ΑΠΟΦΑΣΗ Δ.Σ. ΔΣΑ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑΚΗΣ ΥΛΗΣ ΣΤΟΥΣ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΓΡΑΦΟΥΣ>
Τις τελευταίες ημέρες η δικηγορική κοινότητα γίνεται μάρτυρας διαρκών διαρροών αναφορικά με υπό συζήτηση πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης σχετικά με επικείμενη, κατά τα δημοσιεύματα, μεταφορά αρμοδιοτήτων σε συμβολαιογράφους και, πιο συγκεκριμένα, της έκδοσης συναινετικών διαζυγίων, διαταγών πληρωμής και προσημειώσεων ακινήτων για τη χορήγηση δανείων. Ως στόχος της προωθούμενης «μεταρρύθμισης» προβάλλεται η δήθεν δυνατότητα αποσυμφόρησης των δικαστηρίων από διαδικασίες χαρακτηριζόμενες ως χρονοβόρες.
Πέραν της εσφαλμένης λογικής από την οποία εκκινεί το ως άνω σκεπτικό, παραγνωρίζοντας χρόνιες δυσλειτουργίες του συστήματος απονομής της Δικαιοσύνης, όπως είναι οι τεράστιες ελλείψεις σε προσωπικό και υλικοτεχνική υποδομή και η καθυστέρηση στην έκδοση αποφάσεων, παραβλέπει επιπλέον και βασικές νομοθετικές παραδοχές, οι οποίες στήριζαν με ισχυρή νομική επιχειρηματολογία τη μέχρι τώρα εκδίκαση των ανωτέρω υποθέσεων από τα πολιτικά δικαστήρια.
Πιο συγκεκριμένα, σημαντικότατα ζητήματα όπως είναι η συνταγματική, κατά το άρθρο 21 § 1 Συντ., προστασία με την οποία περιβάλλει το κράτος το θεσμό της οικογένειας, συνεπώς και του γάμου, για τη λύση του οποίου απαιτεί δικαστική απόφαση κατόπιν ικανού διαστήματος περίσκεψης των συζύγων, αλλά και η τεχνική και λεπτομερειακή φύση των επιμέρους νομικών ζητημάτων που συνδέονται με την έκδοση διαταγών πληρωμής (π.χ. διαφορές σχετικές με αξιόγραφα και λοιπούς πιστωτικούς τίτλους), εξακολουθούν να καθιστούν επιτακτική τη σύνδεση των ως άνω υποθέσεων με τη δικαστηριακή ύλη. Την ίδια αναγκαιότητα εξυπηρετεί και η διατήρηση της αρμοδιότητας των Δικαστηρίων αναφορικά με την συναινετική εγγραφή προσημειώσεων υποθήκης επί ακινήτων, διαδικασίας που συνεπάγεται σημαντικές οικονομικές συνέπειες για τον κύριο του ακινήτου και, ως εκ τούτου χρήζει ελέγχου από τη δικαστική εξουσία. Η θέση των υποθέσεων αυτών υπό τη σκέπη της ανεξάρτητης Δικαιοσύνης αποτελεί εχέγγυο αποτελεσματικότητας και σύμφωνης με τις νομοθετικές ρυθμίσεις διεκπεραίωσής τους, ως συνέπεια και της σχετικής πείρας των αρμόδιων δικαστικών λειτουργών.
Εκτός των άλλων, διαπιστώνουμε με θλίψη μία εν τοις πράγμασι ομολογία αποτυχίας εκ μέρους της νομοθετικής εξουσίας και της ηγεσίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης για τις ρυθμίσεις που μόλις προ διμήνου έθεσαν σε εφαρμογή διά του νόμου 3994/2011, αποσκοπώντας στο μεγαλόπνοο σχέδιο του εξορθολογισμού και της βελτίωσης στην απονομή της πολιτικής δικαιοσύνης, το οποίο σπεύδουν να βελτιώσουν εκ νέου.
Παράλληλα, ανακύπτει και ένα μείζον ζήτημα καθαρό θεσμικό, αφού η προσπάθεια πλέον της «έξωθεν» και στερούμενης κάθε νομιμοποίησης «τρόικας» να επιβάλλει τις ασύμβατες με το ελληνικό δίκαιο λύσεις της - στα πρότυπα ενός μοντέλου «εθνικής σωτηρίας» που μόνο αυτή αντιλαμβάνεται - ξεπερνά πλέον όλα τα προσχήματα, έχοντας εξελιχθεί σε ανεπίτρεπτη, κατά το Σύνταγμα και τους νόμους του κράτους, υποκατάσταση των αρμόδιων θεσμών και φορέων, δυστυχώς υπό την ανοχή πολλών από τους τελευταίους που θα έπρεπε να αποτελούν θεματοφύλακες της συνταγματικής νομιμότητας. Η δήθεν καινοφανώς διαπιστωθείσα, κατόπιν της πρόσφατης συνάντησης εκπροσώπων της «τρόικας» με το προεδρείο της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, καθυστέρηση στην απονομή της διοικητικής δικαιοσύνης και στη διεκπεραίωση των φορολογικών δικών που συνεπάγεται αδυναμία είσπραξης των οφειλόμενων προς το κράτος, δεν είναι επιτρεπτό να οδηγήσει στην υιοθέτηση ασύμβατων με το ελληνικό νομικό οικοδόμημα και τις πάγιες παραδοχές του λύσεων, πολλώ δε μάλλον όταν αυτές έχουν αποσπασματικό χαρακτήρα, αδυνατούν να επιλύσουν αποτελεσματικά το υπάρχον πρόβλημα και επιβάλλονται επιτακτικά υπό τη μορφή δήθεν κατεπείγοντος.
Σε κάθε περίπτωση και παρά τις επιμέρους διαφωνίες μας που εδράζονται επί στέρεων νομικών επιχειρημάτων, όπως ανωτέρω τα εκθέσαμε, δεν μπορεί να μην επισημανθεί και ο αιφνιδιαστικός τρόπος με τον οποίο επιχειρείται η επιβολή των εν λόγω ρυθμίσεων, κατά πλήρη αποκλεισμό κάθε έννοιας διαλόγου και διαβούλευσης με τους παράγοντες απονομής της Δικαιοσύνης και συλλειτουργούς αυτής, Δικηγόρους και Δικαστικούς λειτουργούς. Κατόπιν αυτών, μόνη ορατή και σύμφωνη με τις απόψεις μας για μια Δικαιοσύνη αποτελεσματική, επιλογή απομένει η αντίστασή μας, με κάθε νόμιμο μέσο στις εν λόγω κυβερνητικές και «μνημονιακής» αντίληψης μεθοδεύσεις που πλήττουν την ουσιαστική απονομή του δικαίου, παραγνωρίζοντας χρόνιες δυσλειτουργίες που εδράζονται επί άλλων ζητημάτων τα οποία η Πολιτεία αρνείται πεισματικά να αντιμετωπίσει.
ΓΙΑΝΝΗΣ Δ. ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΣ