπώς, δεν θα µπορούσε να αποτελέσουν αντικείµενο εξουσιοδότησης βάσει νόµου-πλαισίου (άρθρο 43 § 5 Σ)· δεύτερον, γιατί περιλαµβάνει µέτρα τα οποία είναι κατ’ ουσίαν επιβολή φόρων, που δεν είναι δεκτικοί νοµοθετικής εξουσιοδότησης, κατά το άρθρο 78 § 4 Σ· τρίτον γιατί οι ουσιαστικές διατάξεις νόµου, που θα µπορούσε κάνεις να ανιχνεύσει και να προσδιορίσει ως νόµο-πλαίσιο, δεν αποτελούν «γενικές αρχές και κατευθύνσεις», ούτε οµοιογενές «γενικό πλαίσιο» προς τον Πρόεδρο της ∆ηµοκρατίας, όπως απαιτεί, ορθά ερµηνευόµενο, το άρθρο 43 § 4 Σ για τη θέσπιση νόµων-πλαισίων τέταρτον, γιατί στις διατάξεις τους αναµειγνύονται άµεσα εκτελεστές διατάξεις µε εξουσιοδοτήσεις προς τον Πρόεδρο της ∆ηµοκρατίας και
60
µέτρα, βαρύτατα για τους πολίτες, και εξουσιοδότησε όργανα της εκτελεστικής λειτουργίας για θέσπιση και άλλων, τα οποία συνιστούσαν εφαρµογή όρων διεθνών συµβάσεων, τις οποίες ούτε γνώριζε, ούτε µπορούσε να γνωρίζει, αφού δεν είχαν συναφθεί ακόµη. Η προσπάθεια του ν. 3847/2010, µε την παράγραφο 9 του άρθρου Μόνου, να καλύψει το κενό αυτό µε ενηµέρωση της Βουλής ήταν, όπως είδαµε, αντισυνταγµατική, αλλά και πλήρως αλυσιτελής. Η έλλειψη αυτή και µόνη καθιστά το ν. 3845/2010 τύποις και κατ’ ουσίαν αντισυνταγµατικό και, συνεπώς, ανυπόστατο.
προς άλλα όργανα της διοίκησης, πράγµα που δε συµβιβάζεται µε τη φύση του νόµου-πλαισίου, ο οποίος, ως εξαιρετικό είδος νόµου, πρέπει, κατά την ορθή ερµηνεία των σχετικών συνταγµατικών διατάξεων, να περιέχει µόνο νοµοθετικά πλαίσια που συγκεκριµενοποιούνται µε προεδρικά διατάγµατα. Ανεξάρτητα δε από όλες αυτές τις αντισυνταγµατικότητες που στηρίζονται στην υπόθεση του νόµου-πλαισίου, οι εξουσιοδοτήσεις του ν. 3845/ 2010, ως εξουσιοδοτήσεις κοινού τυπικού νόµου, είναι αντισυνταγµατικές, γιατί δεν τηρούνται οι όροι της ειδικότητας και της ρύθµισης τοπικού, τεχνικού και λεπτοµερειακού χαρακτήρα, που θέτει το άρθρο 43 § 2 Σ. ε. Η κατάθεση των Συµφωνιών ∆ανεισµού στη Βουλή και η µη κύρωσή τους ως παραβίαση του Συντάγµατος.- Ειδικότερα ως προς το ζήτηµα της µη κύρωσης των διεθνών συµβάσεων από τη Βουλή σε σχέση µε το κύρος τους, επισηµαίνεται ότι, ενώ η σύναψη διεθνούς σύµβασης δεσµεύει διεθνώς τη χώρα και πριν από την κύρωσή της, δεν ισχύουν, όµως, ως εσωτερικό δίκαιο, όπως ήδη αναπτύχθηκε, χωρίς την κύρωσή της µε νόµο, σύµφωνα µε το άρθρο 28 Σ. Συνεπώς, οι διεθνείς συµβάσεις µόνο µετά την κύρωσή τους, όπως αναπτύξαµε ήδη, δεσµεύουν τα όργανα άσκησης των λειτουργιών του κράτους –ασφαλώς, και της νοµοθετικής. Σήµερα εφαρµόζονται µέτρα πρωτοφανούς βαρύτητας για τους πολίτες και ασκούνται αρµοδιότητες ελέγχου του κράτους από ξένα όργανα µε βάση τις διεθνείς Συµφωνίες ∆ανεισµού, χωρίς να έχουν κυρωθεί µε νόµο. Παρά ταύτα, οι εν λόγω διεθνείς συµφωνίες «ισχύουν και εκτελούνται από της υπογραφής τους», όπως αντισυνταγµατικώς, σύµφωνα µε τα προεκτεθέντα, ορίζει ο ν. 3847/2010, Άρθρο Μόνο, παράγραφος 9. Οι διατάξεις νόµου και οι βάσει αυτών εκδιδόµενες κανονιστικές και ατοµικές διοικητικές πράξεις για την εφαρµογή των µέτρων που προβλέπονται στις εν λόγω διεθνείς συµβάσεις και συµφωνίες δεν αποτελούν εκτελεστικό τους δίκαιο, αλλά εσωτερικό δίκαιο, του οποίου η συ61
νταγµατικότητα κρίνεται βάσει του ελληνικού Συντάγµατος. Οι πράξεις δε ελέγχου τήρησης των ίδιων Συµφωνιών ∆ανεισµού, που διενεργούνται στις ελληνικές διοικητικές αρχές από όργανα που προβλέπουν οι εν λόγω Συµφωνίες, δεν έχουν νόµιµο έρεισµα και είναι, συνεπώς, παράνοµες και αντίθετες προς το ελληνικό Σύνταγµα. Το σηµαντικότερο, όµως, είναι ότι το να υπάρχουν στη Βουλή ως εκκρεµή για κύρωση τα σχετικά κείµενα των Συµφωνιών ∆ανεισµού, µε τους πρωτοφανείς σε βαρύτητα όρους δέσµευσης της Ελληνικής ∆ηµοκρατίας, ενώ η εκτέλεσή τους «θεσπίστηκε» είτε µε διατάξεις του ν. 3845/2010 πριν από τη σύναψη τους αντισυνταγµατικώς, ή µετά τη σύναψή τους, µε διατάξεις άλλων νόµων, η δε εφαρµογή τους άρχισε ήδη προ πολλού, συνιστά, αναµφίβολα, κατάφωρη παραβίαση του Συντάγµατος και εξακολουθεί να αποτελεί σοβαρή συνταγµατική ανωµαλία. Με βάση όλες τις προηγούµενες σκέψεις, ο ν. 3845/2010, είτε ήθελε θεωρηθεί ως κοινός νόµος, είτε ως εκτελεστικός διεθνών συµβάσεων νόµος, είτε ως νόµος-πλαίσιο, είναι ανυπόστατος ως πολλαπλώς αντισυνταγµατικός και αντίθετος προς τις θεµελιώδεις αρχές της αντιπροσωπευτικής και της κοινοβουλευτικής δηµοκρατίας που εγγυώνται, έκτος από το Σύνταγµα, και το υπερκείµενο ευρωπαϊκό δίκαιο. Επισηµαίνεται, πάντως, ότι, εάν ο εν λόγω νόµος ήθελε θεωρηθεί κοινός νόµος σύµφωνος µε το Σύνταγµα, οι ρυθµίσεις του που επιβάλλουν µέτρα µειώσεων και περικοπών αποδοχών εργαζοµένων και συνταξιούχων είναι αντίθετες προς το Σύνταγµα (άρθρο 17 § 1 και 2, ερµηνευόµενο µε βάση το άρθρο 1 του ΠΠΠ/ΕΣ∆Α) και ευθέως αντίθετες προς τις διατάξεις του ιδίου άρθρο 1 του ΠΠΠ/ΕΣ∆Α και προς τις εγγυήσεις της αρχής του κοινωνικού κράτους δικαίου, της αρχής της δικαιολογηµένης εµπιστοσύνης και των κοινωνικών δικαιωµάτων, σύµφωνα µε όσα εκτίθενται πιο πάνω για τις αντίστοιχες προβλέψεις του Μνηµονίου. Συνεπώς, ανυπόστατες είναι και όλες οι κανονιστικές και ατοµικές διοικητικές πράξεις που εκδόθηκαν µε βάση αυτό το νόµο. Θεωρώ, πάντως, αναγκαίο να υπογραµµίσω ότι η τυχόν
62
επικράτηση της θέσης ότι οι αντισυνταγµατικότητες που εκτέθηκαν πιο πάνω δεν ελέγχονται δικαστικώς και ότι ο ν. 3845/2010 και κάθε άλλη νοµοθετική και διοικητική πράξη ισχύουν και εφαρµόζονται χωρίς την επικύρωση και κύρωση των Συµφωνιών ∆ανεισµού από τη Βουλή θα αφήσει να λειτουργεί στο σκοτάδι ένα σύστηµα παραβίασης και διαρκούς υπονόµευσης της συνταγµατικής και της δηµοκρατικής νοµιµότητας, µε απρόβλεπτες συνέπειες. Όσον αφορά στην προστασία των δικαιωµάτων των ελλήνων πολιτών από τους όρους των Συµφωνιών ∆ανεισµού, κυρίως του Μνηµονίου, εναπόκειται σε σηµαντικό βαθµό στην ευθύνη της δικαστικής λειτουργίας της Ελληνικής ∆ηµοκρατίας, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Συµβουλίου της Ευρώπης. Είναι ιδιαίτερα παρήγορο για τον ευρωπαϊκό δικαιικό πολιτισµό ότι η ∆ικαιοσύνη δύο ευρωπαϊκών κρατών, της Ρουµανίας και της Λετονίας, επιβεβαίωσε ότι υπάρχουν δικαστές στην Ευρώπη23.
Τα Συνταγµατικά ∆ικαστήρια της Λετονίας και της Ρουµανίας, µε τις αποφάσεις της 21.12.2009 (αρ. υπόθ. 2009-43-01) του πρώτου και υπ’ αριθµ. 872/25.6.2010 του δευτέρου, θεώρησαν αντισυνταγµατικές της περικοπές συντάξεων, που επιβλήθηκαν µετά από ∆ανεισµό της Χώρας από το ∆ΝΤ. Η απόφαση του Συνταγµατικού ∆ικαστηρίου της Λετονίας έκρινε ότι οι εν λόγω περικοπές ήταν αντίθετες προς τα το άρθρο 1 σε συνδυασµό µε το άρθρο 109 του Συντάγµατος Λετονίας. Το άρθρο 1 της Συντάγµατος της Λετονίας, στις δύο πρώτες (από τις τέσσερις) κρίσιµες για την υπόθεση παραγράφους, ορίζει: 1. Latvia shall be an independent and democratic Republic. 2. The sovereign power of the State of Latvia shall belong to the People of Latvia. Το άρθρο 109 του ιδίου Συντάγµατος ορίζει: Everyone has the right to social guarantees for old age, work disability, unemployment and other cases determined by law. Η απόφαση του Συνταγµατικού ∆ικαστηρίου της Ρουµανίας
23
63
Οι Συµφωνίες ∆ανεισµού αποτελούν, όπως ήδη αναφέρθηκε, ένα πλέγµα διεθνών συµβάσεων, από τις οποίες οι δύο πρώτες, η Σύµβαση και το Μνηµόνιο, συνήφθησαν µεταξύ της Ελληνικής ∆ηµοκρατίας και δεκαπέντε χωρών, που µαζί µε την Ελλάδα,
6. Γενική θεώρηση των Συµφωνιών ∆ανεισµού στη βάση των θεµελιωδών αρχών της ΕΕ και του Συµβουλίου της Ευρώπης
στήριξε την αντισυνταγµατικότητα των περικοπών των συντάξεων στις διατάξεις των άρθρων 41 και 47 § 2 του Συντάγµατος της Ρουµανίας oι οποίες ορίζουν: article 41 (1) The right to work shall not be restricted. Everyone has a free choice of his/her profession, trade or occupation, as well as work place. (2) All employees have the right to measures of social protection. These concern employees’ safety and health, working conditions for women and young people, the setting up of a minimum gross salary per economy, weekends, paid rest leave, work performed under difficult and special conditions, as well as other specific conditions, as stipulated by the law. (3) The normal duration of a working day is of maximum eight hours, on the average. (4) On equal work with men, women shall get equal wages. (5) The right to collective labour bargaining and the binding force of collective agreements shall be guaranteed. Article 47, (1) The State shall be bound to take measures of economic development and social protection, of a nature to ensure a decent living standard for its citizens. (2) Citizens have the right to pensions, paid maternity leave, medical care in public health centres, unemployment benefits, and other forms of public or private social securities, as stipulated by the law. Citizens have the right to social assistance, according to the law. Οι διατάξεις των Συνταγµάτων των δύο χωρών παρατίθενται εδώ, για να δειχτεί η άµεση εφαρµογή συνταγµατικών εγγυήσεων των κοινωνικών δικαιωµάτων της ίδιας δοµής και φύσεως των αντίστοιχων εγγυήσεων του ελληνικού Συντάγµατος, η οποία (άµεση εφαρµογή) ακόµη –ευτυχώς σπάνια πια– αµφισβητείται. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει, επίσης, ο συνδυασµός από το Συνταγµατικό ∆ικαστήριο της Λετονίας των άρθρων 1 και 109 του Συντάγµατος, δηλαδή: του δηµοκρατικού πολιτεύµατος και της λαϊκής κυριαρχίας µε τα κοινωνικά δικαιώµατα.
64
αποτελούν κράτη µέλη της ΕΕ και τα κράτη µέλη της Ευρωζώνης. Η τρίτη συµφωνία συνιστά µια διεθνή σύµβαση µεταξύ Ελληνικής ∆ηµοκρατίας και του διεθνούς οργανισµού ∆ΝΤ. Οι εν λόγω Συµφωνίες είναι suigeneris συµβάσεις, γιατί: α) φαίνεται να είναι διµερείς µε δύο η κάθε µια αντισυµβαλλόµενους, την Ελληνική ∆ηµοκρατία και τα κράτη µέλη της Ευρωζώνης ως ενιαίας πολιτικής οντότητας, την Ελληνική ∆ηµοκρατία µε το ∆ΝΤ και την Ελληνική ∆ηµοκρατία µε κάθε µια χώρα χωριστά της ευρωζώνης· β) ενέχουν νοµική αυτοτέλεια σε δικαιώµατα και υποχρεώσεις κάθε δανειστή χωριστά, αλλά και συλλογικές υποχρεώσεις και δικαιώµατα των δανειστών· (γ) συνήφθη µεταξύ των πιστωτών, που είναι, µαζί µε την Ελλάδα, και τα κράτη µέλη της Ευρωζώνης, ειδική διεθνής συµφωνία, µε την οποία ρυθµίζουν, χωρίς την Ελλάδα, ζητήµατα της Σύµβασης µεταξύ τους και αναθέτουν στην Επιτροπή την εκπροσώπησή τους στην οργάνωση και στη διαχείριση των «Κοινά οργανωµένων ∆ιµερών ∆ανείων που χορηγούνται στο ∆ανειολήπτη σύµφωνα µε τους όρους της Σύµβασης ∆ανειακής ∆ιευκόλυνσης», αυτή δε η Συµφωνία των Πιστωτών προσαρτήθηκε στη Σύµβαση ως αναπόσπαστο µέρος της· δ) οι εκπρόσωποι των κρατών µελών της ΕΕ ανάθεσαν στην Επιτροπή καθήκοντα συντονισµού και διαχείρισης των συντονισµένων διµερών δανείων· ε) το Μνηµόνιο υπογράφει εκπρόσωπος της Επιτροπής, η οποία (Επιτροπή) εκπροσωπεί τα δέκα πέντε κράτη ∆ανειστές και µέλη της Ευρωζώνης· (στ) οι ∆ανειστές αναθέτουν εκπροσώπηση, διαχείριση και άσκηση εποπτείας εκτέλεσης των συµβάσεων σε όργανα της ΕΕ (Επιτροπή, ΕΚΤ) και του ∆ΝΤ· ζ) αναφορά και εφαρµογή των ΣυνθΕΕ γίνεται µόνο µια φορά και µόνο σε δύο άρθρα, στα άρθρα 129 § 9 και 136 § 1ΣυνθΛΕΕ· η) ορίζουν ότι Σύµβαση και κάθε εξωσυµβατική υποχρέωση ή σχέση που προκύψει από αυτή διέπονται και ερµηνεύονται µε το αγγλικό δίκαιο (δίκαιο κράτους εκτός της Ευρωζώνης)· θ) αναθέτουν στο ∆ΕΚ την «αποκλειστική δικαιοδοσία» για «οποιαδήποτε διένεξη προκύψει σχετικά µε τη νοµιµότητα, την ισχύ, την ερµηνεία ή την
65
α. Όσον αφορά στο πρώτο ζήτηµα, παρατηρεί κάνεις ότι οι Συµφωνίες ∆ανεισµού δεν αναφέρουν, στο Προοίµιο ή σε άλλο σηµείο, καµιά διάταξη των Συνθηκών της ΕΕ ως νοµική βάση της σύναψης τους, ούτε ανευρίσκεται στα κείµενα των Συνθηκών της ΕΕ τέτοια νοµική βάση. Η µόνη αναφορά σε διατάξεις των Συνθηκών της ΕΕ γίνεται, όπως σηµειώθηκε, στο Προοίµιο της Συµφωνίας των Πιστωτών (§5), όπου ορίζεται ότι τα µέρη της εν λόγω Συµφωνίας λαµβάνουν υπ’ όψιν ότι τα «Μέτρα που αφορούν το συντονισµό και την επιτήρηση της δηµοσιονοµικής πειθαρχίας και ορίζουν κατευθυντήριες γραµµές της οικονοµικής πολιτικής για την Ελλάδα θα καθορισθούν µε απόφαση του Συµβουλίου δυνάµει των άρθρων 126 (9) και 136 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης». Η αναφορά αυτή δεν παρέχει, βεβαίως, καµιά νοµική βάση των Συµφωνιών ∆ανεισµού. Εκ πρώτης όψεως, συνεπώς, το κύρος των εν λόγω Συµφωνιών µε βάση τις Συνθήκες της ΕΕ φαίνεται αίολο. Ειδικότερα ζητήµατα συµβατότητας µε το δίκαιο της ΕΕ δηµιουργεί: η εµπλοκή του ∆ΝΤ, βάσει της παραγράφου 3 του Προοιµίου της Σύµβασης, καθώς και η υπαγωγή της Σύµβασης στο αγγλικό δίκαιο, σε δίκαιο εκτός του
66
εκτέλεση της παρούσας Σύµβασης». Από αυτή την πολυπλοκότητα των συµβατικών σχέσεων και από το περιεχόµενο των ρυθµίσεων και όρων των Συµφωνιών ∆ανεισµού, που θα δούµε και στα επόµενα, προκύπτουν δύο βασικά ζητήµατα: πρώτον, αν τα κράτη µέλη της Ευρωζώνης είχαν, βάσει του δικαίου της ΕΕ, τη νοµική δυνατότητα να συνάψουν µεταξύ τους αυτού του είδους τις συµφωνίες και αν ο ρόλος που ανέλαβαν όργανα της ΕΕ (Επιτροπή και ΕΚΤ) είναι συµβατός µε το σύστηµα δικαίου που διέπει το σκοπό τους και τις αρµοδιότητές τους· δεύτερον, αν το περιεχόµενο των συµφωνιών είναι συµβατό µε τις αρχές της ΕΕ και της ευρωπαϊκής νοµιµότητας. Πάνω σ’ αυτά τα δύο βασικά ζητήµατα, διατυπώνοµε τις ακόλουθες σκέψεις:
β. Όσον αφορά στο δεύτερο ζήτηµα, προκύπτει από όσα αναπτύχθηκαν πιο πάνω για τις ασυµβατότητες των διατάξεων και όρων των Συµφωνιών ∆ανεισµού προς τις αρχές και τους κανόνες και των τριών επιπέδων του υπερκείµενου δικαίου, του διεθνούς δικαίου, του δικαίου της ΕΕ και του ελληνικού Συντάγµατος, ότι το όλο πλέγµα κειµένων των εν λόγω Συµφωνιών αποτελεί ένα δικαιικό µόρφωµα κατάφωρα αντίθετο προς τις θεµελιώδεις αρχές της ευρωπαϊκής νοµιµότητας. Βεβαίως, οι επισηµάνσεις των παραβιάσεων θέλουν ακόµη πολλή και εξειδικευµένη µελέτη από ειδικούς του διεθνούς, του ευρωπαϊκού και του συνταγµατικού δικαίου. Είναι βάσιµος, όµως, ο φόβος ότι όσο εγγύτερα και βαθύτερα προχωρεί η µελέτη, τόσο βαθύτερη θα αποκαλύπτεται η ασυµβατότητα των Συµφωνιών ∆ανεισµού προς τον ευρωπαϊκό πολιτικό και δικαιικό πολιτισµό. Από την ασυµβατότητα προς τις θεµελιώδεις αρχές του δικαίου και της δηµοκρατίας του όλου περιεχοµένου των κειµένων, των όρων και των µεθοδεύσεων σύναψης και εφαρµογής των Συµφωνιών ∆ανεισµού, που αναπτύξαµε στα προηγούµενα, προκύπτει ένα φαινόµενο βαθιάς υποβάθµισης και παρακµής της ευρωπαϊκής συνείδησης και του ευρωπαϊκού πνεύµατος δικαίου και νοµιµότητας. Οι Συµφωνίες ∆ανεισµού µας παρέχουν δύο χαρακτηριστικά δείγµατα αυτής της παρακµής. Το πρώτο είναι ότι η Σύµβαση βρίθει από όρους που αποβλέπουν στη διασφάλιση του οικονοµικού συµφέροντος των ∆ανειστών, παραβιάζοντας ή καταλύοντας θεµελιώδη δικαιώµατα και θεµελιώδεις αρχές, τα οποία
67
χώρου της Ευρωζώνης και εκτός του δικαίου της ΕΕ, σε συνδυασµό µε τη δικαιοδοσία του ∆ΕΚ, που εφαρµόζει δίκαιο της Ένωσης. Το όλο σύνθετο ζήτηµα, πάντως, ως αντικείµενο που είναι έξω από την ειδικότητα του συγγραφέα αυτού του πονήµατος, έχει ανάγκη εµπεριστατωµένης µελέτης ειδικών· θα ήταν δε, για την ασφάλεια της ευρωπαϊκής νοµιµότητας, αν όχι απαραίτητη, πάντως ευκταία και χρήσιµη η αιτιολογηµένη κρίση του ∆ΕΚ.
δεν αποτελούν ενδοτικό δίκαιο, δεν ανήκουν στην ελευθερία της βούλησης των συµβαλλοµένων και δεν είναι, συνεπώς, συµβατικώς διαπραγµατεύσιµα. ∆εδοµένου δε ότι οι εν λόγω όροι ή αντίστοιχοι προς αυτούς δεν τίθενται και υπέρ του οφειλέτη, φανερώνουν συγχρόνως και βαθιά περιφρόνηση των αρχών της καλής πίστης, της ισότητας των συµβαλλοµένων και του σεβασµού της προσωπικότητας, οι οποίες χαρακτηρίζουν τον υψηλό βαθµό της συνείδησης δικαίου. Το δεύτερο χαρακτηριστικό δείγµα είναι η προσπάθεια που είναι φανερή σε πολλούς όρους της Σύµβασης, να µετατεθεί στον οφειλέτη κάθε ευθύνη, ακόµη και αυτή των ∆ανειστών. Ιδιαίτερα εύγλωττος είναι ο όρος της Νοµικής Γνωµοδότησης, που αναπτύξαµε. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, µετά τη Συνθήκη της Λισσαβώνας, κατέστη µια πολιτική ένωση κρατών µε βάσεις ήδη πολιτειακής οντότητας. Οι ρήτρες της αρχής της αλληλεγγύης (άρθρα 42 § 7 ΣυνθΕΕ και 222 ΣυνΛΕΕ), η διακήρυξη της αρχής σεβασµού: της ισότητας των κρατών µελών, της εθνικής τους ταυτότητας, «που είναι συµφυής µε τη θεµελιώδη πολιτική και συνταγµατική τους δοµή», και των ουσιωδών λειτουργιών του κράτους, ιδίως δε των λειτουργιών «που αποβλέπουν στη διασφάλιση της εδαφικής ακεραιότητας, τη διατήρηση της δηµόσιας τάξης και την προστασία της εθνικής ασφάλειας», η διακήρυξη «της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας» µεταξύ της Ένωσης και των κρατών µελών, στην οποία περιλαµβάνονται ο «αµοιβαίος σεβασµός» και «η αµοιβαία συνεργασία» (άρθρο 4 §§ 2 και 3 εδ. α ΣυνθΕΕ), η θέσπιση της ιθαγένειας της ΕΕ και η αναγνώριση στους πολίτες των κρατών µελών της ΕΕ της ιδιότητας του πολίτη της Ένωσης (άρθρα 20-25 ΣυνθΛΕΕ), η αναγνώριση του δικαιώµατος εγκατάστασης (άρθρα 49 επΣυνΛΕΕ), η ένταξη στο ισχύον δίκαιο της Ένωσης του ΧΘ∆, η προσχώρησή της στην ΕΣ∆Α και η ανακήρυξη των θεµελιωδών δικαιωµάτων που κατοχυρώνει ως γενικές αρχές της Ένωσης, οι διατάξεις αρχών και γενικής εφαρµογής ολόκληρου του Α΄ Μέρους της ΣυνθΛΕΕ και πολλές άλλες διατάξεις των Συνθηκών, όλα αυτά
68
αφενός µεν συνιστούν σηµαντικές βάσεις της Ένωσης ως πολιτειακής, οπωσδήποτε δε ως πολιτικής οντότητας, αφετέρου δε εγγυώνται πολλαπλώς την εθνική κυριαρχία των κρατών µελών. Μετά από απλή ανάγνωση των εγγυήσεων αυτών, διερωτάται κάθε πολίτης της Ένωσης, πώς είναι δυνατόν να συναφθούν οι παραπάνω Συµφωνίες ∆ανεισµού µεταξύ µελών της. Πώς είναι δυνατόν κράτη-µέλη της Ευρωζώνης, του σκληρού πυρήνα των εγγυήσεων της εθνικής κυριαρχίας, της ισότητας, της αλληλεγγύης και της καλόπιστης συνεργασίας των κρατών µελών της, να επιβάλλουν σε κράτος µέλος της ίδιας πολιτικής οντότητας ως όρο εκπλήρωσης δανείου την παραίτηση από την εθνική κυριαρχία του στην έκταση που ορίζει ο σχετικός όρος της Σύµβασης; Πώς είναι δυνατόν κράτη-µέλη της Ευρωζώνης να επιβάλλουν για διασφάλιση δανείου σε εταίρο τους παραβίαση θεµελιωδών δικαιωµάτων και θεµελιωδών αρχών που του εγγυώνται τα ίδια; Πώς είναι δυνατόν να συνάπτεται σύµβαση δανείου που απειλεί την εθνική ακεραιότητα του εδάφους κράτους-οφειλέτη, παραβιάζει τα κοινωνικά δικαιώµατα των ασθενέστερων στρωµάτων της κοινωνίας του και θέτει σε κίνδυνο την επιβίωση πολιτών του; Πώς είναι δυνατόν σήµερα, στην καρδιά της Ευρώπης, να συνάπτεται σύµβαση τέτοιας αντικοινωνικής σκληρότητας και τέτοιων παραβάσεων που εγγίζει τα όρια της σαιξπηρικής σύµβασης δανείου Shylock; Γιατί η απειλή της εθνικής κυριαρχίας και η παραβίαση κοινωνικών δικαιωµάτων των ασθενέστερων στρωµάτων της ελληνικής κοινωνίας, η προσβολή της αξιοπρέπειας του ανθρώπου, ο σεβασµός της οποίας αποτελεί την ύψιστη ευρωπαϊκή αρχή, δεν απειλούν, όπως η σύµβαση Shylock, τη ζωτική σάρκα της Ελληνικής ∆ηµοκρατίας ως οφειλέτη του δανείου; Η παραβίαση µε µια σύµβαση δανείου θεµελιωδών αρχών του δικαίου και θεµελιωδών δικαιωµάτων των πολιτών της Ένωσης αποτελεί, αναµφίβολα, παραβίαση των θεµελίων της ευρωπαϊκής νοµιµότητας, η οποία διακρίνει τον ευρωπαϊκό πολιτισµό και έχει γεννήσει στους λαούς της πολλές ελπίδες. Γι’ αυτό οι Συµ69
φωνίες ∆ανεισµού της χώρας µας αποτελούν ένα πολύ σοβαρό – το σοβαρότερο, νοµίζω– ανησυχητικό πολιτικό γεγονός της ΕΕ από την ίδρυσή της, γιατί θίγει στα θεµέλια της την οδό πορείας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η ανησυχία για απειλή διάβρωσης του πνεύµατος της ευρωπαϊκής νοµιµότητας και του ευρωπαϊκού αισθήµατος δικαίου είναι φυσικό να αυξάνει, όταν διαπιστώνει κάνεις ότι το φαινόµενο των Συµφωνιών ∆ανείου, από έποψη απειλής εθνικής κυριαρχίας, παραβιάσεων θεµελιωδών άρχων της ευρωπαϊκής και της διεθνούς έννοµης τάξης και µεθόδου διατύπωσης όρων και προστασίας συµφερόντων, θυµίζει το πρώτο νοµικό κατασκεύασµα αυτού του είδους για ευρωπαϊκό κράτος, το Σχέδιο Ανάν, το οποίο ήταν έργο αγγλικού δικηγορικού γραφείου. Το περιεχόµενο και το ύφος των εν λόγω Συµφωνιών, δε δίνουν την εντύπωση παραδοσιακής µορφής διεθνούς σύµβασης, που συνέταξαν διπλωµατικές υπηρεσίες· δίνουν την εντύπωση σύµβασης που συνέταξε άλλης εποχής δικηγορικό γραφείο για τη διασφάλισης συµφερόντων ιδιώτη δανειστή και όχι ευρωπαίου εταίρου. ∆ιερωτάται κανείς: Μήπως άλλαξε το είδος και η όψη των διεθνών σχέσεων; Μήπως εγκαταλείφθηκαν, χάριν των δικολάβων, η διπλωµατική οδός και η οδός των διεθνολόγων για τη σύνταξη διεθνών νοµικών κειµένων και την πραγµάτωση του διεθνούς δικαίου; Για όλα αυτά, η ανησυχία εντείνεται δικαιολογηµένα, όταν σκεφθεί κανείς ότι τα µέρη των Συµφωνιών ∆ανεισµού, ιδίως οι ∆ανειστές, αν ήθελαν πραγµατικά τη νοµιµότητα και, ως µέλη της ΕΕ, την τήρηση των θεµελιωδών αρχών της, αντί να περιλάβουν ως όρο την a posteriori γνωµοδότηση των νοµικών συµβούλων της ελληνικής Κυβέρνησης, όφειλαν να ζητήσουν πριν από την υπογραφή τους τη γνώµη του ∆ΕΚ ή των οργάνων του Συµβουλίου της Ευρώπης για τη συµβατότητα των Συµφωνιών µε την ευρωπαϊκή και τη διεθνή έννοµη τάξη. Πάντως, πρέπει να επισηµανθεί ότι οι ∆ανειστές γνώριζαν το ενδεχόµενο της ασυµβατότητας προς το υπερκείµενο διεθνές και ευρωπαϊκό δίκαιο και
70
της ακυρότητας των Συµφωνιών και των όρων τους, που θα συνεπαγόταν η ασυµβατότητα αυτή, γι’ αυτό και έθεσαν τους όρους των άρθρων 6 (6) (α-β), 8 (1) (γ) και 11 (1) της Σύµβασης, για να διασφαλίσουν υπέρ τους, σε µια τέτοια περίπτωση, τα συµφέροντά τους (βλ. πιο πάνω κείµενο υπό στοιχ. 3 δ). Αν ήθελαν τη νοµιµότητα, δε θα ζητούσαν γνωµοδότηση του ∆ΕΚ ή άλλου ανεξάρτητου οργάνου; ή µήπως ήθελαν, αντί πραγµατικής, µόνο θετική γνωµοδότηση; Παρά το ότι, όπως είδαµε, οι όροι των Συµφωνιών ∆ανεισµού ήταν από πολύ καιρό γνωστοί, δεν έχει γίνει γνωστό, αν τέθηκε κατά τη σχετικώς άνετη περίοδο των διαπραγµατεύσεων το ζήτηµα της συµβατότητας των Συµφωνιών µε το ελληνικό Σύνταγµα, κυρίως δε το ζήτηµα της συµβατότητάς τους µε την ευρωπαϊκή νοµιµότητα, ούτε αν ζητήθηκε από το ∆ανειολήπτη να ανατεθεί στο ∆ΕΚ ή σε αρµόδια όργανα του Συµβουλίου της Ευρώπηςη διατύπωση σχετικής γνωµοδότησης. Ούτε, ασφαλώς, δεν έχει γίνει γνωστός ο ρόλος του ∆ΝΤ στη θέση των εν λόγω όρων και στη σύνταξη των κειµένων. Ασφαλώς, ένα είναι βέβαιο: ότι οι όροι των δανείων τίθενται από τους δανειστές. ∆ανειστές στην προκείµενη περίπτωση είναι τα κράτη µέλη –εκτός από την Ελλάδα– της Ευρωζώνης. Θα ήταν, πάντως, και σύµφωνο µε τη δηµοκρατική αρχή και χρήσιµο πολιτικά να γίνονταν αυτά γνωστά, έστω και σήµερα, στους λαούς της ΕΕ και του Συµβουλίου της Ευρώπης, για να τεθεί επί τάπητος το ζήτηµα της ευρωπαϊκής νοµιµότητας και του ευρωπαϊκού νοµικού πολιτισµού. Για όλα τα προεκτεθέντα αναµένονται δύο πολύ εύκολες ερωτήσεις που είναι συγχρόνως και δικαιολογίες: η πρώτη αναφέρεται στο βαρύ πταίσµα της Ελλάδας, το οποίο, αναµφίβολα, κανείς δεν µπορεί να αµφισβητήσει (Αφού φταίει η Ελλάδα, ας πληρώσει)· η δεύτερη αναφέρεται στο έσχατο σηµείο οικονοµικής ανάγκης, στο οποίο βρίσκεται η Ελλάδα, την οποία επίσης κανείς δεν µπορεί να αρνηθεί (Μπορούσε να κάµει κάτι άλλο η Ελλάδα;). Εντούτοις, η ανταπάντηση και στις δύο απαντήσεις είναι µια: Η αξία του αν71
θρώπου, οι θεµελιώδεις αρχές της δηµοκρατίας και τα θεµελιώδη δικαιώµατα του ανθρώπου και του πολίτη, δηλαδή: ο άνθρωπος και η δηµοκρατική κοινωνία, καθώς και η εθνική κυριαρχία δεν είναι ούτε αντικείµενα διαπραγµάτευσης, ούτε σταθµίζονται µε πταίσµατα ανθρώπων και κυβερνήσεων, ούτε µε την οικονοµική ανάγκη της χώρας. Αυτό θα πρέπει να το συνειδητοποιήσουν όλοι οι πολιτικοί που συχνά τα θεωρούν πολιτικό ζήτηµα, δηλαδή: αντικείµενα πολιτικών συναλλαγών και πολιτικών ανταλλαγών. Στη δηµοκρατία, δεν είναι πολιτικό ζήτηµα κάθε κυβέρνησης η προάσπιση της αξίας και των δικαιωµάτων του ανθρώπου και της κυριαρχίας του κράτους· είναι όρος. Ουδέποτε η πολιτική εξουσία µπορεί να είναι πάνω από τη νοµιµότητα, πάνω από το δίκαιο, που αποτελεί το πολιτικό οικοδόµηµα της πολιτικής κοινωνίας κάθε εποχής. Κανένα δηµοκρατικό σύνταγµα, καµιά δηµοκρατία δεν όρισε ποτέ ότι η κατάσταση οικονοµικής ανάγκης, ακόµη και πτώχευσης, αποτελεί λόγο κήρυξης της χώρας σε κατάσταση ανάγκης και σε περιορισµό των ελευθεριών· αλλά και κανένα δηµοκρατικό σύνταγµα και καµιά δηµοκρατία δεν επέτρεψε ποτέ, σε κατάσταση ανάγκης του κράτους λόγω απειλής της ασφάλειάς του, την παραίτηση από κυριαρχικά δικαιώµατα και την περικοπή κοινωνικών δικαιωµάτων των ασθενέστερων τάξεων. Αντί συµπεράσµατος, θα διατυπώσω µια ευχή, που αποτελεί συγχρόνως έκκληση και πρόταση προς τις πολιτικές ηγεσίες τόσο της Ελληνικής ∆ηµοκρατίας, όσο και της Ευρωπαϊκής Ένωσης: Οι Συµφωνίες ∆ανεισµού να καθαριστούν όσο γίνεται πιο σύντοµα από τους όρους που προσβάλλουν και την Ελλάδα και την Ευρώπη.
72